Και για τις γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες

01/07/2012 - 05:56
Κίνδυνο να εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2 ή διαταραχές στη ρύθμιση του σακχάρου κατά τη διάρκεια της ζωής τους ή κατά την εγκυμοσύνη, έχουν οι γυναίκες που έχουν σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Επικίνδυνος ο διαβήτης

Διαβήτης και διαταραχές σακχάρου απειλούν τις γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, ειδικά όταν είναι παχύσαρκες.

Κίνδυνο να εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2 ή διαταραχές στη ρύθμιση του σακχάρου κατά τη διάρκεια της ζωής τους ή κατά την εγκυμοσύνη, έχουν οι γυναίκες που έχουν σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Ο κίνδυνος αυτός είναι τριπλάσιος απ’ ό,τι στις άλλες γυναίκες, ενώ είναι επτά φορές πιο αυξημένος σε γυναίκες που πάσχουν από πολυκυστικές ωοθήκες και ταυτόχρονα είναι παχύσαρκες.
Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών είναι η πιο συχνή ενδοκρινοπάθεια στις γυναίκες, η οποία συνδυάζεται με διαταραχές του κύκλου, αυξημένη τριχοφυΐα, υπογονιμότητα, παχυσαρκία ή διαταραχές στη ρύθμιση του σακχάρου. Οι γυναίκες που πάσχουν από πολυκυστικές ωοθήκες ή είναι ταυτόχρονα και παχύσαρκες έχουν αυξημένο κίνδυνο από τρεις έως επτά φορές μεγαλύτερο, σε σύγκριση με τις υγιείς γυναίκες, να εμφανίσουν διαταραχή στη ρύθμιση του σακχάρου τους ή να εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2, είτε κάποια στιγμή στη ζωή τους είτε στην εγκυμοσύνη τους. Αυτό σημαίνει ότι ο οργανισμός τους αναπτύσσει αντίσταση στην ινσουλίνη, δηλαδή εμφανίζουν αυξημένο σάκχαρο στο αίμα ή χρειάζονται αυξημένη ποσότητα ινσουλίνης προκειμένου να διατηρήσουν φυσιολογικά τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα τους.
Οι παχύσαρκες γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη με την απώλεια βάρους και την άσκηση. Οι υπόλοιπες μπορούν να ακολουθήσουν φαρμακευτική αγωγή με μετφορμίνη, βάσει των συστάσεων ενδοκρινολόγου ή διαβητολόγου.

Διαβήτης και γονιμότητα

Οι γυναίκες που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, εμφανίζουν ελαττωμένη γονιμότητα σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό, σύμφωνα με δεδομένα από μια πρόσφατη σουηδική μελέτη. Αντιθέτως, με την εφαρμογή των σύγχρονων θεραπευτικών προσεγγίσεων, οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 δεν εμφανίζουν ελαττωμένη γονιμότητα, παρά μόνο σε περίπτωση που έχουν ήδη εμφανίσει σημαντικές επιπλοκές από το διαβήτη.
Όσον αφορά στο έμβρυο που κυοφορείται, ο κίνδυνος των συγγενών ανωμαλιών σε γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 παραμένει υψηλότερος σε σύγκριση με το γενικό γυναικείο πληθυσμό, αν και παρατηρείται σημαντική ελάττωση κατά τα τελευταία 30 έτη. Σε κάθε περίπτωση, για να επιτύχουμε έκβαση της εγκυμοσύνης στη γυναίκα με σακχαρώδη διαβήτη, παρόμοια με αυτήν της γυναίκας χωρίς διαβήτη, είναι σημαντικό να εφαρμοσθεί στις διαβητικές γυναίκες αυστηρός μεταβολικός έλεγχος, ώστε να προληφθούν ή να επιβραδυνθούν οι επιπλοκές, συμπεριλαμβανομένης της υπογονιμότητας.

Επιπτώσεις σακχαρώδη διαβήτη στο νεογνό

Το νεογνό διαβητικής μητέρας αντιμετωπίζει αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών. Οι κίνδυνοι για το νεογνό διαβητικής μητέρας αφορούν στην περίοδο της σύλληψης, την εμβρυϊκή, τη νεογνική, αλλά και τη μετέπειτα.
Η συχνότητα εμφάνισης συγγενών δυσπλασιών είναι τρεις - τέσσερις φορές πιο μεγάλη σε νεογνά διαβητικών μητέρων σε σχέση με νεογνά μη διαβητικών και αναφέρεται στο 4% - 11% των κυήσεων των ινσουλινοεξαρτώμενων γυναικών.
Επίσης, πολλές επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι αυξημένα επίπεδα γλυκόζης και γλυκοζιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1C) κατά την περίοδο της σύλληψης και νωρίς στην εγκυμοσύνη οδηγούν σε αυξημένη συχνότητα εμφάνισης συγγενών δυσπλασιών και αυτόματων αποβολών.
Η πιθανότητα εμφάνισης συγγενών δυσπλασιών μπορεί να προβλεφθεί από τα επίπεδα της HbA1C της μητέρας κατά τη 14η εβδομάδα κύησης. Έτσι, μητέρες με τιμές μικρότερες από 7% δε διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να γεννήσουν παιδί με συγγενή δυσπλασία από μητέρες που δεν έχουν διαβήτη.
Οι μακροχρόνιες επιπλοκές στο νεογνό μητέρας με σακχαρώδη διαβήτη κατά την κύηση περιλαμβάνουν την παιδική παχυσαρκία, την αυξημένη τάση για ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2 και νευροαναπτυξιακές διαταραχές. Υπάρχουν αρκετές πληροφορίες ότι η έκθεση του εμβρύου στο ενδομήτριο υπεργλυκαιμικό περιβάλλον έχει ως αποτέλεσμα τα νεογνά αυτά να είναι παχύσαρκα. Συνήθως, η σωματική ανάπτυξη σε ηλικία 12 μηνών είναι ίδια σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, παρά τη μακροσωμία κατά τη γέννηση. Ωστόσο, σε ηλικία πέντε ετών το βάρος αυξάνει σημαντικά, με συνέπεια στην ηλικία των οκτώ ετών τα μισά παιδιά να είναι παχύσαρκα.
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey