Ο Μανώλης Καλλιγιάννης, που με την παρουσία του σημάδεψε τη μεταπολεμική Τέχνη πέρα από τα σύνορα της Λέσβου και της Ελλάδας, άνοιξε για τα καλά τα πανιά του, αφήνοντάς μας πίσω…
Ο Μανώλης Καλλιγιάννης, που με την παρουσία του σημάδεψε τη μεταπολεμική Τέχνη πέρα από τα σύνορα της Λέσβου και της Ελλάδας, άνοιξε για τα καλά τα πανιά του, αφήνοντάς μας πίσω… Ο Μανώλης ήταν (πόσο δύσκολο αυτό το «ήταν»…) ίσως ο «Τελευταίος των Μοϊκανών» της Λεσβιακής Άνοιξης, της οποίας ένας μεγάλος κύκλος μάλλον κλείνει οριστικά με την αναχώρησή του από τη ζωή.
Το Μανώλη τον γνώρισα ως τον ξεχωριστό φίλο του πατέρα μου, του Αργύρη Αραβανόπουλου. Τους συνέδεε βαθιά κι εξαίρετη φιλία που βαστούσε από τα μαθητικά τους χρόνια - συμμαθητές προπολεμικά στο 2ο Γυμνάσιο Αρρένων Μυτιλήνης, με Δάσκαλο στο Σχολειό το Γιώργο Βαλέτα και Δάσκαλο εκτός Σχολειού τον Αντώνη Πρωτοπάτση. Όταν λοιπόν γεννήθηκα, επέμενε να με βαφτίσει, πράγμα πρωτοφανές για το Μανώλη που απεχθανόταν κάθε μορφής τελετουργικές διαδικασίες. Αποφάσισε, μάλιστα, να φτιάξει και το προσκλητήριο κάνοντας το σκίτσο μου για το εξώφυλλο, το οποίο τύπωσε σε αριθμημένα και υπογεγραμμένα αντίτυπα. Έγινε έτσι ο «πνευματικός μου πατήρ», όπως έλεγε, στον οποίο «όφειλα να ομοιάσω τω πνεύματι», προκαλώντας ρίγη στη μάνα μου που αναρωτιόταν σε τι ακριβώς θα του έμοιαζα. Γιατί ο Μανώλης, εκτός από εξαίρετος ζωγράφος κι οξυδερκής διανοητής μ’ ευρύτατη αντίληψη, ήταν ο αέναος ταξιδευτής που δεν τον χωράει ο τόπος, ο αντισυμβατικός και μποέμ χαρακτήρας, ο παθιασμένος άνθρωπος.
Ο Μανώλης που φεύγει τους πρώτους μήνες της Κατοχής, 18 χρονών, και με περιπετειώδη τρόπο φτάνει στη Μέση Ανατολή, κατατάσσεται εθελοντής στη RAF και πετά πάνω από την κατεχόμενη Ευρώπη και τη βόρεια Αφρική παίζοντας καθημερινά τη ζωή του κορώνα - γράμματα. «Όχι καθημερινά», μου έλεγε κάποτε με κείνο το απαράμιλλο ύφος του. «Δύο μέρες συνέχεια πετούσαμε - την τρίτη μέρα η Διοίκηση δεν ήθελε να ξέρει πού είμαστε, αρκεί την επομένη να ‘μασταν στη θέση μας». Το τι γινόταν αυτές τις «τρίτες μέρες» είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία από μόνο του.
Ο Μανώλης, που εγκαταλείπει τις σπουδές αρχιτεκτονικής στο Γιοχάνεσμπουργκ, αποφασίζει να γίνει ζωγράφος (ή ταν ή επί τας), εγκαθίσταται στο Παρίσι κι ασχολείται αποκλειστικά με τη ζωγραφική. Όπως έγραψε, δεκαετίες αργότερα, ο Αργύρης Αραβανόπουλος, «πού να το φανταζόμασταν πως θα γινότανε φανατικότερος από μας που δεν τ’ αποτολμήσαμε να κρεμάσουμε τη ζωή μας στη λόξα μας».
Ο Μανώλης που σύντομα, μ’ αρματωσιά το αιολικό μεράκι και τη λεσβιακή παράδοση, αναγνωρίζεται ως σημαντικός ζωγράφος στο διεθνή χώρο με συνεχείς εκθέσεις τις επόμενες τρεις δεκαετίες στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στο Άμστερνταμ, στο..., στο… Που βλέπει τα έργα του ν’ αγοράζονται από πολύ σοβαρούς συλλέκτες και μεγάλα μουσεία. Είναι πια ένας Πολίτης του Κόσμου που, όταν δεν ταξιδεύει για εκθέσεις, περνά το χρόνο του ανάμεσα στο Παρίσι, το Λονδίνο και τις γαλλικές μεσογειακές ακτές.
Ο Μανώλης που δέχεται την πρόταση του Τεριάντ ν’ αναλάβει το νεο-δημιούργητο Μουσείο και επιστρέφει στο - κατά Πρωτοπάτση - νησί των νησιών για να εγκατασταθεί μόνιμα ξανά, μετά από σχεδόν 40 χρόνια. Ο Μανώλης που πλέον συχνά - πυκνά έρχεται στο πατρικό μου και συζητά με τον Αργύρη από νωρίς το απόγευμα μέχρι τις μικρές ώρες της νύχτας. Η παρουσία μου σε αρκετές από τις συζητήσεις αυτές τα επόμενα χρόνια θα σηματοδοτήσει βαθιά την εφηβεία μου.
Ο Μανώλης, που τα μαζεύει και κατεβαίνει στην Κρήτη μια 20ετία αργότερα, ξεπερνώντας τον ομηρικό Οδυσσέα και τη Μυτιλήνη-Ιθάκη, λέγοντάς μας με τον τρόπο του ότι (τελικά) το ταξίδι μετράει παραπάνω. Φρέσκος πάντα, σα να μην περνά μέρα από πάνω του, ανακαινίζει το παλιό αρχοντόσπιτο με το λιοτρίβι των Καλλιγιανναίων στο Βάμο, φτιάχνοντας ένα εκπληκτικό ατελιέ (λουσμένο όλη μέρα στο φυσικό φως, θύμιζε το ατελιέ του Μιρό στην Πάλμα) και ζωγραφίζει ακατάπαυστα ενώ διανύει την όγδοη και μετά την ένατη δεκαετία της ζωής του.
Στο μεταξύ, του λόγου μου έχω επιστρέψει στην Ελλάδα, μετά από μια μάλλον μικρή - συγκρινόμενη με του Μανώλη - περιήγηση για μεταπτυχιακές σπουδές σε πανεπιστήμια του Καναδά και της Σουηδίας κι εργάζομαι στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Δυο φορές το χρόνο κατεβαίνω ως επισκέπτης καθηγητής στο Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων - δυο βήματα από το Βάμο. Οι συναντήσεις μου με το Μανώλη την περίοδο αυτή είναι τακτικότατες, στα Χανιά στο παλιό λιμάνι που είναι δεμένη η Σαρακίνα, αλλά κυρίως στο Βάμο, όπου τα λέμε, παίζουμε σκάκι κι ο Μανώλης φτιάχνει κάποια από τις θαυμάσιες μακαρονάδες του. Οι συζητήσεις μας συνεχίζονται βέβαια κάθε καλοκαίρι στη Μυτιλήνη, που μας τραβάει (γιατί άραγε;) σαν μαγνήτης. Εκεί στο Βάμο αντιλαμβάνομαι ότι, πλησιάζοντας τα 90, έχει γίνει εξπέρ στην πλοήγηση στο διαδίκτυο και στην ψηφιακή ανάλυση και αποτύπωση εικόνων. Παρακολουθεί διαδικτυακά τις τιμές των έργων του - που ανεβαίνουν συνεχώς - στις διεθνείς δημοπρασίες (σήμερα νομίζω ένας Καλλιγιάννης εκτιμάται περισσότερο στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο απ’ ό,τι στη Μυτιλήνη και στη Βαρειά). Μου μιλά για μια μετα-μοντέρνα ζωγραφική τεχνοτροπία που θα περιλαμβάνει και την ανάλυση «in silico».
Σύγχρονος σε κάθε εποχή, δηλαδή κλασσικός, ένας μεγάλος της Τέχνης ο Μανώλης Καλλιγιάννης, Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο εστιάζει σε βάθος πάνω στην απόδοση της φύσης διά του «εικάζειν»: της φύσης του τοπίου και της φύσης της ανθρώπινης. Είναι παράλληλα το «enfant terrible» της σύγχρονης Λέσβου, ένας αυθεντικός Αλέξης Ζορμπάς, πιο Ζορμπάς κι απ’ το Ζορμπά τον ίδιο. Βέβαια, αυτό το εκπληκτικό μείγμα ιδιοσυγκρασίας και υπόστασης, στη χώρα τού «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια», πιστοποιήθηκε ως ιδιορρυθμία, παραξενιά και τα συναφή, τουλάχιστον μέχρι ν’ αρχίσει οσονούπω η συγχορδία των posthumus διθυράμβων. Σαν να τον βλέπω τώρα μπροστά μου να μου λέει όπως συνήθιζε: «Φίλιππε, αγόρι μου, θα γελάσουμε πολύ!»
Καλούς δρόμους και καλές θάλασσες, Μανώλη!...