Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η πολεοδομική μορφή και η αρχιτεκτονική του μεσαιωνικού Μολύβου έχουν βυζαντινή προέλευση. Η δομή και οργάνωσή τους αποτελεί σημαντική μαρτυρία μιας μακραίωνης ιστορικής συνέχειας μέχρι τις μέρες μας και αντικαθρεφτίζει τα στάδια εξέλιξης του οικισμού και της λειτουργίας του, καθώς και τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που προηγούνται των μετασχηματισμών του αστικού τοπίου. Η αυθεντία των Γατελούζων και η κατοχή των Οθωμανών, καθώς και η εγκατάσταση προσφύγων Μικρασιατών τού 1922/’23, δεν είχε αρνητικές επιπτώσεις στη μορφή του οικισμού. Οικοδομικά ίχνη των Γενοβέζων μπορούμε να εντοπίσουμε μόνο στις επισκευές του κάστρου. Σε αντίθεση, οι Οθωμανοί μάς κληροδότησαν αρχοντικά χαμηλά προς την πεδιάδα, τζαμιά, μνημειακές δημόσιες κρήνες, χαμάμ, θόλους. Η εγκατάσταση των προσφύγων δεν προκάλεσε την επέκταση του οικιστικού πυρήνα. Μπορούμε να πούμε ότι γνωρίσαμε το Μόλυβο όπως περίπου διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων της Οθωμανοκρατίας.
Ωστόσο, μετά την τραγική κατάληξη της μικρασιατικής εκστρατείας (1922) και την απώλεια της μικρασιατικής ενδοχώρας, αλλά και εξ αιτίας των περιφερειακών ανισοτήτων που προκάλεσε η συγκεντρωτική δομή του ελληνικού κράτους, ο Μόλυβος εισήλθε, προϊόντος του χρόνου, σε μια τροχιά μαρασμού και παρακμής. O επισκέπτης των αρχών της δεκαετίας τού ’50 μπορούσε να διαπιστώσει αυτή την παρακμή από την εγκατάλειψη και τη φθορά του αστικού τοπίου. Η ανάκαμψη αρχίζει με αργό ρυθμό προς το τέλος της δεκαετίας τού ’50 και επιταχύνεται τις επόμενες δεκαετίες με αιχμή την τουριστική ανάπτυξη του οικισμού. Κύριες αιτίες αυτής της ανάπτυξης: η ομορφιά του φυσικού τοπίου, ο παραδοσιακός χαρακτήρας του οικισμού και η ευπροσήγορη και φιλόξενη κοινωνία.
Η πολιτική διαχείριση αυτής της ανάπτυξης ασκήθηκε από την ελληνική πολιτεία, η οποία χαρακτήρισε το Μόλυβο ιστορικό, παραδοσιακό και διατηρητέο οικισμό (ΦΕΚ 34, Β, 18-1-1965 και ΦΕΚ, 594, Δ, 19-10-1978), διασώζοντάς τον από την τσιμεντοποίηση. Η κοινωνική διαχείριση, από την ίδια την κοινωνία του Μολύβου, η οποία κατανοώντας τις αιτίες της ανάπτυξης συνειδητοποίησε με τον καιρό ότι πρέπει να τηρεί ορισμένες πολεοδομικές αρχές, που αφορούν τη δομή του οικισμού, τη μορφολογία των κτιρίων και τη χωροθέτηση των επεκτάσεών του.
Μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι ο ιστορικός πυρήνας του οικισμού διατηρεί, λίγο ή πολύ, τη μεσαιωνική πολεοδομική και αρχιτεκτονική του διάταξη και πυκνότητα και ότι τα νέα κτίρια εντάσσονται στο ιστορικό πλέγμα του οικισμού χωρίς να αλλοιώνουν τη μορφή των συνοικιών. Ορισμένα βασικά τοπόσημα εκτελούν τις ίδιες ή διαφοροποιημένες, εξ αιτίας της τουριστικής ανάπτυξης, αστικές λειτουργίες, όπως είναι για παράδειγμα η αγορά και το λιμάνι. Ορισμένα παλιά κτίρια επισκευάστηκαν και άλλαξαν απλώς χρήση: το παλιό αρχοντικό Κράλλη χρησιμοποιείται ως σταθμός της Σχολής Καλών Τεχνών, η μεγαλοπρεπής κατοικία τού Τζελάλ μπέη στέγασε για πολλά χρόνια το Δημοτικό Σχολείο και κατόπιν τις δημοτικές υπηρεσίες, το παλιό Δημαρχείο τη Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη, μια παλιά ελληνική κατοικία τη Δημοτική Πινακοθήκη, το τζαμί λειτούργησε διαδοχικά ως λέσχη, κινηματογράφος και σήμερα συνεδριακό κέντρο.
