«Κάθε σπίτι έχει μέσα Καμαρό…»

01/07/2012 - 05:56
Ο Δημήτρης Καμαρός, ο παλιότερος σήμερα ξυλογλύπτης της Αγιάσου, μας μιλάει για το πώς ξεκίνησε να μαθαίνει την παραδοσιακή αυτή τέχνη του χωριού του στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου, αλλά και για το πώς έφτασε να απασχολεί προσωπικό στο εργαστήρι του, δίνοντας ευκαιρία σε πολλούς νέους.
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ

Το «Ε» με το Δημήτρη Καμαρό, το φημισμένο ξυλογλύπτη της Αγιάσου


Η τέχνη που έχει αναπτύξει δουλεύοντας το ξύλο, έχει ξεφύγει εδώ και χρόνια από τα όρια της Αγιάσου και της Λέσβου και έχει φτάσει ακόμη και σε μακρινές χώρες του εξωτερικού. Ο Δημήτρης Καμαρός, ο παλιότερος σήμερα ξυλογλύπτης της Αγιάσου, σε ηλικία 77 ετών συνεχίζει, αν και έχει βγει στη σύνταξη, να κατασκευάζει πραγματικά έργα τέχνης από ξύλο. Μας μιλάει για το πώς ξεκίνησε να μαθαίνει την παραδοσιακή αυτή τέχνη του χωριού του στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου φτιάχνοντας το πρώτο του ξυλόγλυπτο με ένα μαχαίρι, αλλά και για το πώς έφτασε να απασχολεί προσωπικό στο εργαστήρι του, δίνοντας ευκαιρία για απασχόληση σε πολλούς νέους του νησιού. Στο πλάι του πάντα, ο γιος του Μπάμπης, που ακολούθησε την τέχνη του πατέρα του και την εξελίσσει και ο ίδιος.

«Δεν είμαι λάτρης της παράδοσης με τη στενή έννοια του όρου», είχε αναφέρει σε αφιέρωμα του National Geographic για την τέχνη της ξυλογλυπτικής στο χωριό του, πριν από κάποια χρόνια, ο Δημήτρης Καμαρός. «Έχοντάς την όμως ως σημείο αναφοράς, μπορούμε να τη μετασχηματίσουμε σε κάτι λειτουργικό και καινούργιο…»
Γεννήθηκε το 1934 στην Αγιάσο, το χωριό των γονιών του, Χαράλαμπου και Αρτεμισίας. Λόγω του πολέμου, τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, ενώ ο κατά 12 χρόνια μικρότερος αδελφός του πέθανε σε ηλικία μόλις 12 ετών.
Τόσο ο πατέρας του, όσο και ο παππούς του, ήταν υλοτόμοι. Με την αποχώρηση των Γερμανών, συνεταιρίστηκαν μαζί με άλλους συγχωριανούς τους και όλοι μαζί αγόρασαν κάποια στρέμματα του δάσους της Αγιάσου για να τα εκμεταλλευτούν για υλοτόμηση, αφού την εποχή εκείνη γνώριζε μεγάλη ανάπτυξη η κατασκευή καϊκιών. Το απόθεμα ξυλείας από καστανιά, καρυδιές, λεύκες και άλλα ξύλα που δημιούργησαν και πουλούσαν, τόσο στην Αγιάσο όσο και στο παράρτημα που είχαν ανοίξει στη Μυτιλήνη, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Συμεών, τους βοηθούσε να τα βγάλουν πέρα με τις καθημερινές ανάγκες της ζωής τους.


Η οικογένεια Ματζουρέλλη, από την πλευρά της μητέρας του. Η Αρτεμισία Καμαρού μπροστά, με τις βράκες (αριστερά). Ο πεθερός του, Γιώργος, δουλεύοντας το ξύλο (δεξιά)

