«Με τη φρεσκάδα του χρονογραφήματος, αλλά και το βάθος σοφίας του δεξιοτέχνη των νεοελληνικών γραμμάτων Φώτη Κόντογλου, τα κείμενα του “Ευλογημένου καταφυγίου” είναι πάντα επίκαιρα.
Φώτης Κόντογλου
Προλεγόμενα: Π.Β. Πάσχου
Φιλολογική επιμέλεια - διόρθωση κειμένου: Βασίλης Μαλισιόβας
Εκδόσεις Άγκυρα
Αθήνα 2009, σελ. 358
«Με τη φρεσκάδα του χρονογραφήματος, αλλά και το βάθος σοφίας του δεξιοτέχνη των νεοελληνικών γραμμάτων Φώτη Κόντογλου, τα κείμενα του “Ευλογημένου καταφυγίου” είναι πάντα επίκαιρα. Δημοσιευμένα στην εφημερίδα “Ελευθερία” σε διάστημα μιας 20ετίας (1948 - ‘68), τα πονήματα αυτά του μαστρο-Φώτη έχουν στο επίκεντρό τους διάφορα θέματα.
Κοινό χαρακτηριστικό, το αποτύπωμα της ψυχής του συγγραφέα. Είτε μιλάει για τον τζίτζικα είτε για την ξενοδουλία που ήδη από τότε άρχισε να σαρώνει τα πάντα, ο μαΐστωρ του λόγου και της αγιογραφίας συγκλονίζει με τη γραφή του. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο (“Αγαπημένο καταφύγιο”), ο συγγραφέας μάς ταξιδεύει σε πράγματα απλά και καθημερινά, μυώντας μας παράλληλα σε κρυμμένες ομορφιές. Στο δεύτερο τμήμα (“Βλογημένη Ελλάδα”) κυριαρχεί η οδύνη για την αλλοίωση της ελληνορθόδοξης παράδοσης, αλλά αχνοφέγγει και το φως της ελπίδας - αριστοτεχνικό δείγμα έκφρασης της πατερικής χαρμολύπης.
Το τελευταίο μέρος του βιβλίου (“Ανεξιχνίαστα μυστήρια”) κυριαρχείται από τις μεταφυσικές αγωνίες του μαΐστορα Κόντογλου.»
Τα παραπάνω ανήκουν στο Βασίλη Μαλισιόβα, ο οποίος επιμελήθηκε φιλολογικά τη νέα έκδοση του σπουδαίου αυτού βιβλίου, που είχε πρώτα εκδοθεί το 1985 με προλεγόμενα του Π.Β. Πάσχου. Ο επιμελητής έκανε ορισμένες ορθογραφικές αλλαγές που κρίθηκαν αναγκαίες, αφού στο αρχικό κείμενο υπήρχαν πάμπολλες γραφές που εδώ και 30 χρόνια δεν ισχύουν πλέον, καθώς και πολλές ορθογραφικές ασυνέπειες.
Από την πολυσέλιδη εισαγωγή, 637 σελίδες, του Π.Β. Πάσχου, που έχει τίτλο «Η ζωντανή και η νεκρή παράδοση», αντιγράφουμε ένα απόσπασμα:
«Ο Κόντογλου είναι ποιητής, που τεντώνει το ουράνιο τόξο του, με όλα τα χρώματα και τις δυνατές αποχρώσεις, από το φτωχό θαλάμι του γρύλλου μέχρι τα βάθη τ’ ουρανού, όπου ταξιδεύει με το μυστικό φως του φεγγαριού! Στη “Χαρά του καλοκαιριού” έχει μια παράγραφο για το γρύλλο, όπου ανάμεσα στ’ άλλα γράφει: “Ω γρύλλε, βλογημένο μαμούνι, που κρύβεσαι ντροπαλό, που ποτέ δεν σε βλέπει μάτι, σαν τραγουδάς θαρρεί κανείς πως ακούγει μια αγγελική ψυχή, από άλλο κόσμο!” Αυτού του είδους οι παρομοιώσεις και οι μεταφορές θαρρώ πως έχουν την αφορμή τους στην τέχνη του αγιογράφου, όπου η αναγωγή “επί το πρωτότυπον” είναι υπόθεση για τη λειτουργική τέχνη, που θεωρείται μυσταγωγική. Έτσι, ο αγιογράφος-συγγραφέας επιτρέπει τέτοιου είδους αλληλοπεριχωρήσεις στους δύο κλάδους του έργου του, και το πλουτίζει με πολύ ευρύτερες και σαφώς βαθύτερες διαστάσεις. Ένα πολύχρωμο παράδειγμα βρίσκω στο κείμενό του “Το βασίλειο του ήλιου”, όπου το ιλαρό φως του ηλιοβασιλέματος φαίνεται σα χαιρέτισμα αρχαγγελικό, αγιασμένη πορφύρα, που έγινε από τα αθάνατα αίματα, που χύσανε οι Μάρτυρες του Χριστού!»