Σήμερα το «Ε» φιλοξενεί τον Αλέκο Βασιλάτο, που επί χρόνια υπήρξε ο κοντραμπασίστας του γνωστού συγκροτήματος «Συνήθεις Ύποπτοι», μέχρι αυτό να διαλυθεί το 2000.
Ο Αλέκος Βασιλάτος, κοντραμπασίστας του γνωστού συγκροτήματος της δεκαετίας του ’90 «Συνήθεις Ύποπτοι», μιλάει στο «Ε»
Σήμερα το «Ε» φιλοξενεί τον Αλέκο Βασιλάτο, που επί χρόνια υπήρξε ο κοντραμπασίστας του γνωστού συγκροτήματος «Συνήθεις Ύποπτοι», μέχρι αυτό να διαλυθεί το 2000. Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, ο ίδιος βρέθηκε στη Μυτιλήνη για να συμμετάσχει στα «Μεσογειοτόπια», την 1η Μουσική Συνάντηση Λέσβου που πραγματοποιήθηκε στο Φιλοτεχνικό Όμιλο Μυτιλήνης «Ο Θεόφιλος», με μια παράσταση για κοντραμπάσο και λόγο και τίτλο «Το τόξο και η λέξη». Και μας μιλάει για την εμπειρία του από το διήμερο μουσικής που έζησε στη Μυτιλήνη, για το γνωστό συγκρότημα στο οποίο συμμετείχε στο παρελθόν, αλλά και για τη δική του πορεία που ακολουθεί έκτοτε…
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στη ΒΑΓΓΕΛΙΩ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ
Θα ξεκινήσουμε με μια ερώτηση αναμενόμενη, αλλά αναπόφευκτη: Τι σας έχει μείνει ως γεύση από τους «Συνήθεις Υπόπτους»; Πού νομίζετε ότι οφείλεται η τόσο μεγάλη ανταπόκριση που βρήκαν στο κοινό;
«Πρόκειται πλέον για παρελθόν, ωστόσο υπήρξα μέλος του σχήματος σε όλη την πορεία του και στα 15 χρόνια που προϋπήρξαν της ουσιαστικής ίδρυσής του, αφού στην πραγματικότητα το σχήμα ήταν η κορυφή ενός παγόβουνου που δημιουργήθηκε ως παρέα τη δεκαετία του ’80. Ως εμπειρία ήταν σημαντική, αποκόμισα πολλά πράγματα, όπως το πώς μια εικόνα μουσικής που έχεις αρχικά μόνο μέσα στο μυαλό σου, σιγά-σιγά την κάνεις πράξη μαζί με μια ομάδα ανθρώπων και σταδιακά η ιδέα περνάει και σε μια μεγαλύτερη παρέα, φτιάχνεται, μεγαλώνει και γίνεται ήχος, μουσική, τραγούδια που τα γνωρίζουν πολύ περισσότεροι άνθρωποι. Όσον αφορά τη μεγάλη ανταπόκριση που είχαμε ως σχήμα, νομίζω ότι, όπως και σε άλλα πράγματα, υπάρχει ένα απροσδιόριστο “κάτι” στο οποίο οφείλονται όλα και δεν μπορείς να το ονομάσεις. Ήταν οι στίχοι, η φωνή, οι μουσικές ιδέες; Σίγουρα πιστεύω ότι ήταν και η χρονική συγκυρία, αφού έχει μεγάλη σημασία να ακουστεί κάτι τη σωστή εποχή.»
Ο Χρήστος Θηβαίος - η «φωνή» των «Συνήθων Υπόπτων», ακολούθησε σόλο πορεία. Εσείς πορεύεστε επίσης μοναχικά τώρα;
«Η αλήθεια είναι πως πέρασα αρκετά χρόνια χωρίς να παίζω καθόλου. Άρχισα ωστόσο να παίζω το “Τόξο και τη λέξη”, τη μουσική παράσταση που είδατε και στο ΦΟΜ, αφού ήταν κάτι προκλητικό για μένα. Υπήρξαν εν τω μεταξύ και άλλες προτάσεις για συγκροτήματα, αλλά την ιστορία αυτή την είχα ζήσει και δε μου έλεγε κάτι. Ήταν πολύ πιο προκλητικό το να βγαίνω μόνος μου στη σκηνή και να νιώθω τρακ πριν από κάθε παράσταση.»
Μουσική και ποίηση
Ήταν, πάντως, μια ιδιαίτερη παράσταση, από αυτές που δε συναντάμε συχνά, τουλάχιστον εδώ στη Μυτιλήνη. Πού βασίζεται το περιεχόμενό της;
«Η παράσταση αυτή βασίζεται στη λιτότητα. Ο τίτλος της νομίζω περιγράφει αυτό που είναι “Το τόξο και η λέξη”: το δοξάρι ενός εκτελεστή και από δίπλα η λέξη, ο λόγος. Αυτό που έχει να κάνει είναι να αφηγηθεί διάφορες ιστορίες, να μεταφέρει περιπέτειες λέξεων και εννοιών, περιγράφοντάς τες με εικόνες που μπορούν να βγουν από το δοξάρι ενός κοντραμπάσου. Με ενδιαφέρει πολύ η λιτότητα που βγαίνει από τη συνοδεία ενός μόνο οργάνου, ειδικά του κοντραμπάσου που δε συναντάται συχνά σε αυτόν το ρόλο. Απαιτεί και από το όργανο και από τον αφηγητή πολύ μεγάλη συγκέντρωση και τη μεγαλύτερη δυνατή περιγραφικότητα και εκφραστικότητα. Την παρουσιάζω πάντα σε θεατρικούς χώρους τα τελευταία πέντε ή έξι χρόνια και κάθε φορά κάτι αλλάζει, με αποτέλεσμα πάντα η πρώτη με την τελευταία παράσταση να έχουν διαφορά. Και σκοπεύω να τη συνεχίσω...»
Βρίσκει ανταπόκριση στο νέο κόσμο η παράσταση;
«Ναι, ο νέος κόσμος ανταποκρίνεται, με το δικό του τρόπο, που είναι άμεσος. Νομίζω πως το στοιχείο που περισσότερο τον κάνει να νιώθει κοντά σε αυτό, είναι η εικονοποιία, η αφηγηματικότητα, αφού είναι σα να βλέπει έναν παραμυθά που λέει παραμύθια με διαφορετικό τρόπο, σα να ζωντανεύει μπροστά του από το βάθος του χρόνου ένας παλιός ραψωδός ή λυράρης. Οι μεγαλύτεροι, πάλι, ανταποκρίνονται και μέσω της λογικής, καταλαβαίνουν το παιχνίδι που υπάρχει με τα γλωσσικά ιδιώματα, τα παντρέματα εννοιών σε σχέση με τις λέξεις. Και τα δύο είναι πολύ θεμιτοί τρόποι επικοινωνίας, κάτι που είναι και το ζητούμενο, αφού αυτό που μας νοιάζει είναι το αποτέλεσμα.»
Στο φουαγέ του ΦΟΜ μπορούσε κανείς να βρει και την ποιητική σας συλλογή «Ή μήπως όχι;». Γράφετε αρκετά; Γράφατε στίχους και για τους «Συνήθεις Υπόπτους»;
«Ναι, είχα γράψει στίχους και σε ορισμένα τραγούδια του συγκροτήματος. Η συγκεκριμένη είναι μια συλλογή ποιημάτων που έχουν γραφτεί σε μεγάλο διάστημα χρόνου, γι’ αυτό και παρουσιάζουν μεταξύ τους έντονες διαφορές όσον αφορά το ύφος, τη θεματική, τον τόνο της φωνής και την πυκνότητα. Η αλήθεια είναι πως είχα να εκδώσω ποιήματα μια δεκαετία και αυτά είναι ποιήματα γραμμένα τα τελευταία 12 χρόνια. Είχε έρθει η ώρα τους, κάποια στιγμή άρχισα να τα συγκεντρώνω για να δω τι υλικό υπάρχει και προσπάθησα να τα συγκροτήσω, ώστε να αποτελέσουν ένα ενιαίο σύνολο.»
Για τα «Μεσογειοτόπια» και τη Μυτιλήνη
Πώς ήταν, τελικά, η εμπειρία από τη συμμετοχή σας στην 1η Μουσική Συνάντηση Λέσβου;
«Η αλήθεια είναι πως την πρώτη μέρα προσπαθούσα να αφουγκραστώ τον παλμό και το στίγμα που είχε η διοργάνωση και ένιωσα μια αβεβαιότητα για το αν η παράσταση που είχα να παρουσιάσω εγώ ταίριαζε με το κλίμα. Άλλωστε, η πρώτη μέρα ακολούθησε μια “διονυσιακή” κατεύθυνση, με συγκροτήματα που έφεραν παραδοσιακό ήχο και είχαν σηκώσει όλον τον κόσμο στο πόδι με χορό, κίνηση και ένταση. Η δική μου παράσταση ήταν πιο “απολλώνια”, απαιτούσε από το θεατή μεγάλη συγκέντρωση για μια ώρα περίπου. Ωστόσο, είδα με χαρά ότι λειτούργησε και ότι οι ίδιοι άνθρωποι που την Παρασκευή χόρευαν, το Σάββατο στάθηκαν για μία ώρα και δέκα λεπτά και παρακολούθησαν κι εμένα. Μου άρεσε το ότι συνδυάστηκαν όλα αυτά. Η διοργάνωση στο σύνολό της ήταν πολύ ωραία εμπειρία, μου φάνηκε ότι λειτούργησε πολύ παρορμητικά και αυθόρμητα, ως μια απλή κίνηση που πλαισιώθηκε από απλούς ανθρώπους. Μπορεί να λειτουργήσει πολύ καλά έτσι, ειδικά όταν γίνεται από ανθρώπους με ενθουσιασμό κι ας μην είναι μια στημένη κίνηση από κάποιο γραφείο παραγωγής.»
Ήταν η πρώτη φορά που ερχόσαστε στη Μυτιλήνη;
«Είχα ξαναέρθει ως επισκέπτης, για διακοπές και για να δω φίλους που τότε ήταν εδώ, αλλά πριν από πολλά χρόνια. Ωστόσο, πρώτη φορά ήρθα για να παίξω μουσική.»
Είδατε διαφορές; Σας «γέμισε» η παραμονή σας εδώ;
«Είδα τις διαφορές που εμφανίζονται σε όλες τις μικρές πόλεις, που “απλώνουν” σταδιακά προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτήν τη φορά, μάλιστα, έμεινα σχεδόν όλες τις μέρες στην πόλη της Μυτιλήνης. Χάρη σε όσους διοργάνωσαν τα “Μεσογειοτόπια”, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω καλύτερα τους ανθρώπους της πόλης και να διαπιστώσω με χαρά ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας δραστήριος πυρήνας σε σχέση με τη μουσική, που στην προκειμένη περίπτωση συνεργάστηκε με έναν άλλο δραστήριο πυρήνα σε σχέση με τη θεατρική δράση, που είναι ο ΦΟΜ. Για εμένα ήταν μια πολύ ωραία και ανοιχτή εικόνα και θα μου άρεσε πολύ να συμμετέχω και σε επόμενο ανάλογο εγχείρημα...»