Πώς να μιλήσεις; Και τι να πρωτοπείς; Αν θες ο λόγος σου να μην είναι φωνή αλλά ουσία, αν θες να παραπονεθείς, να καταγγείλεις ή να εκφράσεις δυσαρέσκεια, θυμό, απελπισία ή ακόμα κι αν στο μυαλό σου γεννιούνται γόνιμες προτάσεις, μπλοκάρει η θέλησή σου και συντρίβεται πάνω στο γρανιτένιο τοίχο της κοινωνικής πολιτικής και ηθικής σκληρότητας και αδιαλλαξίας.
Όταν ολομόναχος ψελλίζεις «δεν μπορώ πια», αυτός ο ψίθυρος δε φτάνει πουθενά. Κι αν γίνει κραυγή ένα πολύμορφο οργανωμένο σύστημα κοινωνικής ηχομόνωσης, θα υψωθεί και θα πνίξει το ουρλιαχτό της απελπισίας σου. Τόσο φανερή η αλήθεια, αλλά και τόσο απλησίαστη.
Ξέρεις πως σε κλέβουν, πως οι γύπες κομματιάζουν τη σάρκα της ανθρωπότητας.
Ξέρεις για τις μίζες, για τη διαφθορά, για την απληστία. Γνωρίζεις για τα μεγάλα φαγοπότια, τις νομιμοποιημένες συμμορίες.
Αντιλαμβάνεσαι την ψευτιά, την ολοφάνερη κοροϊδία. Είσαι σίγουρος για την τεράστια αδικία που χωρίζεις τους ανθρώπους σε ισχυρούς και αδύναμους. Βλέπεις παντού το απλωμένο χέρι του βουλιμικού δημόσιου υπαλλήλου, το λαίμαργο βλέμμα τού «φακελάκια».
Αντικρίζεις καθημερινά την απαξίωση του έντιμου ανθρώπου, διανύεις τουριστικά τα περιθώρια μιας ζωής όπου στοιβαγμένα είναι τα «απόβλητά» της, παιδιά ενός κατώτερου Θεού.
Γνωρίζεις ότι καθημερινά τα ψευδοπόδια του περιθωρίου εφορμούν στην «καθώς πρέπει» κοινωνία για να κλέψουν, να πιάσουν ομήρους, να πουλήσουν προστασία, να σκοτώσουν αδίστακτα. Νιώθεις την απαξίωση της ζωής, το φιλοσοφικό νόημα της κακίας και του μίσους από την έλλειψη αγάπης και αβασάνιστα καταφεύγεις στη δικαιολογία της τρέλας. Σα να μην έχει αυτή η τρέλα την κοινωνική της αιτία. Κι αν ακόμα ενοχοποιήσεις το «σάλεμα του νου» και πεις το δολοφόνο «σχιζοφρενή», ξεχνάς πως η αρρώστια κτίζεται από τα χαρακτηριολογικά στοιχεία της προσωπικότητας. Ο κακός άνθρωπος θα γίνει κακός σχιζοφρενής με σίγουρα αμυντικές, παρανοϊκές, δολοφονικές τάσεις και ο καλός άνθρωπος θα γίνει καλός σχιζοφρενής, θα αναπτύξει «μεσσιανικό» παραλήρημα, θα θελήσει να σώσει τον κόσμο.
Βλέπει, ακούς, ξέρεις, έχεις δει, έχεις ζήσει τη βρομιά παντού, στο σπίτι, στη γειτονιά, στην πόλη, στο χώρο εργασίας σου. Όμως σιωπάς ή ψελλίζεις. Και σιγά-σιγά το πέπλο της δειλής σιωπής καταβαίνει και σκεπάζει σα σάβανο τη ζωή σου.
Γιατί φοβάσαι. Επειδή «όσες αλήθειες αν θα πεις, τόσες φορές θα σταυρωθείς». Γιατί αν ζητήσεις βοήθεια μαρτυρίας από κείνους που ξέρουν μαζί σε σένα τη βρομιά, θα «την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια». Και θ’ ακούσεις το κλασσικό «μη με ανακατεύεις εμένα σ’ αυτά». Είσαι μόνος και αδύναμος να πεις την αλήθεια. Οργανωμένα συμφέροντα, χίλιες δολιότητες σκοπιμότητας και νόμιμες παρανομίες καρτερούν γύρω σου. Από κατήγορος γίνεσαι ξαφνικά συκοφάντης, κατηγορούμενος, κακόπιστος, μειώνεσαι, ταπεινώνεσαι, απαξιώνεσαι από κείνους που ξέρουν να θωρακίζουν την παρανομία τους με την ισχύ, το λόγο και το χρήμα. Ο άγραφος νόμος της σιωπής.
Αν μιλήσεις θα εξοντωθείς. Και εύσχημα θα σε «γδάρουν» με ατέλειωτες τυποποιημένες αναζητήσεις διευκρινίσεων, πώς και γιατί και «απόδειξέ το».
Απόδειξέ το, λοιπόν, ταλαίπωρε ιδεαλιστή. Αν μπορείς, φέρε τα «στοιχεία», αλλιώς είσαι χαμένος.
Ένας βόθρος που μυρίζει διάχυτα και συ πρέπει να αποδείξεις πως είναι όντως βόθρος, ώσπου η κοινωνία να αποδείξει ότι πρόκειται για θερμοκήπιο με τριανταφυλλιές.