Με τον όρο θρομβοφιλία ορίζουμε τους γενετικούς ή επίκτητους παράγοντες που προδιαθέτουν στην εμφάνιση θρομβώσεων. Η εγκυμοσύνη εκ φύσεως χαρακτηρίζεται από υπερπηκτικότητα και αυξημένο κίνδυνο θρομβώσεων.
Με τον όρο θρομβοφιλία ορίζουμε τους γενετικούς ή επίκτητους παράγοντες που προδιαθέτουν στην εμφάνιση θρομβώσεων. Η εγκυμοσύνη εκ φύσεως χαρακτηρίζεται από υπερπηκτικότητα και αυξημένο κίνδυνο θρομβώσεων. Αυτό γιατί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης φυσιολογικά και τελεολογικά επέρχονται τέτοιες αλλαγές στην ισορροπία μεταξύ παραγόντων πήξεως και αιμορραγίας, που προστατεύουν το υπό γέννηση έμβρυο και τη μητέρα από τον κίνδυνο αιμορραγίας κατά τον τοκετό ή κατόπιν αποβολής. Έτσι δεν προκαλεί έκπληξη ότι η κυρία αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας κατά την εγκυμοσύνη και τον τοκετό είναι οι επιπλοκές από τις θρομβώσεις. Συγκεκριμένα, στην Αγγλία η συστηματική εμπιστευτική εξέταση των αιτιών μητρικών θανάτων έχει δείξει ότι οι θρομβώσεις είναι η κύρια αιτία θανάτου στην ομάδα αυτή («Confidential Enquiry into Maternal and Child Health», 2007). Ο κίνδυνος θρομβώσεως και επιπλοκών κατά την εγκυμοσύνη είναι τέσσερις - πέντε φορές υψηλότερος, παρών από το πρώτο τρίμηνο και αυξάνεται κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο.
Από τα μέσα της δεκαετίας τού ‘90 μικρής εμβέλειας μελέτες ενδείκνυαν την πιθανή συσχέτιση επανειλημμένων αποβολών και θρομβοφιλίας. Τα αποτελέσματα των μελετών αυτών έδωσαν το έναυσμα για την οργάνωση κλινικών σε αιματολογικά τμήματα για την παρακολούθηση και θεραπευτική αντιμετώπιση εγκύων γυναικών με ιστορικό αποβολών με ή χωρίς θρομβοφιλία. Στα αρχικά εκείνα στάδια, κάθε γυναίκα με ιστορικό τριών ή παραπάνω αποβολών παρεπέμπετο σε αιματολόγο για περαιτέρω έλεγχο και παρακολούθηση.
Η οργανωμένη παρακολούθηση τέτοιων περιστατικών την τελευταία 20ετία μάς έδωσε τη δυνατότητα να συγκεντρώσουμε περισσότερα επιδημιολογικά δεδομένα για τη συσχέτιση θρομβοφιλίας και επιπλοκών της κυήσεως. Επίσης διετέθησαν περισσότερα κονδύλια για τη διεξαγωγή βασικής έρευνας και την πρόδρομη μελέτη θεραπευτικών παρεμβάσεων. Η πιο σημαντική επίπτωση από τη λήψη των μέτρων αυτών είναι η μείωση των επιπλοκών και θανάτων από θρομβώσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και τού τοκετού, όπως φαίνεται και από την πιο πρόσφατη έκθεση του «Centre for Maternal and Child Health Enquiries» (2011).
Με βάση τα παραπάνω αποτελέσματα, τα βιβλιογραφικά δεδομένα, τη συσσωρευμένη εμπειρία και τις οδηγίες εθνικών επιστημονικών επιτροπών, συνιστάται όλες οι εγκυμονούσες να υποβάλλονται σε ενδελεχή εκτίμηση όλων των παραγόντων κινδύνου για θρόμβωση πριν την κύηση ή στα αρχικά στάδια της κύησης και η συνεκτίμηση των παραγόντων κινδύνου για θρόμβωση από αιματολόγο με εμπειρία στο αντικείμενο, ο οποίος και θα αποφασίσει περαιτέρω διαχείριση και θεραπευτική αντιμετώπιση εάν υπάρχει ένδειξη για τη συγκεκριμένη περίπτωση.
Πηγές:
British Journal of Haematology, British Society of Haematology, Centre for Maternal and Child Health Enquiries, 2011.
* Η Ελένη Ψιάχου είναι αιματολόγος, τ. διευθύντρια Αιματολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Leicester και Luton της Αγγλίας. Συνεργάζεται με την «Ιατρική Διάγνωση Λέσβου».