Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Οι Γερμανοί έχουν την τάση να «καβαλάνε» στους ώμους μας όταν τους δοθεί η ευκαιρία. Ξεκινάμε με τη Βαυαροκρατία, επί Όθωνος, όταν εκ του ανηλίκου τού τότε επιβληθέντος στη χώρα βασιλιά, επιβλήθηκε παράλληλα και η Αντιβασιλεία, με τον περιβόητο Άρμασμπερκ στο ρόλο του προέδρου της, που χρησιμοποίησε την εξουσία του με αγριότητα, ιταμότητα και αλαζονεία κατά των καθημαγμένων από τον απελευθερωτικό αγώνα Ελλήνων (ακόμη και αυτό τον αρχηγό της Επανάστασης Θεόδ. Κολοκοτρώνη τον φυλάκισε και θα τον θανάτωνε αν δεν υπήρχαν οι γενναίοι δικαστές Τερτσέτης και Πολυζωίδης).
Η Ιστορική και μόνο αναφορά στην περίοδο αυτή, προκαλεί εξαιρετική απέχθεια. Βέβαια τα της Βαυαροκρατίας δεινά των Ελλήνων, ήταν ίσως «χάϊδεμα» σε σύγκριση προς το τι υπέστησαν έναν αιώνα μετά, στη Γερμανοκατοχή, η δύσμοιρη χώρα μας και οι δύστυχοι διά των όπλων υποδουλωθέντες Έλληνες· όταν οι σύγχρονοι Ούννοι μάς καθυπέταξαν και μας επιβλήθηκαν ως κατακτητές· τότε που οι βδελυρές δυνάμεις των Ες - Ες, Βέρμαχτ, Γκεστάπο κ.λπ. παρ’ ολίγο να εξαφανίσουν τη φύτρα της ράτσας μας. Οι πληγές της περιόδου αυτής ατυχώς ακόμη δεν έχουν επουλωθεί.
Τα δεινά του Ελληνισμού εξ αιτίας της «αγάπης» των Γερμανών προς τη φυλή μας, τα γευθήκαμε και στην περίοδο της εθνικής μας ολοκλήρωσης, τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, όταν ο γερμανόφιλος βασιλιάς Κωνσταντίνος (γαμπρός τού τότε κάιζερ) εκ των ανιστόρητων ιδεοληψιών του και δεσμεύσεων προς τη Γερμανία, δημιούργησε τον επάρατο εθνικό διχασμό με τις δύο ελληνικές κυβερνήσεις (Αθηνών, Θεσσαλονίκης), πράγμα ατυχώς που αποτέλεσε την απαρχή για το καταστρεπτικό αποτέλεσμα του ελληνισμού, τον ακρωτηριασμό του εθνικού μας κορμού, με την απώλεια της Μικράς Ασίας.
Τέλος, τραγικά, αλλά αληθινά, μόλις 70 χρόνια μετά την ήττα της Γερμανίας στο Β΄ Παγκόσμιο και 60 μετά την πανηγυρική δημιουργία τής ΕΟΚ (προδρόμου της Ενωμένης Ευρώπης) με τη Συνθήκη της Ρώμης τού ‘57, βρισκόμαστε ως Έλληνες να είμαστε προδομένοι ως προς τα διακηρυχθέντα και από μας ενστερνισθέντα: ευρωπαϊκό κεκτημένο, Ευρώπη των λαών, ισοτιμία, αλληλεγγύη κ.λπ..
Τούτο δε θα είχε ιδιαίτερη σημασία αν δεν είχαμε φθάσει ουσιαστικά στην κατάλυση της λαϊκής μας κυριαρχίας και στην πράξη κολόβωση της εθνικής μας ανεξαρτησίας, ατυχώς διά της οικονομικής υποτέλειάς μας στους διεθνείς τοκογλύφους μας, τους Ε.Κ.Τ., Δ.Ν.Τ., Ε.Ε., με βασικό «παίκτη» τη Γερμανία.
Η αναφορά στη Γερμανία δεν είναι απλά σχήμα λόγου. Φθάσαμε στο σημείο να μας έχει επιβληθεί γερμανική οιονεί ύπατη αρμοστεία. Το ρόλο του αρμοστή παίζει ο κ. Ράιχεμπαχ, αυτός που, με όποιον τρόπο μάλιστα εκείνος κρίνει πρόσφορο, διασφαλίζει αποκλειστικά μόνο τα συμφέροντα της Γερμανίας. Τούτο δε παγιώθηκε στα χρόνια της κρίσεως, που ατυχώς την εξουσία κατείχαν οι γιέσμεν ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.. Βέβαια, ενώ οι αρχηγοί της Γερμανίας, Μέρκελ και Σόιμπλε, μας «κουνούσαν» συνεχώς το δάχτυλο, αφ’ ότου οι ανίκανοι ταγοί μας μάς έβαλαν στα Μνημόνια εδώ και πέντε χρόνια, οι δικοί μας ευθυγραμμίζονταν «τοις κείνων εντολαίς πειθόμενοι», συμμορφούμενοι στα κελεύσματα των Γερμανών κατακτητών μας (διά του χρήματος τώρα).