Πρέπει να θεωρείται ευτύχημα, αν λάβει κανείς υπόψη του τις ελλείψεις και την αναποτελεσματικότητα της ελληνικής νομοθεσίας, ότι οι όποιες επεκτάσεις του οικισμού τα τελευταία 50 χρόνια, είτε για κατοικία είτε για τουριστική χρήση, έγιναν έξω από τον ιστορικό πυρήνα. Ωστόσο αυτό δεν μπορεί να αφεθεί να συμβαίνει επ’ άπειρον χωρίς σοβαρό πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Διαφορετικά θα φτάσει ο καιρός που το ιστορικό αστικό τοπίο του οικισμού θα πνιγεί μέσα στις ετερογενείς οικιστικές προεκτάσεις του.
Είναι γεγονός ότι ήδη από τις αρχές της δεκαετίας τού ’80 η ανάπτυξη του Μολύβου έχει συνδεθεί και έχει, τουλάχιστον οικονομικά, επιτευχθεί με την τουριστική εκμετάλλευσή του. Σήμερα όμως, περισσότερο από τις προηγούμενες δεκαετίες, τίθεται επιτακτικά πλέον το ερώτημα: πώς θα συνεχισθεί αυτή η ανάπτυξη και πώς θα συνδυασθεί με τη διατήρηση της πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής μορφής του οικισμού, εξ αιτίας της οποίας έχει επιτευχθεί; Ίσως υπάρχουν πολλές απαντήσεις, ανάλογα με τη σκοπιά που βλέπει κανείς την ανάπτυξη. Ωστόσο έχω την άποψη ότι όλες μπορούν να συνοψισθούν σε μία: η προστασία όχι μόνο της αστικής, αλλά και της κοινωνικής φυσιογνωμίας του Μολύβου δεν επιβάλλεται με νόμους, αλλά αναλαμβάνεται από τους ίδιους τους κατοίκους και τους κοινωνικούς φορείς. Έχει επισημανθεί από πολλούς ότι η ανάπτυξη είναι περίπλοκη διαδικασία και λειτουργεί ευεργετικά για τον άνθρωπο μόνο όταν εντάσσεται σ’ ένα ιεραρχημένο σύστημα κοινωνικών αξιών και επιδιώκει συγκεκριμένους κοινωνικούς στόχους. Η ανάπτυξη της κοινωνίας των δημοτών δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στην τουριστική «μονοκαλλιέργεια», αλλά να περιλαμβάνει ολόκληρο τον κύκλο της παραγωγικής δομής και των αστικών λειτουργιών.
Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο όταν οι κάτοικοι, ως συνειδητοί δημότες, δε θεωρούν τον ιστορικό οικισμό απλώς ως διακοσμητικό στοιχείο - ως ένα εμπόρευμα προς πώληση και κερδοσκοπική εκμετάλλευση -, αλλά ως δημόσιο αγαθό, ως το πλαίσιο του βίου τους, και αισθάνονται ευγνωμοσύνη γι’ αυτούς που τους το κληροδότησαν. Διότι η διατήρηση και ανάπλαση του αστικού τοπίου είναι πρωτίστως διαδικασία κοινωνική, εφόσον αποβλέπει στην τήρηση της ανθρώπινης κλίμακας, στην ισορροπία ανάμεσα στο χώρο και στον άνθρωπο. Εφόσον διασώζει πολιτιστικές αξίες, την ιστορία και τη μνήμη - ατομική και συλλογική -, τη χρονική συνέχεια, που οι λαοί έχουν ανάγκη για την επιβίωσή τους. Νομίζω ότι μ’ αυτό τον τρόπο η κοινωνία θα κερδίσει την ψυχή της, θα επανακτήσει τη συνοχή, την πρωτοτυπία και την «κοινωνικότητά» της. Η δράση, τα τελευταία χρόνια, ατόμων και συλλόγων για μια τέτοια ανάπτυξη είναι σημάδι ευοίωνο.
Η τοπογραφία του Μολύβου, οι αποστάσεις μεταξύ δύο σημείων αστικής αναφοράς, η διάταξη και ογκομετρία των κτιρίων, η σύμμετρη αναλογία δομημένου και ελεύθερου χώρου προσδίδουν στον οικισμό τα χαρακτηριστικά του αδρού και του απέριττου. Αντίθετα, το πομπώδες, το ψευδεπίγραφο, το ξιπασμένο και το φανταχτερό είναι χαρακτηριστικά τού κιτς: που ανατρέπει την κλίμακα, χρησιμοποιεί παράταιρο υλικό, είναι χωρικά ασύμβατο. Είναι έκφραση μιας μικροαστικής αντίληψης «για κάτιτις το ωραίον» για ό,τι είναι στιλπνόν και γυαλιστερό, διότι αυτό είναι και «ποιοτικόν».
Ένας μανάβης στην κεντρική αγορά της Καλλονής, στα μέσα της δεκαετίας τού 1950, όταν το νάυλον έφερε την επανάσταση ιδίως στις γυναικείες κάλτσες και τα εσώρουχα, πιστεύοντας ότι η λέξη σημαίνει «το εξαιρετικής ποιότητας» έγραψε σε χασαπόχαρτο: «Αχλάδια Νάυλον», και το τοποθέτησε στο ανάλογο καφάσι.