Ο Κώστας Βαλέτας γεννήθηκε στη Λέσβο. Σπούδασε νομικά, πολιτικές επιστήμες και συγκριτική λογοτεχνία, συνταγματικό δίκαιο και κοινωνιολογία. Εργάστηκε ως διορθωτής, δικηγόρος, δημοσιογράφος, διευθυντής ραδιοφωνίας της ΕΡΤ.
Κώστας Βαλέτας
Εκδόσεις Αιολικά Γράμματα
Αθήνα 2011, σελ. 67
Ο Κώστας Βαλέτας γεννήθηκε στη Λέσβο. Σπούδασε νομικά, πολιτικές επιστήμες και συγκριτική λογοτεχνία, συνταγματικό δίκαιο και κοινωνιολογία. Εργάστηκε ως διορθωτής, δικηγόρος, δημοσιογράφος, διευθυντής ραδιοφωνίας της ΕΡΤ. Τιμήθηκε με κρατικό βραβείο διηγήματος για το έργο του «Σινικό Τείχος». Εκλέχτηκε αντιπρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Εξέδωσε τα περιοδικά «Στοχασμός» και «Αίμος», διευθύνει τα «Αιολικά Γράμματα» και είναι αντιπρόεδρος της «Ευρωπαϊκής Ένωσης Συγγραφέων». Το έργο του μεταφράστηκε σε είκοσι ξένες γλώσσες και τιμήθηκε με διεθνή βραβεία στη Γαλλία, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία, Ελβετία, Βουλγαρία, Ρουμανία και Μάλτα. Είναι επίτιμος πρόεδρος της «Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Λογοτεχνίας». Πήρε μέρος σε εκατό περίπου διεθνή συνέδρια αντιπροσωπεύοντας την Ελλάδα και προσκλήθηκε να μιλήσει σε πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Έχει δημοσιεύσει εξήντα τρία βιβλία πεζογραφίας, κριτικής, δοκιμίου, θέατρο, ανθολογίες και μεταφράσεις. Το 2003 τιμήθηκε με το βραβείο «Μπλαιζ Σαντράρ» στην Ελβετία.
Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε ένα ακόμη βιβλίο με 9 διηγήματα με τους παρακάτω τίτλους: Κατσαμπρόκος, ο τύραννος των Μυστεγνών, Ο αυτοκράτορας της Ιαπωνίας, Ούτε μια αγκαλιά, Μια πικροστάλαχτη ιστορία, Η κόρη με το κυδώνι, Η Αιθιοπίδα που τραγούδησε τον εθνικό μας ύμνο, Μαγκαλί Λεκανός, Ο αρραβωνιαστικός της Σοφίας, Η εκτελέστρια.
Να ένα απόσπασμα από το διήγημα «Ο αρραβωνιαστικός της Σοφίας»:
«Ένας ψηλός ξανθός νέος γύρω στα 25 εμφανίστηκε στην πλατεία του χωριού. Κανείς δεν ήξερε το λόγο του ερχομού του ούτε το μέσο με το οποίο είχε έρθει. Υπέθεσαν ότι ήρθε με τα πόδια, διανύοντας τα τέσσερα χιλιόμετρα που χώριζαν το χωριό από τη δημοσιά.
Ο άγνωστος πήρε ένα δωμάτιο στο μοναδικό πανδοχείο του χωριού που δεν φημιζόταν για τις ανέσεις του. Φανταστείτε ότι υπήρχε ένα μπάνιο. Ότι υπήρχαν μονάχα δυο τουαλέτες για όλα τα δωμάτια. Δεν υπήρχε βρύση σε κάθε δωμάτιο.
Ο άγνωστος εμφανίστηκε καλοχτενισμένος, φρέσκος με καινούργιο καρώ πουκάμισο μακρυμάνικο το επόμενο πρωί. Παράγγειλε δυο καφέδες στο καφενείο του Πρετεντέρη. Έπιασε κουβέντα με τους θαμώνες. Τρέλανε τον καφετζή στις χαζές ερωτήσεις. Όπως “πόσα χιλιόμετρα απέχει η Αγία Παρασκευή από τα Παράκοιλα” - “Πόσα μέτρα είναι η ψηλότερη κορφή του Ολύμπου” - “Πού είναι το σπίτι του Κώστα Μάκιστου Παπαχαραλάμπους;”. - Τον γνώριζες; - Όχι. - Είναι πεθαμένος χρόνια. - Έχω διαβάσει βιβλία του.
Ο Πρετεντέρης συνεπικουρούμενος από τους χωριανούς τού απαντούσε με περιέργεια στην αρχή, με βαριεστημάρα στο τέλος. Δεν κρατήθηκε πριν να προλάβει ο ξένος να συνεχίσει τις ερωτήσεις να τον ρωτήσει με τη σειρά του.
- Πούθε έρχεσαι, ποιος είσαι, πού πας;
Το λόγο του ερχομού του, με τι ασχολείται. Ο ξένος απάντησε ότι μόλις τέλειωσε το Πανεπιστήμιο. Το φθινόπωρο θα παρουσιαστεί στο στρατό. Αποφάσισε να περάσει το καλοκαίρι γυρίζοντας τα χωριά, εξερευνώντας τη χώρα. Όταν τέλειωναν τα χρήματά του θα πήγαινε να υπηρετήσει τη θητεία του.
Η απάντηση κρίθηκε ικανοποιητική από τους θαμώνες του καφενείου. Ο ξένος είχε κερδίσει τη συμπάθειά τους κι επειδή η ώρα ήταν περασμένη, πλησίαζε δώδεκα, τον κέρασαν ούζο με μεζέ.
Απέναντι από το καφενείο του Πρετεντέρη σ’ ένα ισόγειο ψηλοτάβανο σπίτι με μεγάλα γαλάζια παράθυρα καθόταν ένα κοριτσάκι. Το όνομά της Σοφία. Ήταν πέντε χρονών με μεγάλα, μελαγχολικά κάπως μάτια κι ένα σαγηνευτικό χαμόγελο που το χάριζε σπάνια σ’ όποιον συμπαθούσε.
Η Σοφία παρακολουθούσε καθισμένη στο παράθυρο τον ξένο. Όταν η μαμά της βγήκε απ’ το σπίτι για ψώνια, η Σοφία μ’ ένα πήδο βρέθηκε στο δρόμο. Έφτιαξε το φουστάνι της πούχε τσαλακωθεί, έφερε δυο γύρους την πλατεία, πλησίασε θαρρετά τον ξένο […]».
Π.Σ.