Τα πρώτα βήματα

Το 1946, όταν τελείωσε το δημοτικό ο Δημήτρης Καμαρός, τέθηκε το δίλημμα στην οικογένειά του για το εάν θα έπρεπε να πάει στο γυμνάσιο, που λειτουργούσε με δίδακτρα και στο χωριό του. Παράλληλα, οι αδελφοί Λημναίου, ξυλουργός ο ένας και ξυλογλύπτης ο άλλος, που είχαν το εργαστήρι τους στη Μυτιλήνη, προσφέρθηκαν να του μάθουν την τέχνη τους.
«Το πρώτο μου έργο, το έκανα με ένα μαχαίρι», θυμάται ο ίδιος. «Μου είχε σηκώσει… τα μυαλά και η γιαγιά μου, αφού ο πατέρας της ήταν κι αυτός ξυλογλύπτης και συμφωνήσαμε να πάω εκεί και να παρακολουθήσω μαθήματα. Μας πρόλαβε όμως ο Εμφύλιος και ήρθαν άλλες… ανωμαλίες. Δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα, θα έπρεπε να μείνω στη Μυτιλήνη και ο πατέρας μου ανησυχούσε…»
Ένας γείτονάς τους στην Αγιάσο, μαραγκός, πρότεινε να του μάθει αυτός την τέχνη του. Πέθανε όμως μετά από τρεις μήνες και έτσι ούτε αυτό το σχέδιο προχώρησε. Τύχη δεν είχε ούτε στην επόμενη προσπάθειά του, να μαθητεύσει με τον αδελφό του τελευταίου, ο οποίος φάνηκε τελικά πως ήθελε απλώς ένα παιδί για τα… θελήματα. Τελικά, για έναν περίπου χρόνο δούλεψε αφιλοκερδώς δίπλα σε κάποιον άλλο συγχωριανό του μάστορα, βοηθώντας τον στην κατασκευή ενός σπιτιού, για να καταλήξει τελικά στο μαγαζί του πατέρα του.
«Για το χωριό ήμουν το “Μητρέλλι”», λέει. «Ό,τι ήθελαν να κάνω, το έκανα. Άλλος ένα παράθυρο σπασμένο, μια κρεβατή, τσόκαρα, κρεμάστρες, σκάφες, όργανα. Ό,τι έπιανα σε κάθε ξύλο, ήθελα να κάνω και δύο σκαρπιλιές επάνω.»


Ο Δημήτρης Καμαρός σε μικρή ηλικία, με τη γιαγιά του και μια συγχωριανή τους (αριστερά). Το σκηνικό από τους «Κουρσάρους» στο Αγιασώτικο Καρναβάλι, κατασκευή του ίδιου (δεκαετία τού ’70) (δεξιά)

Η «χρυσή» περίοδος
Δούλεψε μόνος του πολλά χρόνια, άρχισε να κάνει δουλειές και για εκκλησίες και για πολλά σπίτια, αφού ο κόσμος τον προτιμούσε σιγά - σιγά από άλλους μαστόρους. Το 1949 άνοιξε το δικό του μαγαζί και το 1952 κατασκεύασε τα πρώτα του έπιπλα, επισκευάζοντας παράλληλα παλιά έπιπλα συγχωριανών του. Επιστρέφοντας από φαντάρος, θέλησε να φύγει στη Θεσσαλονίκη, ο πατέρας του όμως, πληγωμένος από το θάνατο του αδελφού του, δεν ήθελε να τον αποχωριστεί και ανέλαβε να του βρει ένα καινούργιο μαγαζί.
Το 1958 παντρεύτηκε και άρχισε να δουλεύει μαζί με τη σύζυγό του, Γιαννούλα, για να τα φέρνουν βόλτα. Σε δύο χρόνια είχε αγοράσει και το απέναντι μαγαζί και άρχισε να κατασκευάζει τα πρώτα αποκλειστικά ξυλόγλυπτα έπιπλα και τα πρώτα εκκλησιαστικά, φτιάχνοντας μια σειρά από καρέκλες για την εκκλησία της Παναγιάς της Αγιάσου.
Με τα χρόνια, οι δημιουργίες του άρχισαν να αποκτούν το δικό τους, ξεχωριστό στυλ. Το 1974 κατάφερε να αποσπάσει υποτροφία για σπουδές στη Σουηδία από τον ΕΟΜΜΕΧ, η κρίση όμως του Κυπριακού και η ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν του επέτρεψαν να πάει.


