Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Πρόκειται για την παραμονή ορώδους ή βλεννώδους εξιδρώματος (υγρού) στο μέσο ους (μέσο αυτί). Το μέσο ους βρίσκεται πίσω από την τυμπανική μεμβράνη και περιέχει τρία πολύ μικρά οστά - τα ακουστικά οστάρια -, σφύρα, άκμονα και αναβολέα, που κινούνται όταν τα ηχητικά κύματα φτάσουν σε αυτά, με αποτέλεσμα ο ήχος να μεταφέρεται στο ακουστικό νεύρο και έτσι να παράγεται η αίσθηση της ακοής.
Το «υγρό στο αυτί» είναι η πιο κοινή αιτία βαρηκοΐας στα παιδιά, με μέγιστη συχνότητα στις ηλικίες δύο με πέντε ετών. Υπολογίζεται ότι περίπου τέσσερα στα πέντε παιδιά (ποσοστό 80%) θα εμφανίσουν ένα επεισόδιο μέσης ωτίτιδας μέχρι την ηλικία των τεσσάρων ετών.
Σε φυσιολογικές συνθήκες, το μέσο ους είναι γεμάτο με αέρα έτσι ώστε η κίνηση των οσταρίων να γίνεται ελεύθερα. Όταν όμως πάσχουμε από εκκριτική ωτίτιδα, τότε η κοιλότητα του μέσου ωτός γεμίζει με υγρό και βλέννα, και εμποδίζεται η κίνηση των οσταρίων και η μετάδοση του ήχου.
Η εκκριτική ωτίτιδα προκαλείται από τη δυσλειτουργία-μπλοκάρισμα της ευσταχιανής σάλπιγγας, ενός πολύ μικρού σωληνίσκου που βρίσκεται στο πίσω μέρος της μύτης και συνδέει το αυτί με τη μύτη. Η ευσταχιανή σάλπιγγα είναι υπεύθυνη για την παρουσία-είσοδο αέρα στο μέσο ους και για την απομάκρυνση του υγρού και της βλέννας.
Έτσι όταν η ευσταχιανή σάλπιγγα δε δουλεύει όπως πρέπει, το υγρό δεν απομακρύνεται και μαζεύεται μέσα στην κοιλότητα του αυτιού, ο αέρας δεν μπορεί να περάσει και αυτός που υπάρχει απορροφάται, αναπτύσσεται αρνητική πίεση που τραβά την τυμπανική μεμβράνη προς τα μέσα και η ακοή μειώνεται.
Τα παιδιά κάτω των έξι ετών εμφανίζουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν «υγρό στο αυτί», καθώς η ευσταχιανή σάλπιγγά τους είναι πιο μικρή σε μήκος και σε οριζόντια θέση, με αποτέλεσμα το υγρό να μην κυλάει εύκολα προς το ρινοφάρυγγα και να την αποφράσσει ευκολότερα.
Στις περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις της εκκριτικής ωτίτιδας, έχει προηγηθεί συνήθως είτε ένα επεισόδιο οξείας μέσης ωτίτιδας, είτε κάποιο άλλο επεισόδιο λοίμωξης του ανώτερου αναπνευστικού, όπως για παράδειγμα μια ρινίτιδα. Το πιο σύνηθες σύμπτωμα είναι βαρηκοΐα, μπορεί όμως να ανακαλυφθεί και τυχαία κατά την κλινική εξέταση.
Σε μερικά παιδιά, η βαρηκοΐα διαπιστώνεται αρχικά από το σχολικό περιβάλλον λόγω μειωμένης αντίληψης της ομιλίας ή από τους γονείς λόγω αύξησης έντασης συσκευών ήχου (π.χ. τηλεόραση). Πιθανολογείται ότι η εκκριτική ωτίτιδα μπορεί να προκαλέσει καθυστέρηση της ομιλίας, της μαθησιακής ικανότητας, αλλαγή της συμπεριφοράς, καθώς και διαταραχή του ύπνου. Έτσι, το παιδί είναι πιθανόν να δίνει λανθασμένα την εικόνα αφηρημένου και χαμηλής αντίληψης ατόμου.
Στους ενήλικες η προσβολή είναι συνήθως μονόπλευρη και ακολουθεί συνήθως κάποιο επεισόδιο λοίμωξης του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος ή σπάνια αποτελεί εκδήλωση κάποιας νεοπλασματικής εξεργασίας.
Η ωτοσκόπηση και η ωτομικροσκόπηση αποτελούν τις διαγνωστικές μεθόδους. Η τυμπανομετρία αποτελεί ένα πολύ σημαντικό μέσο για την ανίχνευση αφενός και την παρακολούθηση αφετέρου αυτών των παιδιών.
Η φυσική εξέλιξη της εκκριτικής ωτίτιδας είναι συνήθως καλή, καθώς στο 30 - 50% των περιπτώσεων το υγρό υποχωρεί αυτόματα, χωρίς ουσιαστικά κάποια παρέμβαση και χωρίς φυσικά παρενέργειες.
Οι Αμερικανικές Ακαδημίες Ωτορινολαρυγγολόγων και Παιδιάτρων έχουν καθορίσει τις κατευθυντήριες γραμμές για την αντιμετώπιση της εκκριτικής ωτίτιδας στα παιδιά ως εξής: συντηρητική θεραπεία και παρακολούθηση για διάστημα τριών μηνών σε όλα τα παιδιά.
Εάν μετά από διάστημα τριών μηνών το υγρό δεν έχει απορροφηθεί, τότε γίνεται μυριγγοτομή και τοποθέτηση σωληνίσκων αερισμού.