Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Φαρμακονήσι, Λαμπεντούζα, Παγανή, Μόρια κι ένα σωρό ακόμη ονόματα τόπων, περιοχών συνδεδεμένων στα αυλάκια του μυαλού μας με τους πρόσφυγες. Συχνά δε, όχι μόνο γενικά και αόριστα με ένα ζήτημα - πρόβλημα ίσως -, το μεταναστευτικό, αλλά δυστυχώς και με «τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες σαν το σιτάρι», που θα ‘λεγε κι ο ποιητής. Συνδεδεμένες με θανατικά, με απώλειες ανθρώπινων ζωών, με τον όλεθρο που φέρνει ο θάνατος.
Κι επειδή μεσολαβεί, καλύτερα εμπεριέχεται σε τούτο το θέμα, η μέγιστη συμφορά (επειδή δεν είναι μόνο ο ξεσηκωμός και η προσφυγιά στην αναζήτηση καλύτερης τύχης, αλλά και το τέλος), δεν μπορείς πάντα να εξαντλήσεις την εξέτασή του με την ψυχρή λογική. Χρειάζεται, επιβάλλεται εκ των πραγμάτων και περίσσιο συναίσθημα. Κι όχι μόνο αυτό.
Το ίδιο θέμα το περικλείεις με την ασπίδα των ανθρώπινων αξιών, αυτή που οφείλεις να προτάξεις στην αντιμετώπισή του. Το αποκλείεις και το περιχαρακώνεις από κάθε ταπεινό ηθικά πειρασμό - βλέπε ρατσισμό, ξενοφοβία - και εν τέλει το προστατεύεις ωσάν κόρη οφθαλμού. Γιατί, μιλώντας για τους πρόσφυγες, έχεις να κάνεις με ανθρώπους σαν εσένα, με τα παιδιά τους που είναι όπως όλα τα παιδιά του κόσμου και παιδιά σου, με τις ανάγκες τους που σ’ άλλες περιόδους ήταν, ή μπορεί και να γίνουν, δικές σου ανάγκες.
Όλα αυτά όλοι μας τα έχουμε περίπου ως δεδομένα. Δε χρειάζεται να τα επεξεργαστεί το μυαλό μας, αναφύονται αυτόματα γιατί είναι χαραγμένα στη συνείδησή μας. Βιωματικά ή όχι. Κι όσο περισσότερο το περίπου πλησιάζει το καθολικό, τόσο κοινωνίες όπως η δική μας της Λέσβου, έχουν μάθει ακόμη πιο πολύ από άλλες να σέβονται, να νοιάζονται και να φροντίζουν τους πρόσφυγες. Κάτι σα γονιδιακό καθήκον, ενταγμένο σε μια αλυσίδα τού DNA, της ιστορικής τους μνήμης, της πολιτισμικής κληρονομιάς τους. Δίχως φυσικά να λείπουν και οι εξαιρέσεις, οι μεμονωμένες περιπτώσεις που έχουν την εξήγηση και τα αίτιά τους, και συνήθως αναδεικνύονται για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Αφορμή για αυτές τις σκέψεις αποτέλεσε το ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου που είπε ομόφωνα «όχι» στη δημιουργία και κέντρου κράτησης στη Μόρια. Ναι στην υποδοχή, ναι στη φιλοξενία, ναι στο πρώτο αγκάλιασμα - ευρωπαϊκό - για τους πονεμένους και κατατρεγμένους της γειτονιάς μας, όπου κι αν φτάνει αυτή. Όχι όμως σ’ ένα γκέτο (στρατόπεδο συγκέντρωσης το χαρακτήρισε ο Γιώργος Πάλλης, προαναχωρησιακό κέντρο το λέει το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και Δημόσιας Τάξης) προσφύγων που θα περιμένουν για μήνες, για χρόνια, ίσως για όλη τους τη ζωή κάποιοι, να τους δεχθεί η πατρίδα τους. Αν τους δεχθεί, αν φύγουν ποτέ απ’ τη Μόρια.
Ένα τέτοιο κέντρο δεν έχει απολύτως καμμία σχέση με ό,τι έως τώρα έχει λειτουργήσει σε τοπικό επίπεδο. Δεν έχει συνάφεια με καμμία υποδομή φιλοξενίας. Είναι μια φυλακή που δε μας ταιριάζει. Δεν αρμόζει στη Λέσβο, στον πολιτισμό, στην κουλτούρα της. Κι όσο περιθωριοποιημένη κι αν μείνει σε κάποιους προκατασκευασμένους οικίσκους μακριά στον περιφερειακό δρόμο της Μόριας, στο βάθος του παλιού στρατοπέδου, δεν παύει να είναι μια ανθρώπινη αποθήκη φυλακισμένων, που το μόνο τους έγκλημα είναι πως δεν τους δέχεται πίσω η χώρα τους. Δεν παύει να είναι μια φυλακή δίπλα μας. Τη θέλουμε;