Η Ελλάδα, στις λογικές της παγγερμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη, χρησιμοποιείτο ως πειραματόζωο του ανάλγητου προγράμματος της ατέλειωτης λιτότητας και παράλληλα ως προβολή παραδειγματισμού των άλλων, των «απείθαρχων», κυρίως Νοτιοευρωπαίων. Δηλαδή, παγίωναν σιγά - σιγά, με τη γνωστή γερμανική μεθοδικότητα, το Pax Germanica διά της οικονομικής τους ισχύος.
Αυτήν που είχαν ονειρευτεί, αλλά δεν κατάφεραν οι πατεράδες και οι παππούδες τους με τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους που προκάλεσαν. Και ενώ λοιπόν η οικονομική κρίση στην Ελλάδα σήμαινε εκατόμβες θυμάτων ως συνακόλουθο της ανθρωπιστικής κρίσεως που μαστίζει το Λαό, την ίδια στιγμή σήμαινε κέρδη δισεκατομμυρίων (πάνω από 50) ευρώ για τα ταμεία της Γερμανίας.
Αυτό δε, διότι, δρώντας όπως οι τοκογλύφοι, βγάζουν διάφορο με τα ληστρικά επιτόκια που μας επιβάλλουν διά των Μνημονίων για τα ποσά που τάχα μάς δανείζουν, όταν αυτοί τα δανείζονται απ’ τις «αγορές» με μηδενικά επιτόκια. Λέγω δε τάχα, γιατί δεν έχει δοθεί ούτε ένα ευρώ απ’ τα δημόσια ταμεία της Γερμανίας στον ελληνικό λαό, αφού το μόνο που κάνουν είναι να δίνουν την απαιτούμενη εγγυοδοσία προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τα δάνεια που παίρνουμε απ’ αυτή.
Ενώ λοιπόν τα δάνειά μας δεν έχουν στοιχίσει ούτε λεπτό στους Γερμανούς φορολογουμένους, έχουν καταφέρει για λόγους μικροπολιτικής και ψηφοθηρίας να περάσουν στους Γερμανούς ψηφοφόρους ότι αυτοί τάχα ταΐζουν τους τεμπέληδες Έλληνες. Βέβαια, προκειμένου εμείς να υπάρξουμε συνεπείς στις λεόντειες συμβάσεις που συνεπάγονται όλα αυτά τα θηριώδη δάνεια, που έχουν φθάσει σήμερα το δημόσιο χρέος στο ~175% τού ΑΕΠ μας, οι Γερμανοί «αφέντες» μας διεκδικούν να υπάρξουμε «πειθήνιοι υποτακτικοί» κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη του χρέους μας. Τούτο το βιώσαμε κατά την περίοδο την από 25/1/2015, μετά την εκλογή της κυβέρνησης Τσίπρα, έως την υπογραφή προ εβδομάδος της σύμβασης της παράτασης των τεσσάρων μηνών, αυτή που ζήτησε η νέα κυβέρνηση προκειμένου να ετοιμαστεί όπως πρέπει για να διαπραγματευτεί το μέλλον στην πραγματικότητα του Ελληνικού Έθνους.
Έτσι, αφού έδειξαν το πόσο ενοχλημένοι υπήρξαν οι αρχηγοί των Γερμανών, με επικεφαλής τον πολύ Β. Σόιμπλε, εκ της συνέπειας λόγων και έργων εν αναφορά προς τη διαπραγμάτευση των της ελληνικής κυβέρνησης, προσπάθησαν να τορπιλίσουν με κάθε τρόπο την επίτευξη συμφωνίας. Τούτο, όταν πολλοί εκ των εταίρων μας στην Ε.Ε. προσπαθούσαν να βρεθεί ο τρόπος να επιτευχθεί η συμφωνία.
Και βέβαια, ενώ επιτεύχθηκε η συμφωνία και το μεγάλο επίτευγμα της μειώσεως του πρωτογενούς πλεονάσματος από το 4,5%, στο χαμηλότερο δυνατό ποσοστό, χθες, διά του «μεγάλου» Σόϊμπλε, ακούστηκε ότι τούτο ισχύει μόνο για το 2015, ενώ για το ‘16 και μετά ισχύει το συμπεφωνημένο 4,5%!!!
Ανακόλουθο πράγμα, βέβαια. Αλλά τούτο σηματοδοτεί τη θέληση των Γερμανών να μας κρατήσουν γονατιστούς για πάντα.
Δηλαδή η θέλησή τους είναι να βρισκόμαστε πάντα υπό την «κηδεμονία» τους. Πάντως πίστη μου είναι πως ο τίτλος δεν είναι ρητορική ερώτηση, έχει απάντηση: Μπορούμε!
Αρκεί η διαπραγμάτευση που η κυβέρνηση μόλις άρχισε, να συνεχιστεί αταλάντευτα.