Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η θέση της χώρας μας στο μεταίχμιο Ανατολής - Δύσης (όπως αναφερόταν στο α΄ μέρος τού προ ημερών ομότιτλου άρθρου μου) μας δημιουργεί αναπόφευκτα την υποχρέωση να δαπανούμε για την άμυνά μας υπέρογκα ποσά για να εξακολουθούμε να έχουμε εθνική υπόσταση.
Ποσά αστρονομικά σε συσχετισμό προς τα δεδομένα της οικονομικής μας οντότητας και δυνατότητας, για να είμαστε σε θέση ως έθνος να μαχόμαστε για την ύπαρξή μας, φυλάσσοντας Θερμοπύλες. Τα ποσά αυτά τα δαπανούμε από πολλές τώρα δεκαετίες για τους εξοπλισμούς και την αμυντική θωράκιση της χώρας. Τούτα, για χρόνια είναι υψηλά και η ένταξή μας το 1979 στην ΕΟΚ (που τελικά μετονομάστηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση), ή πολύ περισσότερο στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), αυτής προ 10ετίας, ουδεμία κάμψη επέφερε στις αμυντικές μας δαπάνες. Και αυτό γιατί, κατ’ όνομα μεν Ένωση, η Ευρώπη αν και πέρασαν 70 κοντά χρόνια από τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακος Χάλυβος το 1945 (την πρωτόλεια μορφή τής Ε.Ε.) δεν μπόρεσε να σφυρηλατήσει την υπόσταση μιας κρατικής οντότητας, αντίστοιχης προς άλλες παρόμοιες, π.χ. τις ΗΠΑ σήμερα ή της Ε.Σ.Σ.Δ. στο παρελθόν.
Αν αυτό είχε γίνει κατορθωτό, το αποτέλεσμα μεταξύ των άλλων θα ήταν οι αμυντικές δαπάνες των απαρτιζόντων την Ένωση κρατών να αποτελούν μέρος των ολικών αμυντικών δαπανών της Ένωσης και θα καλύπτονταν από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και που, επιμεριζόμενες κατ’ αναλογία λ.χ. πληθυσμού, για τη χώρα μας θα ήταν πολύ μικρές σε σύγκριση προς το σήμερα. Έτσι είμαστε ατυχώς το δεύτερο έθνος στον κόσμο που δαπανά γι’ αυτές το υψηλότερο ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος του, που φθάνει στο 2,8%, με πρώτες τις ΗΠΑ που δαπανούν το 4%.
Το ποσοστό αυτό σε ετήσια βάση είναι της τάξεως των 5 δισ. ευρώ. Βέβαια πρέπει να λεχθεί ότι μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και τη μη ύπαρξη πια του ανατολικού μπλοκ όπου ανήκαν οι βόρειοι γείτονές μας, ο όγκος αυτός των εξοπλισμών εδώ και 20 χρόνια έχει αποκλειστικό σκοπό την αντιμετώπιση της επιθετικότητας της Τουρκίας. Μιας Τουρκίας που υποτίθεται ότι από τη δεκαετία τού ’60 θέλει να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μιας Τουρκίας που το 1974 έκανε την εισβολή στην Κύπρο και έκτοτε η τελευταία μένει κολοβωμένη, χωρίς να έχει υπάρξει η όποια πρόοδος στο να υποστηριχθούν τα δίκαια της Κύπρου και να αποκατασταθεί η ακεραιότητά της, ασχέτως και αν η τελευταία έγινε έκτοτε μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και μάλιστα το τρέχον εξάμηνο ασκεί την προεδρία αυτής.
Είναι πρόδηλο ότι αν ήμασταν σε θέση να δαπανούμε το μισό του ανωτέρω αναφερομένου ποσού, στα 38 τώρα χρόνια τα από τη μεταπολίτευση και μετά, θα είχαμε περιστολή αντιστοίχων δαπανών περί τα 100 δισ. ευρώ. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, το 1/3 και περισσότερο του εξωτερικού χρέους της χώρας τού 2009.
Βεβαίως στους εξοπλισμούς πρέπει να προσθέσουμε τα λειτουργικά έξοδα των Ενόπλων μας Δυνάμεων, που είναι δυσανάλογα μεγάλες σε σχέση με άλλες χώρες του μεγέθους της χώρας μας, π.χ. το Βέλγιο, η Σουηδία κ.λπ.. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα ο ελληνικός λαός να αιμάσσει εξακολουθητικά από οικονομική άποψη εξ αιτίας των πιο πάνω αναφερομένων.
Το γεγονός ότι είμαστε μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν όντως υπήρχε πραγματική ένωση, κύριο δεδομένο θα ήταν η υποστήριξη της ακεραιότητας αυτής, δηλαδή όλων των εδαφών της, πράγμα που σημαίνει ότι τότε και η Ελλάδα θα καλυπτόταν από την κοινή Ευρωπαϊκή Άμυνα. Σ’ αυτή την περίπτωση, όλα αυτά τα βαρίδια των τεράστιων αμυντικών δαπανών δε θα αποτελούσαν τη θηλιά στο λαιμό των Ελλήνων, που τα μέγιστα συνέβαλε στο να είμαστε τώρα, ατυχώς, χώρα υπό οικονομική κατοχή (Δ.Ν.Τ., Ε.Κ. Τράπεζα και Ε.Ε.-Γερμανία).
Πέραν λοιπόν του ότι δεν έχουμε κοινή άμυνα (και Σώματα Ασφαλείας) και βεβαίως ούτε κοινή εξωτερική πολιτική (όπως ορίζει ο κανόνας για το τι ορίζεται κρατική οντότητα), το μόνο που έχουμε ως Ε.Ε. είναι το κοινό νόμισμα, το Ευρώ. Όμως ατυχώς, όπως απεδείχθη στην πράξη, ήταν αρκετό (και μάλιστα μέσα σε 10 μόνο χρόνια από την ένταξή μας στην ΟΝΕ, το 2002) να διαπιστώνεται κατά τον πλέον πρόδηλο τρόπο ότι αυτό (το Ευρώ) αποτέλεσε το δέλεαρ παγίδευσης των Ελλήνων, που μας οδήγησε στη σημερινή αδιέξοδη κατάσταση, της φτώχειας, της μαζικής κατάθλιψης και αυτοκτονιών, αλλά και κυρίως της εθνικής ταπείνωσης κατά πώς δυστυχώς τη ζούμε τα τελευταία 2 - 3 χρόνια.
Τούτο δε, γιατί στην πράξη είδαμε ότι δεν υπάρχει στην Ε.Ε. κοινή οικονομική πολιτική. Αντίθετα, απεδείχθη το χειρότερο. Υπάρχει μια τέτοια πολιτική, που ευνοεί μόνο τις ανεπτυγμένες χώρες του Βορρά και κυρίως της Γερμανίας, σε βάρος των χωρών του Νότου (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα). Η ένταξή μας σ’ αυτή, είχε καταστροφικές συνέπειες στον παραγωγικό ιστό της χώρας. Μόνο 30 χρόνια ήταν αρκετά για να δούμε τα ολέθρια αποτελέσματα. Τόσο ο πρωτογενής (γεωργία, μεταλλεία) όσο και ο δευτερογενής (βιομηχανία, βιοτεχνία) τομέας, αλλά οπωσδήποτε από τα πράγματα αποδεικνύεται και ο τομέας των υπηρεσιών, μέσα στη διάρκεια μιας μόνο γενεάς ουσιαστικά αποσυντέθηκαν. Ξεχαρβαλώθηκαν πλήρως. Έτσι το κοινότοπο «δεν παράγουμε σα χώρα πια τίποτα» είναι το στερεότυπο motto που ακούγεται και λέγεται απ’ όλους μας. Και βεβαίως τούτο που γράφω πιο πάνω, δεν αποτελεί μια πρόταση αφορισμού. Γράφεται μετά λόγου γνώσεως, αφού τούτο ατυχώς είναι μια τραγική πραγματικότητα. Εισάγουμε, λοιπόν, σχεδόν τα πάντα κατά πώς θα φανεί στην ανάλυση που θα ακολουθήσει. Το αποτέλεσμα αυτού είναι ότι τα ετήσια ελλείμματα, ενώ θα έπρεπε ανά χρόνο να είναι μικρότερα του 3% τού ΑΕΠ μας, την προηγούμενη 10ετία έφθαναν το 4, το 6, το 8% κ.λπ., με κορύφωση το 2009, που ο ρίψασπις Κώστας Καραμανλής «παρέδωσε» την εξουσία, το έλλειμμα να εκτοξευθεί στο ~15%, δηλαδή σε απόλυτους αριθμούς περίπου στα 35 δισ. ευρώ. Αυτό το τρομακτικό έλλειμμα, προστεθέν στο ως τότε δημόσιο χρέος, κατέστησε αυτό μη βιώσιμο, όπως λέγεται από τους επαΐοντες, και από τότε άρχισαν τα «βιολιά» κατά πώς μας τα παίζει 3 χρόνια τώρα η Τρόικα.
* Ο Τάκης Χαραλ. Ιορδάνης (Ph.D.) είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Προβληματισμού & Παρέμβασης για την Ανάπτυξη της Λέσβου «Πιττακός ο Μυτιληναίος», πρώην διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Βιομηχανίας Όπλων, πρώην πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Μεταλλειολόγων Μηχανικών.