
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Μια από τις συνηθέστερες κυριότερες εξετάσεις για τον έλεγχο και τη διάγνωση των παθήσεων του θυρεοειδούς, είναι το υπερηχογράφημα.
Μια από τις συνηθέστερες κυριότερες εξετάσεις για τον έλεγχο και τη διάγνωση των παθήσεων του θυρεοειδούς, είναι το υπερηχογράφημα.
Είναι μια ανώδυνη απεικονιστική εξέταση για τη μελέτη των παθήσεων του θυρεοειδούς, που πρέπει να γίνεται από τον ειδικό ακτινολόγο - ακτινοδιαγνώστη γιατρό. Δεν χρειάζεται κάποια ειδική προετοιμασία του εξεταζόμενου και διαρκεί μερικά λεπτά της ώρας.
Τις τελευταίες δεκαετίες αποτελεί την εξέταση πρώτης επιλογής γιατί μας δίνει πολλές πληροφορίες. Ελέγχουμε αρχικά τη θέση και το μέγεθος του αδένα και μελετάμε το εσωτερικό του για παρουσία αλλοιώσεων. Κατά τον υπερηχογραφικό έλεγχο του θυρεοειδούς, γίνεται παράλληλα και έλεγχος για τυχόν παρουσία λεμφαδένων στον τράχηλο.
Το συχνότερο εύρημα είναι η παρουσία όζων. Όζος θεωρείται μια περιοχή του θυρεοειδούς, συνήθως σχήματος σφαιρικού ή οβάλ αλλά και μερικές φορές ακανόνιστου, που διαφέρει από το υπόλοιπο παρέγχυμα.
Ένας όζος μπορεί να είναι από λίγα χιλιοστά έως μερικά εκατοστά, μπορεί να αποτελείται από συμπαγή ιστό ή μόνο από υγρό (κύστη), ή και τα δύο (μεικτός). Κατά τον υπερηχογραφικό έλεγχο του θυρεοειδούς, μπορεί να βρεθεί ένας, μερικοί ή πολλαπλοί όζοι. Όλα τα χαρακτηριστικά του όζου του θυρεοειδούς, δεν μπορούν να θέσουν αξιόπιστα τη διάγνωση για το αν αυτός είναι καλοήθης ή κακοήθης. Η μεγάλη πλειοψηφία των όζων του θυρεοειδούς είναι καλοήθεις και ένα μικρό ποσοστό, λιγότερο από 5%, κακοήθεις εκ των οποίων το 98% αντιμετωπίζεται άκρως ικανοποιητικά και μόνο το 2% έχουν κακή πρόγνωση (δηλαδή ένας στους χίλιους όζους).
Ο έλεγχος της αγγείωσης του όζου του θυρεοειδούς με έγχρωμο υπερηχογράφημα, επίσης δεν μπορεί να θέσει τη διάγνωση μεταξύ καλοήθους και κακοήθους όζου. Η αυξημένη αγγείωση αποτελεί μια ελάχιστη ένδειξη αλλά όχι ουσιαστική
Υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις για τη διενέργεια υπερηχογραφήματος:
1) Διερεύνηση ψηλαφητής μάζας στο θυρεοειδή ή τράχηλο.
2) Διερεύνηση παθολογικών καταστάσεων που βρέθηκαν από άλλες εξετάσεις.
3) Διερεύνηση του μεγέθους και της μορφολογίας του θυρεοειδούς.
4) Έλεγχος ατόμων με μεγάλο κίνδυνο κακοήθειας στο θυρεοειδή.
5 Παρακολούθηση γνωστών όζων του θυρεοειδούς.
6) Παρακολούθηση χειρουργημένων ασθενών με καρκίνο του θυρεοειδούς για πιθανή υποτροπή ή παρουσία παθολογικών λεμφαδένων.
7) Δευτερεύουσες ενδείξεις αποτελούν οι καρδιακές αρρυθμίες, οι διαταραχές του μεταβολισμού, δύσπνοια, βήχας, δυσκαταποσία, υπερκινητικότητα, υπνηλία κ.ά..
