Η Ρούλα Σαμαϊλίδου γεννήθηκε στη Μύρινα της Λήμνου. Στα έργα της πραγματεύεται θέματα που έχουν να κάνουν με παλιές εποχές, μεταφέροντας την πλοκή στο γενέθλιο νησί της. Στο νέο βιβλίο της ηρωίδες είναι η Στέλλα και η Φωτεινή.
Ρούλα Σαμαϊλίδου
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη
Αθήνα 2011, σελ. 464
Η Ρούλα Σαμαϊλίδου γεννήθηκε στη Μύρινα της Λήμνου. Αποφοίτησε από την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών και στη συνέχεια εργάστηκε σε τράπεζα. Έχει εκδώσει τα βιβλία «Χρόνια οργής», «Τα κεντημένα γοβάκια», «Τα παραμύθια της γιαγιάς». Λογοτεχνικά της κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Στα έργα της πραγματεύεται θέματα που έχουν να κάνουν με παλιές εποχές, μεταφέροντας την πλοκή στο γενέθλιο νησί της.
Στο νέο βιβλίο της ηρωίδες είναι η Στέλλα και η Φωτεινή: Όταν η Αλεξάνδρεια τις διώχνει, έρχονται στο πέτρινο χωριό τους στο νησί κι έπειτα στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Σταθμοί, που θα ξετυλίξουν το νήμα της ιστορίας τους. Το παραμύθι γίνεται εφιάλτης. Από τον πλούτο στη φτώχεια, από την ευτυχία στη δυστυχία, από τη χαρά στη λύπη. Μια συγκλονιστική αγάπη γίνεται το κλειδί για τη μετέπειτα ζωή τους. Θα ανοίξει άραγε την πόρτα της ευτυχίας ή η ζωή θα συνωμοτήσει και θα τις οδηγήσει σε απρόσμενες καταστάσεις; Προδοσία, ενοχές, μυστικά, θα ανατρέψουν τα σχέδιά τους και θα σημαδέψουν τη ζωή τους. Άραγε θα υπάρξει ελπίδα στο αδιέξοδο; Η «κυρία μαμά» που γίνεται μαμά, το ασχημόπαπο που γίνεται κύκνος, η οικογένεια που διασκορπίζεται, μία αγάπη χωρίς μέλλον, τα χαμένα όνειρα και η προδοσία, πλέκουν τον ιστό της ζωής της Στέλλας και της Φωτεινής. Η ζωή, όμως, παίζει παράξενα παιχνίδια. Ποτέ κανείς δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει το μέλλον...
Αντιγράφουμε ένα μικρό απόσπασμα.
«[...] Στο νησί έφθασαν αργά το απόγεμα, όταν ο ήλιος έπεφτε στη θάλασσα, χρωματίζοντας με χρυσομαβιά χρώματα τον ουρανό και το πέλαγος. Το κάστρο πάνω από το λιμάνι είχε πάρει τα ίδια χρώματα, μην είναι αταίριαστο με τους αιώνιους συντρόφους του. Στην προκυμαία περίμενε ήδη κόσμος, άλλος να χαζέψει αυτούς που έρχονταν ή έφευγαν και άλλος να ταξιδέψει. Πιο πέρα, κάποιοι ψαράδες μπάλωναν ακόμη τα δίχτυα τους καθισμένοι καταγής και κάποιοι άλλοι έπλεναν τις ψαρόβαρκες με το νερό της θάλασσας.
Οι δυο γυναίκες, όταν ήρθε η σειρά τους, επιβιβάστηκαν σε μια από τις άδειες βάρκες που πλεύρισαν το καράβι και τακτοποίησαν δίπλα τα μπαγκάζια τους. Ο βαρκάρης όρθιος, με γυρισμένα τα μανίκια του καρό πουκαμίσου του, έσπρωχνε με μανία τα κουπιά, να φτάσει πρώτος στη στεριά, έχοντας βάλει στοίχημα μάλλον με ένα συνάδελφό του.
“Νικόλα, το νου σου”, του φώναξε. “Το βράδυ εσύ θα με κεράσεις!”
“Κάνε όρεξη”, του πέταξε ο άλλος βαρκάρης θυμωμένα.
Ήρεμη η ζωή στο νησί, χωρίς σκοτούρες και προβλήματα σαν τα δικά τους, σκέφτηκαν ταυτόχρονα οι δυο γυναίκες. Μακάρι να έβρισκαν γρήγορα το δρόμο τους και να ηρεμούσε και η δική τους η ζωή. Ποιος ξέρει άραγε τι μέλλον τους επεφύλασσε η μοίρα! ...»