Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Δεν ξέρω αν ταιριάζει ένα τέτοιο άρθρο σε αυτήν τη στήλη, όμως πλέον, έτσι όπως έχουν τα πράγματα στη χώρα μας, δεν ξέρω και τι να γράψει κανείς. Να σχολιάσει την ασχήμια; Μάταιο το βρίσκω. Ίσως αν θυμίσω την ομορφιά, να πετύχω περισσότερα. Θα προσπαθήσω να μεταφέρω λοιπόν λίγο από το λαογραφικό πλούτο που έχω αντικρίσει, να μιλήσω για αυτά που με απασχολούν στην έρευνα αυτόν τον καιρό. Θα δώσω τις σκέψεις μου αδρά, με τη μορφή σημειώσεων.
Λοιπόν, ο Ιούδας Ισκαριώτης. Ο μαθητής που πρόδωσε το Χριστό. Ο λαός μας λέει πως δε βρισκόταν δέντρο να κρεμαστεί. Γιατί ο Ιούδας μετάνιωσε την προδοσία που έκανε και θέλησε να αυτοκτονήσει. Έδενε το σκοινί στο λαιμό του, μα την ώρα εκείνη χαμήλωναν τα κλαδιά των δέντρων και πατούσε στο χώμα ο Ιούδας και δεν πνιγόταν. Μόνο η συκιά, αυτό το δέντρο που το καταράστηκε ο Χριστός, δέχτηκε να τον «βοηθήσει». Τυραννιέται ακόμα, λένε μερικοί, ο Ιούδας.
Γιατί όταν ο Χριστός έδινε στους μαθητές του την πρώτη Θεία Μετάληψη στο Μυστικό Δείπνο, εκείνος δεν πήρε ψωμί και κρασί, σώμα και αίμα. Έτσι τυραννιέται στην αιωνιότητα και γυρίζει και για να αντικαταστήσει αυτήν την απώλεια, πίνει αίμα ανθρώπων. Έτσι κάπως ο Ιούδας σχετίζεται με τους βρικόλακες. Οι σφουγγαράδες στην Κάλυμνο λένε πως βλέπουν τον Ιούδα (ή τον Κουτεντέ) στα γκρεμνά της Σύρνας ή της Μπαμπαριάς τις ακρογιαλιές.
Είναι ένας βρόμικος γέρος με μακριά μαλλιά και νύχια. Μόλις βλέπει τα καΐκια, φωνάζει σαν την αδελφή γοργόνα του Μέγα Αλέξανδρου: «Ζει της Μαρίας ο γιος;» Της Μαρίας ο γιος είναι ο Χριστός. Τότε οι σφουγγαράδες απαντούν «ζει» και εκείνος πέφτει να πνιγεί από ψηλά, μα η θάλασσα δεν τον δέχεται και τον ξεβράζει στην ακρογιαλιά πάλι ζωντανό. Και αυτό γιατί ο Ιούδας είναι καταραμένος. Ο Χριστός τού είχε πει ότι θα πεθάνει, θα κριθεί τη Δεύτερα Παρουσία και εκείνος ρωτάει αν «ζει της Μαρίας ο γιος», αν ήρθε δηλαδή ξανά ο Χριστός. Στην απάντηση «ναι» των σφουγγαράδων, χαίρεται και πιστεύει ότι ήρθε η ώρα του και εκείνου να ξεκουραστεί. Μάταια όμως.
Οι σφουγγαράδες δε μιλούν για τη Δευτέρα Παρουσία, αλλά για το Χριστό που «ζει» συνεχώς μέσα τους. Σε πολλές γιαγιάδες και παππούδες που έχω μιλήσει, ο Ιούδας αποτελεί μυστήριο. Αν δεν ήταν αυτός, στοχάζονται, να προδώσει, πώς θα γινόταν η σταύρωση; Άλλοι λένε πάλι πως ο Ιούδας πρόδωσε το Χριστό γιατί πίστευε πολύ στη δύναμή του, αλλά όταν είδε πως τελικά η δύναμη του Χριστού ήταν η ταπεινότητα, το μετάνιωσε και κρεμάστηκε.
Καλός ο Ιούδας; Κακός; Και τι να πει κανείς για εκείνη την παράδοση που θέλει τον Ιούδα όπως τον αρχαίο Οιδίποδα, να έχει σκοτώσει τον πατέρα για να παντρευτεί τη μητέρα του; Για το ότι ήταν φίλος παιδικός του Χριστού και όταν παίζανε, αντί να φτιάχνει σπιτάκια, ο μικρός Ιούδας έφτιαχνε σταυρουδάκια μικρά; Ζωντανές παραδόσεις στα Δωδεκάνησα και την Κρήτη, ζωντανές όσο ζουν κάτι δικοί μας αξέχαστοι...
Πριν μερικά χρόνια, σε μια μνημειώδη έκδοση του National Geographic, δημοσιεύτηκε και στα ελληνικά το λεγόμενο «Ευαγγέλιο του Ιούδα». Ο κώδικας «Τσάκος» που περιέχει αυτό το κείμενο, θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις μαζί με τα χειρόγραφα του Κουμράν και τη λεγόμενη «βιβλιοθήκη» τού Ναγκ-Χαμάντι. Το Ευαγγέλιο του Ιούδα το γνωρίζαμε αναφορικά από το έργο του Ειρηναίου, επισκόπου Λυών, που έγραψε περί το 180 μ.Χ. για τις αιρέσεις του νεογέννητου χριστιανισμού.
Στο έργο του «Εναντίον των Αιρέσεων», ο Ειρηναίος μιλούσε και για ένα κείμενο των γνωστικών που αναφερόταν στον Ιούδα. Τι λέει το Ευαγγέλιο αυτό που τελικά δεν «κατάφερε» να μπει στον κανόνα της Καινής Διαθήκης (μαζί με τόσα και τόσα άλλα «ευαγγέλια»). Ούτε λίγο, ούτε πολύ, ο Ιούδας Ισκαριώτης στον κώδικα Τσάκο, δεν είναι ο προδότης, αλλά ο Εκλεκτός. Ο εκλεκτός τον οποίο ο Χριστός καλεί να τον προδώσει επίτηδες, ώστε να μπορέσει να ολοκληρωθεί η γήινη παρουσία του. Θα χρειαζόταν εδώ να μιλήσουμε για όλη τη φιλοσοφία των γνωστικών, οι οποίοι πιστεύουν πως ο Κάιν, ο Ησαύ, οι Σοδομίτες και ο Ιούδας και άλλοι, δεν είναι πλανεμένοι από το Διάβολο, αλλά οι πραγματικοί «άγιοι» του πραγματικού Θεού. Όχι πως η γιαγιά στην οποία μίλησα, γνωρίζει για τους γνωστικούς. Απλά πιάνει από την αρχή το νήμα που τους έκανε να πουν και εκείνοι τις πρώτες τους κουβέντες.
Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες για τους Καϊνίτες, για τη Λίλιθ και για την ελληνική λαϊκή προφορική παράδοση σε διαδρομές παράλληλες. Και ίσως θα έπρεπε να αρχίσουμε να ασχολούμαστε με το ουσιώδες, να μιλάμε, να μην αναλωνόμαστε στις κουβέντες που εκείνοι ξεκινούν. Ας τους γυρίσουμε την πλάτη. Ας γυρίσουμε την πλάτη στην ασχήμια τους.