8) Η κληρονομικότητα των παθήσεων του θυρεοειδούς δεν έχει αποδειχθεί, αλλά θα ήταν καλός ο προληπτικός έλεγχος σε άτομα με συγγενείς που πάσχουν από θυρεοειδοπάθειες.
Τέλος, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι τα ευρήματα στο υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς δεν συσχετίζονται με τις υπόλοιπες εργαστηριακές εξετάσεις αίματος, δηλαδή μπορεί να υπάρχουν παθολογικά ευρήματα στο υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς αλλά οι εξετάσεις αίματος να είναι φυσιολογικές ή και το αντίστροφο, γι’ αυτό ο ολοκληρωμένος εργαστηριακός έλεγχος περιλαμβάνει και τα δύο.
Όλα μαζί τα χαρακτηριστικά μαζί με την ψηλάφηση από το θεράποντα γιατρό και τις εξετάσεις στο αίμα, πρέπει να αξιολογηθούν ώστε αν υπάρχει βάσιμη υποψία κακοήθειας, να γίνει βιοψία, η οποία γίνεται πιο εύκολα και αξιόπιστα με παρακέντηση υπό υπερηχογραφική παρακολούθηση. Συνήθως γίνεται παρακέντηση σε όζους μεγαλύτερους από 10 χιλιοστά ή σε όζους που μεγαλώνουν απότομα.
Είναι μια ανώδυνη διαδικασία που γίνεται στο ακτινολογικό εργαστήριο χωρίς χρήση φαρμάκων και μόνο με μια κανονική βελόνα και σύριγγα με τη βοήθεια των υπερήχων. Ο ακτινοδιαγνώστης γιατρός εντοπίζει τον όζο που πρόκειται να ελεγχθεί και εισάγει από το δέρμα μια λεπτή βελόνα, που την προωθεί προς το κέντρο του όζου. Την πορεία της βελόνας παρακολουθεί με τον υπερηχογράφο. Όταν η βελόνα βρεθεί στην σωστή θέση, ασκεί ισχυρή αναρρόφηση με μια σύριγγα.
Με αυτόν τον τρόπο αποσπά κύτταρα από τον όζο. Το υλικό της παρακέντησης ελέγχεται στο μικροσκόπιο από τον ειδικό κυτταρολόγο γιατρό, ο οποίος θέτει τη διάγνωση αν ο όζος είναι καλοήθης ή κακοήθης, χωρίς να αποκλείονται αμφίβολα αποτελέσματα. Δεν χρειάζεται κάποια ειδική προετοιμασία πριν την παρακέντηση εκτός από διακοπή λήψης φαρμάκων που επηρεάζουν την πήξη του αίματος, όπως η ασπιρίνη, το salospir και τα αντιπηκτικά.
Επίσης δεν υπάρχει κανένας περιορισμός μετά την παρακέντηση εκτός από τη μη λήψη των ίδιων φαρμάκων. Σε σπάνιες περιπτώσεις, το υλικό της παρακέντησης μπορεί να μην περιέχει αρκετά κύτταρα και να είναι αδύνατο να δοθεί διάγνωση.
Στην περίπτωση αυτή, ο έλεγχος επαναλαμβάνεται. Όταν η κυτταρολογική είναι αρνητική, συνεχίζεται η παρακολούθηση του θυρεοειδούς όπως και πριν την παρακέντηση. Εάν η κυτταρολογική είναι θετική για κακοήθεια, ο θυρεοειδής αφαιρείται χειρουργικά. Στις περιπτώσεις που η κυτταρολογική είναι αμφίβολη, συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του όζου και ή αφαιρείται ή παρακολουθείται και επανελέγχεται.
Εκτός από τη διερεύνηση των όζων του θυρεοειδούς, το υπερηχογράφημα συμβάλει στη διερεύνηση και άλλων παθήσεων και καταστάσεων του θυρεοειδούς, όπως η αυτοάνοσες θυρεοειδίτιδες (Νόσος Hashimoto), της οζώδους ή απλής βρογχοκήλης κλπ.. Επίσης με το υπερηχογράφημα παρακολουθούνται όσοι έχουν κάνει επέμβαση θυρεοειδεκτομής μια φορά το χρόνο.
Πηγή: View Υγεία