Ο πατέρας του, Χαράλαμπος, υλοτομεί στο δάσος της Αγιάσου (αριστερά). Με συγχωριανούς του και τους γνωστούς ηθοποιούς της εποχής Μίμη Φωτόπουλο και Ντίνο Ηλιόπουλο, σε παράσταση που είχε ανέβει στο Σανατόριο της Αγιάσου μέσα στη δεκαετία τού ’50. Ο ίδιος (στο βάθος) είχε βοηθήσει στα σκηνικά (δεξιά)

Από τότε άρχισε ωστόσο να συμμετέχει σε διάφορα προγράμματα μαθητείας τού ΕΟΜΜΕΧ και της ΝΕΛΕ, παίρνοντας δίπλα του πολλούς μαθητευόμενους νέους, αρκετοί από τους οποίους άνοιξαν στη συνέχεια τα δικά τους εργαστήρια. Το 1981 μετέτρεψε την ατομική του επιχείρηση σε ομόρρυθμη εταιρεία, επιλέγοντας για βασικούς του συνεργάτες δύο από τους μαθητές του.
Η δεκαετία τού ’80 ήταν η περίοδος πραγματικής άνθισης για την τέχνη του Δημήτρη Καμαρού, αφού η φήμη του άρχισε να εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα και διάφοροι οργανισμοί προωθούσαν τα έργα του στο εξωτερικό. Η ζήτηση για τη δουλειά του ήταν τόσο μεγάλη, που έφτασε να απασχολεί δεκάδες εργαζομένους, δίνοντας ευκαιρίες απασχόλησης σε νέους του χωριού του. Αφορμή για την εξάπλωση της φήμης του εκτός Λέσβου ήταν η νοσηλεία του πατέρα του για έμφραγμα στο Νοσοκομείο της Μυτιλήνης, οπότε και έφτιαξε ένα σκαλιστό μπαούλο για να ευχαριστήσει το γιατρό που τον φρόντισε. Στη συνέχεια, άλλοι γιατροί του Νοσοκομείου άρχισαν να παραγγέλνουν έργα του, που έφτασαν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
«Τόσο πολύ ήθελε τα έργα μου ο κόσμος, που μπορεί να περίμενε και δύο χρόνια για να του τα φτιάξω», λέει περήφανος ο Δημήτρης Καμαρός.


Ο Δημήτρης Καμαρός, σε νεαρή ηλικία, στην Αγιάσο (αριστερά). Εν ώρα εργασίας, αρκετά χρόνια πριν (δεξιά)

Από πατέρα σε γιο…

Παρ’ όλο που το 1996 συνταξιοδοτήθηκε, παππούς με πέντε εγγόνια πλέον, ο Δημήτρης Καμαρός συνεχίζει να ασκεί με αγάπη και μεράκι την τέχνη του. Την επιχείρηση έχει αναλάβει σήμερα ο γιος του, Μπάμπης, που από φοιτητής ακόμη δούλευε στο πλευρό του πατέρα του. Έχοντας τελειώσει Βιολογία και μη έχοντας καταφέρει να διοριστεί για πολλά χρόνια, επέστρεψε τελικά μόνιμα στο χωριό του και κράτησε την οικογενειακή δουλειά, που αγαπούσε και ο ίδιος και η οποία, ως επιχείρηση, αποτελείται σήμερα από 10 συνολικά άτομα. «Παρ’ όλο που δύσκολα παιδιά συνεργάζονται με τους γονείς του, εμείς έχουμε άψογη συνεργασία και αυτό οφείλεται και στο ότι ο ίδιος ο πατέρας μου είναι πολύ δεκτικός και ακούει πάντα και τη δική μου γνώμη», λέει ο Μπάμπης Καμαρός.
Έργα του Δημήτρη Καμαρού κάθε είδους, από έπιπλα οικιακής χρήσης, τραπέζια, καρέκλες, πολυθρόνες, κρεβάτια κ.ά., μέχρι τέμπλα, δεσποτικοί θρόνοι, παγκάρια και προσκυνητάρια, βρίσκονται σήμερα στη Γερμανία, την Ιαπωνία, ακόμη και τη Ζιμπάμπουε, αλλά και στο Προεδρικό Μέγαρο της χώρας και στο ναό Αγίου Γεωργίου στο Πατριαρχείο της Χάλκης. Έλληνες πολιτικοί, όπως ο Κωστής Στεφανόπουλος, ο Κάρολος Παπούλιας, η Ντόρα Μπακογιάννη και ο Κώστας Καραμανλής, έχουν επίσης κατασκευές του, κυρίως τα περίφημα τάβλια του.


Με τη σύζυγό του, Γιαννούλα (αριστερά). Μαζί με το γιο του, Μπάμπη, στο εκθετήριό τους στην Αγιάσο (δεξιά)

Έχει επίσης κατασκευάσει το ξύλινο παραδοσιακό σαχνισίνι στο σπίτι του Νίκου Σηφουνάκη στην Αγία Μαρίνα της Μυτιλήνης. «Τα ονόματα των πολιτικών είναι τόσο πολλά, που ούτε εγώ δε θυμάμαι πόσοι είναι», λέει ο ίδιος. Πολλά είναι και τα δημοσιεύματα για την τέχνη του, ενώ μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο αφιέρωμα του έγινε από την εφημερίδα «Έθνος».
Για τον ίδιο, τα πιο σημαντικά έργα που έχει κάνει ήταν ο βαρύς ξυλόγλυπτος πολυέλαιος που έφτιαξε για την εκκλησία της Παναγιάς του χωριού του, αλλά και η ανακαίνιση της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής, που είχε αναλάβει. Πέρα από αυτό, έχει βοηθήσει για την κατασκευή του Λαογραφικού Μουσείου του Αναγνωστηρίου, με ξύλινες κούκλες που κατασκεύασε και αναπαριστούν παλιούς τεχνίτες. Έχει βοηθήσει και στο Καρναβαλικό Μουσείο, άλλωστε για χρόνια κατασκευάζει τα σκηνικά για το Καρναβάλι της Αγιάσου.
Ειδικότητά του, ωστόσο, το τάβλι. Το εσωτερικό του είναι από μασίφ, ελιά, καρυδιά, λεύκα και μαόνι. Σημαντικοί είναι και οι σκαλιστοί πίνακες που φτιάχνει και στη συνέχεια σκαλίζει, αναπαριστώντας παραδοσιακές δραστηριότητες του χωριού, όπως το λιομάζωμα ή οι περίφημες κομπανίες της Αγιάσου. Αλλά και τα ρολόγια του, τόσο δαπέδου, όσο και κρεμαστά. Στόχος του πάντα, να αναδεικνύει το παραδοσιακό στυλ, για να διαφέρουν τα έργα του από όλα τα άλλα.


Με τέσσερα από τα εγγόνια του

Και μπορεί πλέον τα οικονομικά του κόσμου να είναι δύσκολα, όλοι όμως συνεχίζουν να θαυμάζουν την τέχνη του και να τον επαινούν γι’ αυτήν, τόσο τον ίδιο, όσο και το γιο του. Δεν είναι τυχαίο το ότι επισκέπτες του νησιού που πηγαίνουν και στην Αγιάσο, γνωρίζουν ήδη την ύπαρξη του εργαστηρίου του και τον αναζητούν, ενώ οι περισσότεροι θα αγοράσουν κάτι μόνο για να λένε πως έχουν αποκτήσει μια δική του δημιουργία. Οι ίδιοι οι συγχωριανοί του, επώνυμοι και ανώνυμοι, δεν παραλείπουν να τονίσουν την ιδιαιτερότητα της τέχνης του.
«Κάθε σπίτι έχει μέσα Καμαρό. Είμαι πολύ ευχαριστημένος, γιατί μπόρεσα να κάνω κάτι για το χωριό μου. Αν δεν το είχα ξεκινήσει εγώ, δε θα υπήρχε σήμερα όλη αυτή η παράδοση του ξύλου. Έδωσα ένα νησιώτικο στυλ σε αυτό που είχε πηγάσει από την αγιασώτικη καρέκλα. Όσοι ακολούθησαν, ακολούθησαν εμένα. Ακόμη και ο συγχωρεμένος ο Νίκος ο Λημναίος ήταν πολύ καλός, αλλά κανείς από τους δυο μας δεν μπορούσε να κάνει τη δουλειά του άλλου. Εγώ ακολουθούσα αυτό που ήθελε ο κόσμος», λέει σήμερα. «Ήταν πολλοί που με κατέκριναν και έλεγαν πως τα φτιάχνω σε μηχανήματα, αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια και στον κόσμο άρεσε. Πολλές φορές βλέπω έργα μου και αναρωτιέμαι, “εγώ το έκανα αυτό;”. Και πάντα προσπαθούσα να δουλεύω ντόπιο ξύλο, να ενισχύσω τους ντόπιους παραγωγούς. Όλα είναι έτσι, μια αλυσίδα. Μακάρι να υπήρχαν ακόμη και όλες οι άλλες παλιές τέχνες της Αγιάσου…»
 
Διαθέσιμο ηλεκτρονικό κατάστημα

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey