Διαβάστε και λάβετε γνώση για την ιστορία του Κούνελου και του Ποντικού όπως αυτή είναι γραμμένη στο πολύ ξεχωριστό βιβλίο του Κώστα Ζαφειρίου από τη Λήμνο «Παραμύθια για την Αιθάλεια».
Διαβάστε και λάβετε γνώση για την ιστορία του Κούνελου και του Ποντικού όπως αυτή είναι γραμμένη στο πολύ ξεχωριστό βιβλίο του Κώστα Ζαφειρίου από τη Λήμνο «Παραμύθια για την Αιθάλεια». Μέσα σ’ αυτήν την ιστορία, αν το μυαλό σας είναι ανοιχτό και δε λογαριάζετε τον εαυτό σας πολύ μεγάλο και πολύ σοβαρό για να διαβάζει παραμύθια, θα βρείτε εκείνο το κουσούρι του νεοέλληνα που τον έριξε στη μιζέρια τη σημερινή και ίσως, μόνο ίσως, αυτό το προτέρημα που θα τον βοηθήσει κάτι να αλλάξει.
«Μια φορά κι έναν καιρό αποφάσισαν ο κυρ-Κούνελος κι ο Ποντικός να βάλουν αμπέλι. Αφού βρήκαν ένα καλό, εύφορο μέρος που είχε αγέρα κι ήλιο, φύτεψαν τα κλήματα. Μια μέρα λέει ο κυρ-Κούνελος του Ποντικού: “Δεν πάμε να καθαρίσουμε τ’ αμπέλι μας κυρ-Ποντικέ. Κοντεύει Ιούλιος και θα ‘χει πνιγεί στ’ αγριοφάσουλα!” “Βεβαίως, κυρ-Κούνελε, να πάμε”, απάντησε ο Ποντικός. Πήραν εργαλεία, τσάπες και τσουγκράνες, ζαλώθηκαν και τα ζεμπίλια τους, και μια και δυο κίνησαν να πάνε να καθαρίσουν τ’ αμπελάκι. Φτάνοντας εκεί είδαν ότι όντως το αμπέλι είχε τα χάλια του. Τα χόρτα ήταν μέχρι ‘κει πάνω και δεν ξεμύτιζε ούτε κληματόβεργα. Θα τους έτρωγε ολόκληρη τη μέρα μέχρι να το καθαρίσουν. Ξεκίνησαν λοιπόν το τσάπισμα, ο Κούνελος κι ο Ποντικός, σφυρίζοντας και τραγουδώντας. Σε μια στιγμή λέει ο Ποντικός του Κούνελου: “Βρε κυρ-Κούνελε, σα να είδα την κυρα-Κουνέλα κοντά στο φράχτη πλάι στη βελανιδιά, δεν πας να δεις μήπως σε θέλει τίποτα;” “Πάω, πάω!” είπε ο κυρ-Κούνελος, και έφυγε πηδώντας προς τον φράχτη. Περιμένει λίγο ο ποντικός και “χλαπ” βουτάει μες στα κλήματα με τη μουσούδα του κι αρχίζει να μασουλάει τα τρυφερά βλασταράκια. Ώσπου να γυρίσει ο Κούνελος, ο Ποντικός είχε καταφέρει να φάει τρία ολόκληρα φυτά. Το βλέπει τούτο ο Κούνελος και λέει του Ποντικού: “Βρε Ποντικέ, κουζούλεψες; Τι μια μου λες πως βλέπεις την κυρά μου. Πάω και δεν είναι κανείς εκεί, πέρα απ’ τη βελανιδιά, που και να θέλει να φύγει δεν μπορεί. Και τώρα που γυρνώ, σαν να μου φαίνονται λιγότερα τα κλήματα από πριν.” “Μπα! Μάλλον μας χτύπησε ο ήλιος κομμάτι παραπάνω και παραζαλιστήκαμε κι οι δυο κυρ-Κούνελε!”, είπε ο Ποντικός και συμφώνησαν να συνεχίσουν με τη δουλειά τους. Έκαιγε ο καλοκαιριάτικος ήλιος και δροσιά διόλου. Λέει σε μια στιγμή ο Κούνελος στον Ποντικό, καταϊδρωμένος. “Για δες κυρ-Ποντικέ, εκεί προς το ρέμα, νομίζω, η κυρία Ποντικού, σε φωνάζει. Πήγαινε να δεις μήπως σε θέλει τίποτα σοβαρό.” Έτρεξε σα σφαίρα ο Ποντικός και λαχανιάζοντας έφτασε μέχρι το ρέμα, αλλά δε βρήκε κανέναν εκεί, εκτός απ’ το νερό που σιγανομουρμούριζε. Εν τω μεταξύ, ο Κούνελος, ξεδιψούσε τρώγοντας τρυφερά αμπελόφυλλα και βλαστάρια. Ώσπου να γυρίσει ο Ποντικός είχε καταφάει πέντε κλήματα! “Μάλλον έκανες λάθος, κυρ-Κούνελε, κανείς δεν ήταν στο ρέμα, πέρα απ’ το νερό φυσικά”, είπε ο Ποντικός και κοίταξε τριγύρω, “Σα λίγα τα βλέπω τα κλήματα κουμπάρε, μην έφαγες κανένα όσο έλειπα;” “Τώρα με προσβάλλεις κουμπάρε! Εγώ προηγουμένως που τα είδα πιο λίγα τα φυτά, ούτε που το σκέφτηκα ότι μπορεί και να τα ‘φαγες εσύ.” Και έτσι, λοιπόν, συνέχισαν ως το βράδυ. Ο ένας κορόιδευε τον άλλο πως τάχα κάποιος τον φώναζε από μακριά και μέχρι να γείρει ο ήλιος είχαν φάει όλο το αμπέλι και είχαν κόψει λίγα χόρτα. Στο τέλος το μόνο που απέμεινε ήταν μερικές κληματσίδες και τα περισσότερα χορτάρια που είχαν θεριέψει κι άλλο.
Αφού απόκαμαν απ’ τη δουλειά και απ’ το φαΐ, πήγαν να ξαποστάσουν κάτω απ’ τη βελανιδιά στη μάντρα για να δουν και τι δουλειά είχαν κάνει. Μόλις όμως είδαν το αμπέλι ίδιο κι απαράλλαχτο, αλλά και χωρίς ούτ’ ένα κλήμα, κοιτάχτηκαν και ντράπηκαν τόσο πολύ που για κάμποση ώρα δεν είπαν τίποτα αναμεταξύ τους. Τελικά, μίλησε ο κυρ-Κούνελος και είπε:
“Με συγχωρείς κυρ-Ποντικέ, γιατί ψέματα ήταν όταν σου ‘λεγα πως σ’ ήθελε κάποιος στο ρέμα. Το έκανα για να μασουλήσω κανένα αμπελόφυλλο χωρίς να με πάρεις χαμπάρι. Τώρα βλέπω πόσο κουτός ήμουνα.”
“Εμένα να με συγχωρείς κυρ-Κούνελε, που σου ‘λεγα ψέματα πως τάχα σε ζητούσε η κυρά σου. Το ‘κανα για να προλάβω να τραγανίσω στα κρυφά μερικές ριζούλες που μου έσπαγαν τη μύτη.”
Στο τέλος αφού ομολόγησαν ο ένας στον άλλον το κρίμα τους, συμφώνησαν πως:
“κούνελου και ποντικού αμπέλι,
πάντα αστέριωτο θα μένει”.»