Την είδε η Ερατώ πάνω στην άμμο μέσα στη θάλασσα, στα Καραβούλια, ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες κι έβαλε τις φωνές. Ξαπλωμένος στην παραλία, χαλαρωμένος από τις καυτές ακτίνες του μεσημεριάτικου ήλιου, πετάχτηκα κι έτρεξα.
Την είδε η Ερατώ πάνω στην άμμο μέσα στη θάλασσα, στα Καραβούλια, ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες κι έβαλε τις φωνές. Ξαπλωμένος στην παραλία, χαλαρωμένος από τις καυτές ακτίνες του μεσημεριάτικου ήλιου, πετάχτηκα κι έτρεξα.
Ήταν μεγάλη πάνω από κιλό και προχωρούσε αργά γύρω από την αραγμένη βάρκα. Πήρα από την κουπαστή το καμάκι και δεν δίστασα. Στοχεύοντας όχι κατευθείαν απάνω της, αλλά κοντύτερα από το σημείο που την έβλεπα, σχεδόν όσο το φαινομενικό μέγεθός της, την κάρφωσα και την ανέσυρα ψηλά.
Δεν με πείραξε που με πιτσίλισε με τη μελάνη της, ίσως να το επεδίωκα αν δεν συνέβαινε. Πήρα μια νάιλον σακούλα από την τσάντα του μπάνιου, που πάντα για αυτές τις στιγμές έχω μαζί μου και απευθύνθηκα στην Ερατώ:
- Θα έρθω σε μια ώρα να σε πάρω για να σου παραθέσω το μεσημεριανό μας.
- Δεν ήθελα να τη σκοτώσεις!
- Ο Κόλπος Καλλονής έχει πολλές και είναι νοστιμότατες.
- Άλλη φορά δεν θα σου λέω. Όταν έρχεσαι στα Καραβούλια σε πιάνει μανία.
- Μη μου μανίσεις!
Πέρασα από τη Σκάλα κι αγόρασα από το σούπερ μάρκετ ό,τι βρήκα για τη γέμιση, τρία διαφορετικά σκληρά τυριά, κεφαλοτύρι, γραβιέρα και κασέρι, μαρούλι, πιπεριά, ντομάτα. Δεν είχε άνηθο, ούτε μαϊντανό ή δυόσμο. Κατευθύνθηκα στο σπίτι, την καθάρισα προσέχοντας να βγάλω το κόκκαλό της χωρίς να καταστρέψω την επάνω μεμβράνη της. Μάτσισα τα πλοκάμια της και έφτιαξα με τα όσα προμηθεύτηκα τη γέμισή της, χωρίς αλάτι και πιπέρι. Με τρεις οδοντογλυφίδες που κάρφωσα στο άνοιγμά της έφραξα τη γέμιση. Την έβαλα μέσα σε ένα ταψί με την τσίπα της από πάνω, τη σκέπασα με μια λαδόκολλα, πρόσθεσα λίγο νερό για να μην καεί από κάτω και έβαλα το φούρνο στους διακόσιους πενήντα βαθμούς, χρονομέτρησα να παραμείνει σε λειτουργία για ένα εικοσάλεπτο και επέστρεψα στα Καραβούλια.
H Ερατώ με περίμενε, μόλις είχε περάσει μια ώρα. Όταν αργότερα στην κουζίνα είδε την σουπιά με εξαφανισμένη τη μεμβράνη, να έχει φουσκώσει και ανοίξει σαν ένα πολύχρωμο τριαντάφυλλο, με τα ζουμιά μέσα της κι άκουσε τη θαλασσινή μυρουδιά να διαχέεται, λύγισε λέγοντας:
- Φέρε τη φωτογραφική! Δεν την απαθανάτισα ζωντανή, τουλάχιστον να τη θυμάμαι ψημένη, αλλά πού βρήκες τη συνταγή;
- Δικής μου εμπνεύσεως και εκτελέσεως με ό,τι βιαστικά βρήκα.
- Καλύτερα, έτσι έχει την μυρωδιά της θάλασσας!
- Σαν δεν βρήκα θυμήθηκα την κυρά Κωνσταντίνα, μου είχε ψήσει μια σουπιά στο μαγαζί της στη Σκάλα. Εκείνη έλεγε: «Στο φρέσκο μοσχομυρίζει ο Κόλπος! Δεν πρέπει να βάζουμε μπαχαρικά, όπως κάνουμε στα κατεψυγμένα και στα μπαγιάτικα.» Καλή μαγείρισσα με το πλούσιο χαμόγελό της, πάντα παρούσα, μέρα νύχτα πριν και μετά το θάνατο του άντρα της, του Αναστάση Παπάζογλου.
- Δεν έχουμε πάει, πού ακριβώς είναι;
- Στο δυτικό μέρος του λιμανιού, με θέα τον Κόλπο, δίπλα από το καρνάγιο του φίλου μου Τάκη Ψαραδέλλη, εκεί που ξεψαρίζουν οι βάρκες. Φημισμένο στέκι από παλιά, όπου γλεντούσαν οι μερακλήδες συχνά με όργανα και χόρευαν αναποδογυρίζοντας τα τραπέζια.
- Κι έχει σουπιές;
- Όλα τα καλά!
- Έφερες κρασί;
- Κόκκινο μπρούσκο, από το τελευταίο βαρέλι, του μικρότερου αδελφού της μητέρας μου, του Ιγνάτη Καρέκου, που έφτιαχνε μέχρι το θάνατό του κρασί καλλονιάτικο, σαν εκείνο που έπινε ο Αλκαίος και ερωτεύθηκε παράφορα τη Σαπφώ. Αυτό θα πιείς εσύ σήμερα για μένα, κι ό, τι ήθελε προκύψει!
- Να προκύψει!
- Σαν εκείνο που ήπιε εδώ ο Αριστοτέλης στον Πυρραίο Κόλπο. Τότε, κατά την ετήσια παραμονή του στο λεκανοπέδιο της Καλλονής, που προκειμένου να χρίσει διάδοχό του στην περιπατητική του σχολή επέλεξε τον Θεόφραστο τον Ερέσιο από τον Μενεμήδη τον Ρόδιο, λέγοντας το περίφημο: «Ηδίων ο Λέσβιος!»
- Έμαθες τα μυστικά του κρασιού;
- Δεν ασχολήθηκα με τα αμπέλια κι από ό,τι γνωρίζω είναι δύσκολο να μάθει κάποιος τα κόλπα του. Δυστυχώς λίγοι τα καλλιεργούν τώρα και δεν βρήκα παρόμοια γεύση.
- Ηδύποτος ο οίνος, γλυκύτατη η σουπιά, ξεμάνισα!