Παρακολουθώντας ένα πρόγραμμα αφιερωμένο στο τανγκό, ίσως τον πιο αισθησιακό και γεμάτο πάθος χορό όλων των εποχών, εκστασιάστηκα από την τέχνη και το συναίσθημα που έβγαζαν οι καλλιτέχνες.
Παρακολουθώντας ένα πρόγραμμα αφιερωμένο στο τανγκό, ίσως τον πιο αισθησιακό και γεμάτο πάθος χορό όλων των εποχών, εκστασιάστηκα από την τέχνη και το συναίσθημα που έβγαζαν οι καλλιτέχνες στη σκηνή. Απίστευτη ακρίβεια, απαράμιλλη εκφραστικότητα, άψογη τεχνική και ευρηματικές χορογραφίες, που, μέσα από τις φιγούρες, άφηναν να φανεί το ανεξέλεγκτο πάθος που βιώνει το χορευτικό ζευγάρι. Ο άντρας προτείνει και η γυναίκα διαλέγει. Τον ακολουθεί ή τον αρνείται. Εισβάλλει ο ένας στο είναι του άλλου, ανακατεύουν τα συναισθήματά τους και με τη δύναμη της ερωτικής έλξης που δημιουργείται ανάμεσά τους, κάνουν το χορό πιο ερωτικό. Δίχως άλλο θα πρέπει να είναι ο πιο αποκαλυπτικός χορός απ’ όσους δημιούργησαν οι άνθρωποι για να εκφράσουν την ουσία του ερωτικού πάθους.
Σαν χορός, το τανγκό γεννήθηκε προς το τέλος του 19ου αιώνα στις λαϊκές γειτονιές και περιθωριακές συνοικίες του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Με την εμφάνισή του, κι επειδή χορευόταν κυρίως στα πορνεία, προκάλεσε σκάνδαλο και έντονες διαμαρτυρίες από τους συντηρητικούς κύκλους. Το σφιχταγκάλιασμα του ζευγαριού, οι τολμηρές και άσεμνες φιγούρες με τις έντονες αισθησιακές κινήσεις, σκανδάλιζαν τα ήθη της εποχής, με αποτέλεσμα να απαγορευτεί αναγκάζοντας τα ζευγάρια να χορεύουν σε απόκρυφα μέρη. Ωστόσο, αυτή η απομόνωση βοήθησε ώστε να κάνει πιο έντονη τη δύναμη του συναισθήματος και της μελωδίας, δημιουργώντας γύρω απ’ αυτό ένα μύθο.
Μπορεί το ταγκό να γεννήθηκε στους κακόφημους οίκους ανοχής και στα σκοτεινά δρομάκια του Μπουένος Άιρες, αλλά δεν άργησε πολύ να εισέλθει στα λαμπερά και πολυτελή σαλόνια της αστικής τάξης που μέχρι τότε αντιστεκόταν στη γοητεία του, μιας και το αντιμετώπιζαν σαν προϊόν πορνείων. Με τα χρόνια θα γίνει γνωστό και θα κερδίσει τους αστούς του Παρισιού στην αρχή και στη συνέχεια την Ευρώπη και τον κόσμο. Τότε, στη μουσική και στο χορό, οι άνθρωποι αναζητούσαν παρηγοριά στα προβλήματα και το τανγκό, αυτή «η θλιμμένη σκέψη που χορεύεται» ενσάρκωνε την κουλτούρα της θλίψης. Κι όπως έλεγε ο Χοσέ Γκομπέζο: «Το τανγκό δε βγήκε για να υμνήσει αυτά που κατέχει κάποιος, αλλά εκείνα που έχει χάσει.»
Εν τω μεταξύ έχει επιφέρει μια επανάσταση στις κοινωνικές συνήθειες. Εξελίσσεται, όπως ήταν φυσικό, και στη σύγχρονη μορφή του πια, μεταλλάσσεται σε ομορφιά, σε μουσική, σε τραγούδι, σε συνάντηση και συνομιλία σωμάτων… Σε μια μυσταγωγία για δύο όπου συντηρείται το παιχνίδι της αμοιβαίας γοητείας που δε νοείται χωρίς αμοιβαία έλξη. Γι’ αυτό και το σαγηνευτικό έντονο μακιγιάζ, τα σχιστά φορέματα στη γυναίκα και η μπριγιαντίνη, το κοστούμι και το γιλέκο… στον άντρα, βοηθούν ώστε να μετατρέπεται σ’ έναν πρόλογο ερωτικής σχέσης... «Είναι μια φωτιά» αναφέρει ο διάσημος χορευτής και χορογράφος Gustavo Russo. «Αυτή η φωτιά γεννιέται από τον εσωτερικό διάλογο των δύο αρχέγονων χορευτών, από το ανεξέλεγκτο πάθος ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα. Είναι η φωτιά που δημιουργεί τη σαγήνη του.»
Δεν ξέρω αν είναι από τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες μου, ή από τα απωθημένα μου, ή απλά επειδή δεν είχα την τέχνη - γιατί τέχνη και πάθος χρειάζεται για να χορέψει κάποιος τανγκό - παρ’ ότι λατρεύω τη μουσική, δεν έμαθα να το χορεύω ποτέ. Και τώρα, κάθε φορά που βλέπω ένα ζευγάρι να το χορεύει, το χαίρομαι και το θαυμάζω. Και πώς να μην το θαυμάσεις όταν ακούς γνωστούς αργεντίνικους ρυθμούς και ήχους από μπαντονεόν, βιολί και σαξόφωνο να εκφράζουν ανθρώπινα συναισθήματα που είναι κοινά, ανεξαρτήτως κουλτούρας και απορρέουν από αυτό ακριβώς το πάθος. Το πάθος του έρωτα αλλά και της απόρριψης. Της αποτυχίας, του αποχωρισμού και της χαμένης ελπίδας… Καταστάσεις που συναντάμε και στην πορεία της ζωής μας. Γιατί έτσι είναι και το τανγκό όπως και η ζωή.