Η δράση εναντίον του εγκλήματος και της εγκληματικότητας γενικότερα αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν τον ενιαίο χώρο της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης.
Ο ρόλος του κοινωνιολόγου
Η δράση εναντίον του εγκλήματος και της εγκληματικότητας γενικότερα αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν τον ενιαίο χώρο της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης.
Ωστόσο, η αύξηση των περισσότερων δεικτών της εγκληματικότητας στην Ελλάδα υπήρξε δραματική κατά τη διάρκεια των τελευταίων 15 ετών. Ο κομματισμός έχει διαβρώσει τη δημόσια τάξη της χώρας και η χάραξη μακροπρόθεσμης και ορθολογικής πολιτικής πρόληψης της παραβατικότητας είναι ανύπαρκτη. Η ανασφάλεια των πολιτών ποτέ δεν είχε φτάσει τους σημερινούς ανησυχητικούς δείκτες. Η επικίνδυνη αύξηση φαινομένων όπως η ξενοφοβία και ο ρατσισμός ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν προσλάβει τέτοιες διαστάσεις στη χώρα μας. Ο πολίτης αισθάνεται απροστάτευτος και η περιουσία του βρίσκεται στο έλεος των ληστρικών διαθέσεων επικίνδυνων συμμοριών. Η Ελλάδα φαντάζει αρκετές φορές ως μια ανοχύρωτη χώρα.
Πιο συγκεκριμένα, παρατηρείται:
1. Κατακόρυφη αύξηση της βαριάς εγκληματικότητας
2. Αύξηση χρήσης ναρκωτικών ουσιών και συνδεόμενα προβλήματα
3. Ανορθολογική κατανομή του έμψυχου δυναμικού της δημόσιας τάξης
4. Απουσία μεταναστευτικής πολιτικής
5. Αποτυχία των σωφρονιστικών πολιτικών και μεταρρυθμίσεων
Στην προσπάθειά μας για μια πρόταση για τη χάραξη μιας αποτελεσματικότερης πολιτικής πρόληψης της παραβατικότητας, απαραίτητο κρίνεται να αναλογιστούμε ποιος μπορεί ίσως να είναι και ο ρόλος που μπορεί να παίξει ο κοινωνιολόγος σε αυτήν. Θεωρούμε ότι απαιτείται:
1. Η ποσοτική και ποιοτική καταγραφή της παραβατικότητας και της εγκληματικότητας σε τοπικό επίπεδο.
2. Ιδιαίτερη έμφαση από την επιστήμη και την επίσημη Πολιτεία πρέπει να δοθεί στα εγκλήματα βίας και πιο συγκεκριμένα στα εγκλήματα κατά της ζωής και κατά της ιδιοκτησίας, καθώς και τα παραγνωρισμένα μέχρι πρόσφατα σεξουαλικά εγκλήματα και τα εγκλήματα βίας στο πλαίσιο της οικογένειας.
3. Εγκλήματα όπως η φοροδιαφυγή, η τοκογλυφία, το λαθρεμπόριο, η μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο και εισφορών προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, η διαφθορά και ο χρηματισμός κρατικών λειτουργών και η κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος καθιστούν την οικονομική εγκληματικότητα ιδιαίτερα επικίνδυνο φαινόμενο για τον κοινωνικό ιστό και θα πρέπει να αποτυπωθούν μέσα από τη διενέργεια ποσοτικών και ποιοτικών ερευνών σε τοπικό επίπεδο, για την αποτύπωση της οικονομικής εγκληματικότητας και τη σχέση της με αυτήν της παραβατικότητας σε τοπικό επίπεδο.
4. Επιπρόσθετα, έμφαση πρέπει να δοθεί στην εγκληματικότητα των λαθρομεταναστών, καθώς και στην εγκληματικότητα με δράστες και θύματα ανηλίκους. Για τους παραπάνω λόγους απαιτείται από την πλευρά των κοινωνιολόγων, σε συνεργασία με την υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα σε τοπικό επίπεδο, να βοηθήσουν με τρόπο επιστημονικό για την:
1. Ενημέρωση των Ελλήνων πολιτών σε ζητήματα μετανάστευσης, με αποτέλεσμα την εμφάνιση συναισθημάτων ρατσισμού και ξενοφοβίας.
2. Ενημέρωση των παραγωγικών φορέων για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των μεταναστών στην απασχόληση.
3. Ενημέρωση των μεταναστών σε ζητήματα εργασίας, εκπαίδευσης, υγείας και κοινωνικής ένταξης.
4. Εκπαίδευση των μεταναστών, στη βάση της οποίας θα είναι τουλάχιστον η στοιχειώδης εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας.
5. Υγειονομική περίθαλψη και εξέταση των μεταναστών για τυχόν μολυσματικές ασθένειες και επιδημίες κατά τη μεταφορά τους από την Αλλοδαπή.
6. Επίλυση του στεγαστικού τους προβλήματος και διευκόλυνσή τους στην απόκτηση στέγης.
7. Επίλυση του εργασιακού των μεταναστών, με μισθούς ανάλογους της παρεχόμενης εργασίας τους και ασφάλισή τους.
8. Συνεργασία και προτάσεις για την οργάνωση της Ελληνικής Αστυνομίας.
9. Προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων. Στην Ελλάδα υπάρχει μόνο ένα τέτοιο κέντρο, το οποίο ονομάζεται «Σπίτι Υποδοχής Θυμάτων» και βρίσκεται υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας. Πρότασή μας πρέπει να αποτελεί η χώρα μας να αποκτήσει οργανωμένα κέντρα προστασίας και υποστήριξης θυμάτων κακοποίησης, τα οποία θα πρέπει να ανήκουν αποκλειστικά στην τοπική αυτοδιοίκηση υπό την εποπτεία των περιφερειών. Αρχικά, θα πρέπει να υπάρχει ένα τουλάχιστον τέτοιο κέντρο στην πρωτεύουσα του κάθε νομού.
* Ο Αναστάσιος Γ. Ρούσσης (Π.Ε. Κοινωνιολόγων Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου) είναι κοινωνιολόγος-εγκληματολόγος Μ.Α., Μ.Α., διδάκτορας Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου.