Σήμερα το «Ε» φιλοξενεί τη Φλώρα Αντωνοπούλου, ιδρυτικό μέλος της Πολιτιστικής Παρέμβασης «Πάραλος», που μας μιλάει για τη μεγάλη αγάπη της για το χορό αλλά και για όσα την περιβάλλουν - μουσική, στολές, άνθρωποι.
Σήμερα το «Ε» φιλοξενεί τη Φλώρα Αντωνοπούλου, ιδρυτικό μέλος της Πολιτιστικής Παρέμβασης «Πάραλος». Με καταγωγή από τη Μυτιλήνη και την Πελοπόννησο, η υπεύθυνη διδασκαλίας παραδοσιακών χορών της «Παράλου» επέστρεψε μετά από χρόνια απουσίας στη Λέσβο, όπου εδώ και πολλά χρόνια μεταδίδει και σε άλλους τη μεγάλη της αγάπη για το χορό. Για την αγάπη αυτή, αλλά και για όσα την περιβάλλουν - μουσική, στολές, άνθρωποι - μας μιλάει σήμερα.
Φλώρα, πότε ξεκίνησες να χορεύεις; Έκανες μαθήματα και στη Μυτιλήνη;
«Με το χορό ασχολούμαι από παιδί. Είχα παρακολουθήσει μαθήματα στο Σύλλογο Κυριών Λέσβου, με υπεύθυνη την κ. Βλάχου, και μετά για κάποια χρόνια ήμουν στο Σύλλογο “Αρίων”, με υπεύθυνο τον κ. Λιάκατο. Τα πιο πολλά τα έμαθα, ωστόσο, στην Αθήνα, όταν πέρασα εκεί ως φοιτήτρια και είχα τη δυνατότητα να δω πολλά χορευτικά, πέρα από τα ντόπια τα μυτιληνιά. Ήμουν στο χορευτικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και σε διάφορους άλλους συλλόγους, όπως Ανατολικής Ρωμυλίας ή Ποντίων. Στη συνέχεια έκανα και μια δικιά μου σχολή χορού για λίγα χρόνια.»
Τι σε τραβούσε στο χορό;
«Μου αρέσει ο χορός γενικά. Με τα παραδοσιακά ασχολήθηκα γιατί μόνο αυτή την ευκαιρία είχα από μικρή. Τώρα, ευτυχώς, με την “Πάραλο” μου έχει δοθεί η ευκαιρία και κάνω και άλλα πράγματα, όπως οι φολκλορικοί χοροί από άλλες χώρες.»
Πότε επέστρεψες εδώ και πώς ξεκίνησε η «Πάραλος»;
«Επέστρεψα στη Μυτιλήνη το 1998, έχοντας περάσει τα μισά μου χρόνια εδώ και τα μισά στην Καλαμάτα και στην Αθήνα. Αρχικά ανέλαβα για τέσσερα χρόνια το Σύλλογο “Ορφέας” του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Η “Πάραλος” δημιουργήθηκε το Δεκέμβριο 2002. Θέλαμε να φτιαχτεί ένας θεσμός που να ασχολείται με διάφορες εκφάνσεις του πολιτισμού, ξεκινώντας από το λαϊκό πολιτισμό και από ό,τι άλλο θα μπορούσε να προκύψει από το ενδιαφέρον των ατόμων, από συγκυρίες, από συνεργασίες κ.λπ.».
Αντιμετωπίσατε δυσκολίες στην αρχή;
«Αρχικά ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα, δε μας ήξερε κανείς, είχαμε πολύ λίγο κόσμο. Ευτυχώς, όμως, αυτός ο “ελάχιστος κόσμος” ήταν… φανατικός. Εμείς θέλαμε να δείξουμε τη διαφορετικότητα, γιατί βλέπαμε πως υπάρχει μια σοβαρή έλλειψη στη Λέσβο: τα εδώ χορευτικά ασχολούνται μόνο με τους ντόπιους χορούς και ο κόσμος δε γνώριζε χορούς άλλων περιοχών της Ελλάδας, π.χ. της Θράκης ή ποντιακούς χορούς. Υπήρχε μεγάλη άγνοια και θέλαμε να δείξουμε ότι όλα αυτά είναι εξίσου αξιόλογα με τα ντόπια και ότι η ομορφιά είναι στην ποικιλία και όχι στη μονομερή αντιμετώπιση των χορών. Πρέπει να δεις πρώτα των άλλων και μετά να δεις και τα δικά σου σε αυτό το πλαίσιο και συγκριτικά.»
Χορεύοντας «άλλους» χορούς
Σε αντίστοιχο ευρύτερο πλαίσιο μπήκαν, φαντάζομαι, και οι παραδοσιακοί χοροί άλλων χορών.
«Ακριβώς. Το τμήμα αυτό ξεκίνησε συνειδητοποιώντας ότι υπάρχουν πολλοί μετανάστες γύρω μας, μουσικοί και χορευτές. Καταλάβαμε ότι ο πολιτισμός αυτών των ανθρώπων πρέπει να βγει προς τα έξω και ότι για εμάς είναι πολύ ευτυχής συγκυρία το ότι μπορούμε να γνωρίσουμε κάποια πράγματα. Νιώθαμε πως θα έπρεπε να γίνει μια ένταξή τους πρώτα απ’ όλα πολιτιστική και μετά σε όποιο άλλο επίπεδο. Με αυτό το σκεπτικό ξεκινήσαμε. Μας άρεσαν πολύ τα πράγματα που είδαμε, ήταν και η πρώτη φορά που είχαμε τη δυνατότητα να τα δούμε από τόσο κοντά, πέρα από τα διάφορα φεστιβάλ που είχαμε παρακολουθήσει. Ασχοληθήκαμε, ωστόσο, και με χώρες από τις οποίες δεν έχουμε υποχρεωτικώς μέλη, αφού όλο αυτό είναι μια “αγκαλιά”, στην οποία αν μπεις, δεν μπορείς να σταματήσεις λέγοντας “αυτό μου αρκεί”.»
Τι ανταπόκριση είχε το συγκεκριμένο τμήμα;
«Πολύ καλή. Συνεργαζόμαστε με επτά περίπου χορευτές και μουσικούς από άλλες χώρες. Στην αρχή τούς προσεγγίσαμε σχεδόν τυχαία, αλλά στην πορεία εμφανίστηκαν και άλλοι. Αυτό που είναι εξαιρετικά θετικό, είναι πως είναι και οι ίδιοι “φανατισμένοι” με τους ελληνικούς χορούς και οι Έλληνες χορευτές με τους δικούς τους. Νομίζω ότι πλέον δε γίνεται καν στο μυαλό τους ο διαχωρισμός, π.χ. ελληνικού και αφγανικού χορού, αλλά ότι είναι απλά χορός και περνάμε καλά. Και νομίζω ότι τους έχει βοηθήσει πολύ στην καλύτερη ένταξή τους στην κοινωνία, αφού γνωρίζονται με άλλο κόσμο και οι ντόπιοι δεν τους αντιμετωπίζουν ως κάτι “διαφορετικό”.»
Δεν έχεις αμφιβολίες για το εάν γίνεται σωστή διδασκαλία των συγκεκριμένων χορών;
«Ως υπεύθυνη διδασκαλίας, η γνώμη μου είναι πως δεν μπορούμε να είμαστε ακριβείς ούτε στους ελληνικούς χορούς ούτε ακόμη στους μυτιληνιούς. Και αυτό για τον απλό λόγο ότι ασχολούμαστε με ένα είδος που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “μουσειακό”, με την έννοια ότι τα περισσότερα από αυτά τα στοιχεία εξέφραζαν παλιότερους τρόπους ζωής και κοινωνικές δομές, που έχουν πλέον εκλείψει. Η ακρίβεια είναι κάτι που αρμόζει σε μια μελέτη λαογραφική, στους ακαδημαϊκούς κύκλους κ.λπ.. Από εκεί και πέρα, αυτό που θέλουμε εμείς να φανεί είναι το ζωτικό κομμάτι του πράγματος, χωρίς να φτάνουμε σε σημείο να αλλοιώνουμε τις αρχικές μορφές. Ωστόσο, επειδή οι χοροί αυτοί χρησιμοποιούνται και για παράσταση, γίνονται κάποιες προσαρμογές για να υπάρξει κάποια πιο ελκυστική σκηνική παρουσία. Χωρίς να είναι πιστή αναπαραγωγή μεν, αλλά με σεβασμό στο αυθεντικό ύφος και ήθος: μια καλλιτεχνική αποτύπωση.»
Όπως η αναπαράσταση του «Μυτιληνιού Γάμου», που παρουσιάσατε πρόσφατα και στο Θέατρο «Δόρα Στράτου» στην Αθήνα;
«Ναι, ήταν ένα δρώμενο που παρουσιάσαμε συνολικά, με κίνηση, χορό, τραγούδι και όργανα. Είναι ένα έθιμο που γίνεται ακόμη και σήμερα σε ορισμένες περιοχές του νησιού.»
Επιλέγοντας χορούς και στολές…
Οι χορογραφίες έχουν πολλή προετοιμασία και εκτός μαθήματος;
«Ναι, μια χορογραφία έχει πολλή δουλειά. Ειδικά όσες βλέπω από βίντεο, θέλουν πολλή προετοιμασία για να προσαρμοστούν στις δυνατότητες της ομάδας και τις ενδυματολογικές δυνατότητες.»
Οι στολές πώς επιλέγονται;
«Έχουμε κάποιο βεστιάριο με ελληνικές και ξένες στολές. Οι ελληνικές είναι ραμμένες πολύ πιστά στα αυθεντικά ρούχα, οι ξένες, επειδή εξυπηρετούν άλλες ανάγκες, είναι κυρίως με βάση κοστούμια θεατρικά, είτε για να βολεύουν στην κίνηση είτε επειδή δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα. Αυτό που έχει ενδιαφέρον, είναι πως αν ψάξει κανείς και προσέξει και τις παραστάσεις μας, θα δει ότι πολλά μέρη έχουν παρόμοιες ή και ίδιες στολές, με παραλλαγή μόνο στα αξεσουάρ. Αυτό ίσχυε και για τις ελληνικές στολές, πιο παλιά όμως. Από την έρευνα που έχω κάνει, φαίνεται πως ο διαχωρισμός στις φορεσιές από περιοχή σε περιοχή της Ελλάδας άρχισε να ισχύει μετά το 19ο αιώνα. Μέχρι τότε, υπήρχαν πολλές ομοιότητες στις φορεσιές σε όλη την Ελλάδα, εκτός από κάποια ρούχα που ήταν καθαρά χρηστικά, όπως π.χ. οι βράκες στα νησιά.»
Πόσο σίγουροι μπορείτε να είστε για την ομοιότητα των στολών;
«Όπως και με τους χορούς, δεν μπορείς να είσαι απόλυτα σίγουρος ούτε με τις στολές. Στην προσπάθειά μας να είμαστε συνεπείς, για παράδειγμα στο θέατρο “Δόρα Στράτου” που παρουσιάσαμε το “Γάμο”, αποφασίσαμε να τον τοποθετήσουμε γύρω στα 1900, όταν η Μυτιλήνη είχε… βρακοφορεθεί και χρησιμοποιώντας αστικό φόρεμα για το νυφικό. που μας παραχώρησε ο ΦΟΜ, αλλά και για τις άλλες γυναικείες φορεσιές.»
… αλλά και συνεργάτες
Το μουσικό συγκρότημα της «Παράλου» συνοδεύει πάντα το χορευτικό; Πώς επιλέγετε τους συνεργάτες σας;
«Υπήρχαν πάντα γύρω μας μουσικοί. Αποφεύγουμε να κάνουμε εμφανίσεις με μουσική από CD, παρά μόνο σε περιπτώσεις που είναι πολύ αυστηρή η χορογραφία ή είναι πολύ δύσκολη η απόδοση, γιατί δεν έχουμε τα κατάλληλα όργανα. Θέλουμε όμως να παίζουμε ζωντανά, όπως και χορεύουμε ζωντανά. Τους μουσικούς μας θα έλεγα πως τους επιλέγουμε “καρδιακά”. Για εμένα, το κριτήριο για αυτήn τη συνεργασία είναι πρώτα απ’ όλα το να υπάρχει μια σύμπνοια και συνεννόηση και μετά οι τεχνικές γνώσεις. Είναι ευτυχής συγκυρία το ότι έχουν βρεθεί άτομα με τα οποία επικοινωνούμε πολύ καλά.»
Πώς είναι το κλίμα μέσα στην ομάδα;
«Εξαιρετικό. Εγώ δε νιώθω ότι κάνω μάθημα, αλλά ότι πάω σε μια γιορτή. Και νομίζω πως το ίδιο νιώθουν και οι υπόλοιποι, αφού πρώτα είμαστε παρέα και μετά είμαστε χορευτές. Αυτό είναι για μένα το πιο μεγάλο μας επίτευγμα. Η παράσταση είναι μερικές μέρες το χρόνο. Η καθημερινότητα, όμως, είναι πιο σημαντική.»
Φαίνεται, πάντως, πως όλη αυτή η προσπάθεια είναι κάτι που πιστεύεις πολύ.
«Για μένα ο χορός είναι λόγος ύπαρξης. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς αυτή την ενασχόληση και αυτό το ένιωθα από πάντα. Νομίζω ότι έχει να προσφέρει πάρα πολλά σε έναν άνθρωπο, πιο πολύ ψυχολογικά παρά σωματικά. Μαθαίνεις να πειθαρχείς πρώτα στον εαυτό σου και μετά να είσαι μέρος ενός συνόλου. Υπάρχει, όμως, μια μαγεία μεταξύ πειθαρχίας και αυτοσχεδιασμού και νομίζω ότι είναι πάρα πολύ καλό για έναν άνθρωπο που ζει με τους σημερινούς ρυθμούς και το άγχος ή έχει οποιαδήποτε προβλήματα κοινωνικής ένταξης. O χορός φέρνει μια καλή εξισορρόπηση και γι’ αυτό πιστεύω ότι έχουμε και τόσο “φανατικούς” χορευτές. Εμένα προσωπικά με βοηθάει πάρα πολύ.»
Τα σχέδια του χειμώνα
Ποια είναι τα σχέδια του χορευτικού για το φετινό χειμώνα;
«Θέλουμε να πάμε στο “Ομήρειο” της Χίου την παράσταση “Ανατολή” που παρουσιάσαμε φέτος στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης. Την ίδια παράσταση θα την ξαναπαίξουμε 18 Δεκεμβρίου και εδώ για τελευταία φορά. Και μετά, θα βγάλουμε τη… “Δύση”.»
Θα ετοιμάσετε δηλαδή και χορούς δυτικών πλέον χωρών;
«Ναι, αμέσως μετά την τελευταία παράσταση της “Ανατολής”, θα ξεκινήσουμε να μαθαίνουμε χορούς από χώρες όπως Γερμανία, Ολλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία και ίσως βάλουμε και χορούς από Αργεντινή κ.α.. Αυτό θα είναι και το καινούργιο μας πρόγραμμα για φέτος, πέρα από τα μαθήματα που θα κάνουμε επιπλέον με τα τμήματα αρχαρίων και παιδιών στα παραδοσιακά, λάτιν χορού, γυμναστικής, πιλάτες, γιόγκα και γιόγκα για μωρά και θεατρικού παιχνιδιού που λειτουργούμε.»