Πέρασα δύσκολα τις τελευταίες μέρες. Λες κι όλοι οι κρουνοί του ουρανού είχαν ανοίξει. Σε κάτι τέτοιες φάσεις, στις ατέλειωτες ώρες των αναμονών και των παύσεων πραγματοποιούνται οι πιο ειλικρινείς κι οι πιο απροσχημάτιστοι απολογισμοί της ζωής.
Πέρασα δύσκολα τις τελευταίες μέρες. Λες κι όλοι οι κρουνοί του ουρανού είχαν ανοίξει. Σε κάτι τέτοιες φάσεις, στις ατέλειωτες ώρες των αναμονών και των παύσεων πραγματοποιούνται οι πιο ειλικρινείς κι οι πιο απροσχημάτιστοι απολογισμοί της ζωής. Ξαφνικά τα πράγματα ανακατατάσσονται μέσα σου κι αποκτούν διαφορετική σημασία. Κι αυτήν κρατούν συνήθως και στο μέλλον.
Έχουμε μια αγαπημένη συνήθεια: κάθε Σάββατο πίνουμε ούζα τα τελευταία χρόνια, στην ίδια πάντα ταβέρνα στην Καισαριανή. Η σταθερή παρέα και μια σειρά από γνωστούς γνωστών, ατάκτως ερριμένους κι ερωμένους στις ζωές μας. Πήγαμε και σήμερα, ύστερα από μια αιφνίδια περιπέτεια, που είχε ωστόσο, όπως φαίνεται, καλό τέλος.
Στο τρίτο καραφάκι είχαμε ξεχάσει τα πάντα κι ήμασταν αυτό για το οποίο σταθήκαμε τυχεροί: εμείς! Μαζί μας και το Μαράκι, η συμφοιτήτρια! Ένα κοριτσάκι κάτω των 25, δύο χρόνια παλιότερή μου στη σχολή, με την οποία γράφουμε μαζί τις απαλλακτικές εργασίες. Το Μαράκι στην υπόλοιπη παρέα και κυρίως στη Μάγδα μιλά στον πληθυντικό. Την έχει πάρει από φόβο. Θέλει να δώσει για ένα διατμηματικό μεταπτυχιακό και φοβάται μήπως την έχει καθηγήτρια. «Άσε, ρε, να τελειώσουμε και θα δώσουμε μαζί. Θα περάσουμε και θα μας αναλάβει η κυρία Μάγδα να μας μάθει γράμματα.» «Τη Μαρία να την έχω φοιτήτρια μπορεί. Εσένα ποτέ. Είμαι πολύ νέα για να είσαι φοιτήτριά μου!» «Γιατί, ρε; Κι η Εβίνα μού έκανε Λατινικά επιλογής δυο εξάμηνα, τι έπαθε;» «Την πλάκα της! Την έκανες και πέρασε κρίση ηλικίας με τους παλιμπαιδισμούς σου. Όποτε, μα όποτε με βλέπει, μία είναι η ατάκα: «Μα παλιά μου συμφοιτήτρια;» Είχε τρελαθεί η κοπέλα! «Αυτό θα της απαγορεύσω με ασφαλιστικά να το ξαναπεί. Άκου, Μαράκι, αυτές με ζηλεύουνε γιατί είμαι μικρή» «Ταυτότητα!»
«Γεννήθηκα μέσα στη δεκαετία τού εβδομήντα, εντάξει;» «Ναι, μόνο που λειτουργείς λες και γεννήθηκες στη δεκαετία τού ενενήντα!» «Είμαι λιονταράκι και μοναχοπαίδι, εντάξει;» «Κυρία Μάγδα, ξέρετε τι έκανε τη Δευτέρα; Περιμέναμε το ασανσέρ, είχε ένα εκεί, δεν έμπαινε, δεν άφηνε και τις άλλες να μπουν, τελικά μπήκα μόνο εγώ και μου φωνάζει να μείνω μέσα! Ακούτε λόγια! Οι άνθρωποι στο ασανσέρ γελούσανε.» «Α, πες μας ότι γελούσανε! Άκου γελούσανε!» «Αφού γελούσανε» «Δε μου λες, Μαράκι, ποιοι ήταν μέσα;» «Δε θυμάμαι, κυρία Μάγδα, μια κοπέλα κι ένας κύριος.» «Κύριος, τι κύριος;» «Δεν πρόσεξα, ένας κύριος που κατέβηκε ή στον πέμπτο ή στον έκτο!» «Πώς ήταν αυτός ο κύριος;» «Καλέ, δε θυμάμαι, σας λέω, δεν πρόσεξα μάλλον.» «Μαράκι, με το Βενσάν Κασέλ έμοιαζε;» «Τον άντρα τής Μόνικα Μπελούτσι!!! Όχι, κυρία Μάγδα, πού σας ήρθε;» «Μην το λες, όλο κι από κάπου θα μας μπήκε η ιδέα! Θα μας τον περιέγραψε κανείς έτσι! Ψάχνω κι εγώ ένα χρόνο να βρω, Βενσάν Κασέλ δε βρίσκω,» «Μμμ!» «Και ξερός, ακούς τι λέει το Μαράκι, χτεσινό παιδί;» «Το Μαράκι είναι στραβό!» «Ενώ εσύ λύκος στα σκοτάδια!» «Δηλαδή γελούσε;» «Ε, ναι!» «Δηλαδή αυτός ο άνθρωπος θα με τρελάνει, όχι!» «Γιατί;» «Δηλαδή είναι φοβερό.» «Τρίτο “δηλαδή”.» «Αυτά που ονειρεύομαι να κάνει, έναν ολόκληρο χρόνο τώρα, τα κάνει, αλλά όχι σε μένα. Δηλαδή - άσε μη μετράς, τέταρτο “δηλαδή” -, αν εμένα μου πει ποτέ “σας περιμένω”, θα πάω με γόνατο στο Βόρειο Πόλο.» «Ε, γι’ αυτό δε θα σου πει. Έχει καταλάβει ότι κόβεις φλέβα και σε χορεύει.» «Αμ, δε με χορεύει, άμα με χόρευε, δε θα γκρίνιαζα! Κι άσε τους χορούς, τραγουδάκια δηλαδή γιατί να μην του λέω; Πέμπτο “δηλαδή” ξέρω.» «Μα δεν είναι αυτό φλερτ περιωπής!» «Εμένα μ’ αρέσει, μ’ αρέσει να τον βλέπω να κινείται στο χώρο. Τον βλέπω και τα ξεχνάω όλα: δεν πάει να ανοίξουν όλοι οι κρουνοί του ουρανού! Λες και είμαι σε πυρηνικό καταφύγιο είμαι! Κι αυτό που με ζορίζει είναι πως είναι λίγο, ρε παιδί μου. Τριάντα επτά λεπτά κάθε εβδομάδα είναι ελάχιστα. Επί ένα χρόνο δε μαζεύω τίποτα ένσημα να πάρω καμμία προαγωγή;»