Ετούτοι οι Χαιρετισμοί

01/07/2012 - 05:56
Τούτο το ανοιξιάτικο απομεσήμερο, μια άγνωρη δύναμη αμφίδρομα με έσερνε τυλιγμένο σ’ αρώματα και χρωστικές πανδαισίες· πότε πάνω προς το φως και πότε κάτω προς το σφυροκόπημα της θύμησης.
Τούτο το ανοιξιάτικο απομεσήμερο, μια άγνωρη δύναμη αμφίδρομα με έσερνε τυλιγμένο σ’ αρώματα και χρωστικές πανδαισίες· πότε πάνω προς το φως και πότε κάτω προς το σφυροκόπημα της θύμησης.
Ένα φως που όλο και λιγόστευε. Ένα θυμητάρι που όλο και τράνευε.
Μπροστά μου απλωνότανε γκριζαρισμένο τ’ αρχιπέλαγος κι από πάνω βαριά, μουντά, αγριεμένα τα σύννεφα να με απειλούν· το ένιωθα· δεν τρόμαξα. Πάντα μια τέτοια καταιγίδα φέρνει πιότερη νοσταλγία, θλίψη και καρπερή γης. Γι’ αυτό και την απάντεχα. Να δώσει κι άλλο ποθούμενο φορτίο στην ψυχή μου, κι άλλους καρπερούς βοσκοτόπους και λιοχώραφα.
Οι πρώτες χοντρές σταγόνες με βρήκανε να διασχίζω το μικρό γιοφύρι. Από τη μια, ζερβά, το βουνό· θεόρατο στιβαρό όλο σιγουριά και φοβέρα. Από την άλλη, δεξά, το γαληνεμένο μα έτοιμο να εκραγεί, να φτάξει ως τα ουράνια και να γενεί πιότερη βροχή γαλήνη και πλούτος, το κοιμισμένο θεριό.
Πάγαινα με αργούς βηματισμούς, να χαίρομαι τα υγρά σκάγια που όλο και πληθαίνανε, να μουσκεύω, να κολλάνε τα ρούχα μου στο κόκκαλο, να γίνομαι ένα με το λασπωμένο χώμα και τον αιθέρα.
Ένα στοιχειωμένο πετράδι της αντάρας που με τύλιγε.
Τα βήματά μου με φέρανε στο καλύβι κι ως βρέθηκα αγκαλιά την ξυλόσομπα, ανακάλυψα πως έτρεμα και τα νερά σουρώνανε μέσα κι όξω απ’ το κορμί μου.
Κι άκουσα την καμπάνα της μικρής ακκλησιάς εδώ στο ερημητήρι μου να καλεί τους λιγοστούς χριστιανούς. Είδα το μεροδείχτη, ήτανε Παρασκευή.
- Μεθαύριο είναι ο Ακάθιστος Ύμνος, μου είχε πει ο άνθρωπός μου, χιλιάδες μίλια μακριά, από την άλλη μεριά του Ατλαντικού που βρισκόταν.
Έπρεπε να πάω.
Μόνο που δεν θα ήταν, όπως πάντα, στο ψαλτήρι. Δεν θα γιόμιζε μέσα κι όξω ο ιερός χώρος με τη μελωδική, καύχημα της περιοχής, φωνή της.

Η βροχή είχε πάψει σαν μπήκα από τη διπλανή πόρτα, μια κι η άλλη ήτανε αμπαρωμένη, μη τρυπά το κρύο κι ο νοτερός αγέρας τους πιστούς που είχανε κατακλύσει το ναό.
Βολεύτηκα στο αγαπημένο μου στασίδι, εκεί παραδίπλα το αναλόγιο με τα θρησκευτικά βιβλία και τη μικρή λάμπα από πάνω να τα φωτίζει.
Μια γυναικεία φωνή ακούστηκε και σήμερα, μα δεν ήταν η ίδια. Δεν κελαηδούσε ούτε και σκορπούσε γλυκόλαλους ήχους σε κάθε γωνιά, σε κάθε ακρόνευρό μου.
Άκουγα, έκανα το σταυρό μου, κι άξαφνα θαρρείς απαλύνανε οι ήχοι, ομορφύνανε τα στασίδια, μου χαμογέλασαν οι εικόνες και η ψυχή μου μαλάκωσε με τη βεβαιότητα πως, ναι, ήταν αυτή που έψελνε.
Στράφηκα απότομα, κοίταξα στο αναλόγιο από πίσω και χαρά μου μεγάλη είδα πως ήταν εκεί με τα καστανά μαλλιά της, τα λαμπερά μάτια της, να ψέλνει, να με κοιτά και να χαμογελά.
Ένα χαμόγελο όμως κρύο· ξενικό· αποκρουστικό. Δεν ήταν αυτό που ποθούσα. Κι όμως την είδα να με κοιτά.
Τινάχτηκα απότομα, έδιωξα την οπτασία, βεβαιώθηκα πως δεν ήταν η ίδια, ξεχύθηκαν καυτά τα δάκρυά μου, πάσκισα να τα σφουγγίξω και βρέθηκα αυτοστιγμεί στο προαύλιο ανάμεσα τις σταγόνες τις χοντρές που αρχίσανε πάλι να με δέρνουν.
Πήρα δρόμο, χάθηκα.
Το άλλο πρωινό τηλεφωνούσα στο Άγιο Όρος να με δεχτούνε να κάνω εκεί Ανάσταση. Η μόνη λύση. Δεν θα μπορούσα αλλιώς να αντέξω τον βομβαρδισμό ετούτο των συναισθημάτων ολόμονος στην ερημιά μου, χρονιάρες μέρες.
Ήταν, από τις φορές που ένιωσα την ανάγκη να βρίσκεται κοντά μου, να νιώθω τους παλμούς της καρδιάς της, την αγάπη και τη συντροφιά της, που όσο τα έχουμε δεν τα βλέπουμε κι άμα τα χάσουμε, όσοι μπορούμε, τα αποζητάμε.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey