Την περασμένη Τετάρτη τα Βατερά γιόρτασαν στο μεγάλο πανηγύρι τους: «τα Γιούλια» (τ’ Αγιού Λια). Το πανηγύρι αυτό αποτελούσε, για πολλές δεκαετίες πριν, το χρονικό ορόσημο της έναρξης της παραθεριστικής περιόδου.
Την περασμένη Τετάρτη τα Βατερά γιόρτασαν στο μεγάλο πανηγύρι τους: «τα Γιούλια» (τ’ Αγιού Λια). Το πανηγύρι αυτό αποτελούσε, για πολλές δεκαετίες πριν, το χρονικό ορόσημο της έναρξης της παραθεριστικής περιόδου. Τα γαϊδουράκια ανεβοκατέβαιναν κουβαλώντας τα απαραίτητα για να στηθεί το θερινό νοικοκυριό στο χαμόσπιτο ή συνήθως στη φρίτζα από καλάμι και πευκόκλαδα.
Τα κεφτεδάκια ήταν το πρώτο πιάτο πάνω στην αμμουδιά και στα 2 - 3 καφενεία οι κομπανίες, χωρίς ηχοσύνολα, αλλά με πολλά πνευστά όργανα, προσκαλούσαν και προκαλούσαν τους χωριανούς που μόλις είχαν ξεμπερδέψει με τα αλώνια και τα άχυρα να το ρίξουν έξω, να ξεδώσουν απ’ τη δουλειά, να ξεκουράσουν την ψυχή και το κορμί τους. Κι αυτοί ανταποκρίνονταν κάτω απ’ το αχνό φως τού «λουξ» και χόρευαν μέχρι το πρωί, οπότε στήνονταν οι κουρελούδες απ’ τη μεριά του ήλιου για να αντέξουν οι χορευτές ακόμα λίγο.
Τώρα το πανηγύρι έχει αλλάξει, όπως άλλαξαν παντελώς και τα Βατερά, όπως άλλαξε ριζικά και η ζωή μας. Οι γονείς με τα μικρά απ’ το χέρι ή στην αγκαλιά «φορολογούνται» για καλά μπροστά στα φανταχτερά πανηγυριώτικα των πλανόδιων. Στην αμμουδιά ερημιά και τα κέντρα γεμάτα με τα ηχεία στη διαπασών. «Φέτος το πανηγύρι δε θα έχει κόσμο» συζητιόταν όλες τις προηγούμενες μέρες. «Είναι μεσοβδόμαδα, είναι και η κρίση … Άσ’ τα να πάνε.»
Και όμως τα Βατερά ήταν γεμάτα. Οι πραματευτάδες περισσότεροι από ποτέ. Τέσσερις μουσικές κομπανίες δημιουργούσαν ατμόσφαιρα για τους θαμώνες έξι καταστημάτων, τα οποία έχοντας στρώσει δεκάδες τραπέζια, πέρα απ’ τα κανονικά, προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν όλους τους πελάτες τους.
Οι δίσκοι γεμάτοι, τα μπουκάλια αράδα, το κέφι δυνάμωνε, «ο χορός ελεύθερος» ξεκαθάριζε ο τραγουδιστής. Αυτή την ώρα η κρίση και προπαντός ο φόβος της, που σαν δηλητήριο έχουν ενσταλάξει μέσα μας, είχαν πάει περίπατο. Εκείνη την ώρα στα τραπέζια και στην πίστα κάθονταν και χόρευαν «άνθρωποι». «Άνθρωποι; τι θες να πεις» «Να, λεύτεροι!» για να παραφράσουμε λίγο τον Καζαντζάκη. Άνθρωποι που βρήκαν την ευκαιρία να σπάσουν τα δεσμά που υφαίνουν μήνες τώρα γύρω τους τα πρωινάδικα και τα δελτία των οχτώ. Άνθρωποι που ξέχασαν έστω για λίγο ότι πριν λίγες ώρες είχαν εισπράξει κι άλλα «πέρασε μια άλλη φορά, ίσως…» αναζητώντας δουλειά. Άνθρωποι που, αντί για το «δώρο» της άδειας που δεν πήραν, προσέφεραν στον εαυτό τους το δώρο της λευτεριάς. Λευτεριά από Α.Φ.Μ.. Λευτεριά από ΑΜΚΑ. Λευτεριά από νούμερα. Λευτεριά απ’ το φόβο. Είχαν γίνει, έστω και για λίγο, πάλι Άνθρωποι.
«Αμόλα τη νιότη σου και μην τηνε λυπάσαι…» τους ήρθε άξαφνα στο νου και για τούτο πιάσαν το χορό. Νιότη και στο σώμα ίσως, μα προπαντός στη ψυχή. Είχαν άδεια την τσέπη τους; Χόρευαν. Είχαν περάσει πολλές μέρες από τότε που πληρώθηκαν το τελευταίο μεροκάματο; Χόρευαν. Έκαιγε μέσα τους η φωτιά για δυο ματάκια που πρωτοείδαν στο απέναντι τραπέζι; Χόρευαν. Είχαν μόλις συνέλθει απ’ το ονειροπόλημα που τους είχε ξεστρατίσει η αντιφεγγιά στην ήρεμη βατεριανή θάλασσα; Χόρευαν. Ήταν άνθρωποι. Είχαν ή δεν είχαν χρήματα, αδιάφορο. Είχαν ψυχή, είχαν αισθήματα. Ήταν άνθρωποι.
Παράφωνα στο διπλανό του μαγαζιού πεζούλι δυο νέοι άνθρωποι μαστουρωμένοι προσπαθούσαν με το ζόρι να σταθούν. Δε χόρευαν, δε χαίρονταν, δε συμμετείχαν. Δεν ήταν «Άνθρωποι». Ήταν θύματα!!!
* Ο Στρατής Νικέλλης είναι χημικός, πρώην διευθυντής του Λυκείου Πολιχνίτου.