Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Έναρξη σχολικού έτους! Και βέβαια, έναρξη των διαφόρων και διαφορετικών δραστηριοτήτων που αυτό συνεπάγεται.
Κάθε παιδί από 3 έως 18 χρονών, ανάλογα με τη βαθμίδα του εκπαιδευτικού συστήματος στην οποία εντάσσεται, θα κληθεί να αντεπεξέλθει σε ποικίλα ζητούμενα και να επεξεργασθεί ένα εύρος αλλαγών.
Θα χρειαστεί να απαντήσει σε νέες μαθησιακές ή κοινωνικές απαιτήσεις, να ακολουθήσει κανόνες που ενδεχομένως αντικαθιστούν ή διαφοροποιούν τους κανόνες που μέχρι εκείνη τη στιγμή γνώριζε, να θέσει νέες προτεραιότητες που πολύ πιθανόν έχουν ένα κόστος. Θα χρειαστεί, για παράδειγμα, να ζωγραφίσει μια πεταλούδα και όχι «ό,τι θέλει», να συγκροτήσει την κίνηση του χεριού του ώστε η «κουλουρίτσα» και το «μαγκουράκι» να ενωθούν για να σχηματίσουν το γράμμα «α», να λύσει μια μαθηματική άσκηση ή να μάθει το επόμενο κεφάλαιο στην Ιστορία.
Το παράγωγο του κόπου του θα βαθμολογηθεί και αυτό το νούμερο θα σταθεί δίπλα σε άλλα νούμερα, τα οποία βαθμολογούν τα παράγωγα των κόπων άλλων παιδιών. Για να αντεπεξέλθει στις ποικίλες απαιτήσεις, θα χρειαστεί να μειώσει ή και να ελαχιστοποιήσει το χρόνο που δαπανά σε ευχάριστες για αυτό δραστηριότητες, όπως το παιχνίδι ή οι ανέμελες στιγμές με φίλους.
Με λίγα λόγια, κάθε νέο σχολικό έτος αποτελεί συγχρόνως εκπαίδευση σε μια νέα πειθαρχία. Σε αυτήν την πορεία, όπως σε κάθε πορεία μάθησης, το παιδί -και όχι μόνο!- χρειάζεται ενίσχυση, μια μορφή της οποίας αποτελεί η κοινωνική επιβράβευση.
Για να εδραιωθούν επιθυμητές συμπεριφορές -όπως είναι η μελέτη, η συνεργασία με συμμαθητές και δασκάλους, η τήρηση του σχολικού προγράμματος- είναι απαραίτητο γονείς και εκπαιδευτικοί να επαινέσουν το παιδί τη στιγμή που θα τις εμφανίσει, να του μεταδώσουν τη χαρά ή την περηφάνεια τους, να μοιραστούν τη δική του χαρά ή περηφάνεια.
Καθώς οι επιθυμητές αυτές συμπεριφορές εμφανίζονται σε ένα ευχάριστο περιβάλλον, αυξάνονται κατά πολύ οι πιθανότητες να γίνουν από μόνες τους ευχάριστες. Όλοι μάλλον μπορούμε να θυμηθούμε από τα σχολικά μας χρόνια ένα δάσκαλο που «μας έκανε να αγαπήσουμε» το αντικείμενό του.
Ένα μαθηματικό που «μας έκανε» να ανοίξουμε το βιβλίο των Μαθηματικών, ένα φιλόλογο που «μας έκανε» να συμπονέσουμε την Αντιγόνη.
Συχνά όμως συγχέουμε την ενίσχυση ή την επιβράβευση με το συγκριτικό έπαινο. Το παιδί μας έχει ζωγραφίσει την ΠΙΟ όμορφη πεταλούδα, κάνει τα ΠΙΟ ωραία γραμματάκια, έχει τα ΠΙΟ περιποιημένα τετράδια, ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ έλυσε τη συγκεκριμένη εξίσωση, πήρε τον ΥΨΗΛΟΤΕΡΟ βαθμό στο διαγώνισμα Φυσικής, είναι το ΠΙΟ καλό παιδί σε ολόκληρη την τάξη, είναι Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ μαθητής, είναι ΤΟ ΜΟΝΟ που ήξερε να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση της δασκάλας, ήταν ΤΟ ΜΟΝΟ που δεν κόμπιασε όταν έλεγε το ποίημα στη σχολική γιορτή, είναι το ΠΙΟ έξυπνο, το ΠΙΟ ετοιμόλογο, το ΠΙΟ ευέλικτο, έχει τη ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ φαντασία, και πάει λέγοντας. Άθελά μας, και ενώ θεωρούμε ότι ενισχύουμε επιθυμητές δράσεις, στην πραγματικότητα τις… τιμωρούμε! Άθελά μας μεταφέρουμε το μήνυμα ότι το σημαντικό δεν είναι να ζωγραφίσει, αλλά να κάνει ΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ζωγραφιά.
Το σημαντικό δεν είναι να εκπαιδευθεί στη μαθηματική σκέψη, αλλά να έχει ΤΗΝ ΥΨΗΛΟΤΕΡΗ επίδοση στα μαθηματικά. Οι δραστηριότητες του σχολείου γίνονται ένα από τα βασικά πεδία στα οποία το μήνυμα που λαμβάνεται, είναι πως απαιτείται να είναι πάντα κάτι «ΠΙΟ» από κάποιον άλλον ή από όλους τους άλλους.
Δεν εξαρτάται απ’ την «πρωτιά»
Αυτό το μήνυμα μπορεί να αποτελέσει σημείο εκκίνησης αλυσιδωτών αντιδράσεων και συνεπειών. Μας βάζει ως παιδιά, αλλά και στη συνέχεια ως ενήλικες, σε μια τροχιά ανταγωνισμού που πολύ συχνά προξενεί άγχος, δυσαρέσκεια ή ακόμη άρνηση και παραίτηση.
Οι ίδιες οι δραστηριότητες -το να μελετώ, να γνωρίζω καινούργια πράγματα, να συνεργάζομαι με άλλους ανθρώπους, να εξελίσσομαι- δεν έχουν αξία αν δεν πρόκειται να με ανεβάσουν στο βάθρο του πρώτου. Και τελικά η ίδια μου η αυταξία φτάνει να εξαρτάται από την πρωτιά. Καθώς όμως αυτή η απόλυτη πρωτιά δεν υφίσταται, απειλούμαι από μια διαρκή αίσθηση δυσαρέσκειας, ανικανοποίητου, προσωπικής απαξίωσης.
Με δυο λόγια, απειλούμαι από αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «χαμηλή αυτοεκτίμηση». Η σύγκριση με έναν υπαρκτό ή ιδεατό άλλο φτάνει να συνθλίβει τις ικανότητές μας, τη δημιουργικότητά μας, τελικά τη χαρά που μπορεί να μας δώσει η επαφή μας με τα αγαθά της ζωής.
Τον περασμένο Μάιο η Η τελείωνε τη Γ΄ δημοτικού και ο Μ το νηπιαγωγείο. Επινόησαν το εξής παιχνίδι. Χώρισαν έναν παιδικό πίνακα στη μέση και ζωγράφισαν ο καθένας ένα καράβι. Με φώναξαν να αποφανθώ ποιο είναι το ΠΙΟ όμορφο χωρίς να μου πουν ποιο καράβι ήταν τής Η και ποιο τού Μ.
Όταν δήλωσα τον ενθουσιασμό μου και για τα δύο, δυσαρεστήθηκαν και επέμειναν να διαλέξω. Καθώς συνέχιζα να εκθειάζω και τα δύο καράβια εξίσου, θύμωσαν -ιδιαίτερα η Η, που, ως πιο έμπειρη στις σχολικές δραστηριότητες, είχε λάβει εκτενέστερη εκπαίδευση στη συγκριτική (αυτο)αξιολόγηση- και πήγαν να φωνάξουν κάποιον άλλον της παρέας για να διαλέξει. Βγαίνοντας από το δωμάτιο, ευχήθηκα ο «κάποιος άλλος» να μην ενδώσει στην παγίδα.
Το κάθε παιδί -ο κάθε άνθρωπος- μπορεί και κάνει όμορφα πράγματα. Δε χρειάζεται να κάνει τα ΠΙΟ όμορφα.
Καλή σχολική χρονιά σε όλες και όλους!