Ανησυχία προκαλούν οι εγγυητικές επιστολές των εμπόρων

Ανατροπές στην αγορά των αγροτικών προϊόντων

24/04/2014 - 17:30

Στις 10 Μαρτίου με απόφαση του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης, Αθανάσιου Τσαυτάρη, καθιερώθηκε η υποχρέωση κατάθεσης εγγυητικής επιστολής από τους χονδρεμπόρους αγροτικών προϊόντων όλης της χώρας.

Στις 10 Μαρτίου με απόφαση του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης, Αθανάσιου Τσαυτάρη, καθιερώθηκε η υποχρέωση κατάθεσης εγγυητικής επιστολής από τους χονδρεμπόρους αγροτικών προϊόντων όλης της χώρας.

Πρόκειται για ένα μέτρο που στόχο έχει να εξυγιάνει τη χονδρική αγορά των αγροτικών προϊόντων και να εξασφαλίσει την πληρωμή των παραγωγών από τους εμπόρους.

Σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση, οι έμποροι προκειμένου να εγγραφούν στο Ενιαίο Μητρώο Εμπόρων Αγροτικών Προϊόντων, Εφοδίων και Εισροών, θα πρέπει να καταθέσουν εγγυητικές επιστολές που αντιστοιχούν στο 10% του τζίρου που είχαν πραγματοποιήσει τον προηγούμενο χρόνο.

Το ύψος της εγγυητικής επιστολής δεν μπορεί να ξεπερνάει τις 150.000 ευρώ. Διευκολύνσεις γίνονται μόνο στους εμπόρους που διαθέτουν πάγιες εγκαταστάσεις, ελεύθερες βαρών και που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα.

Αυτοί μπορούν να καταθέσουν εγγυητικές επιστολές μικρότερης αξίας κατά 50%, υπό την προϋπόθεση ότι η αξία των εγκαταστάσεων που διαθέτουν, είναι διπλάσια των εγγυητικών επιστολών που θα όφειλαν να καταθέσουν.

Όπως προκύπτει από τον τίτλο του Μητρώου, σε αυτό εντάσσονται όλες οι εμπορικές επιχειρήσεις που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με την αγροτική παραγωγή.

Τα ποσά που έχουν δεσμευτεί με τις εγγυητικές επιστολές, μπορούν να τα εισπράξουν οι παραγωγοί στις περιπτώσεις που οι έμποροι αποδεδειγμένα δεν πληρώνουν τα προϊόντα που έχουν παραλάβει.

Ανησυχία από τους τοπικούς εμπόρους
Η εφαρμογή του μέτρου στην πράξη αποτελεί πλήγμα για τους μικρούς εμπόρους αγροτικών προϊόντων, καθώς πολλοί από αυτούς δεν έχουν το ποσό των 150.000 ευρώ για να εκδώσουν τη σχετική εγγυητική επιστολή.

Όσοι, δε, καταφέρουν να εκδώσουν τις εγγυητικές επιστολές που ζητάει το Υπουργείο, γνωρίζουν ότι το παραπάνω ποσό θα μείνει μόνιμα δεσμευμένο σε κάποια τράπεζα και δε θα μπορούν να το χρησιμοποιήσουν ως κεφάλαιο κίνησης.

Πρακτικά, λοιπόν, εκείνο που προκύπτει είναι αύξηση του κόστους λειτουργίας των μικρών επιχειρήσεων που εμπορεύονται αγροτικά προϊόντα. Το κόστος αυτό αν μεταφερθεί στους αγρότες, θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των τιμών παραγωγού. Αν απορροφηθεί από τους εμπόρους, θα μειώσει δραματικά τα περιθώρια κέρδους τους. Έτσι οι μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις κάθε κλάδου θα αποκτήσουν ένα ακόμη πλεονέκτημα.

Από την εφαρμογή του μέτρου εξαιρούνται όσοι λειτουργούν ως μεσάζοντες μεταξύ παραγωγών και εμπόρων, όπως είναι ελαιομεσίτες και ελαιοτριβείς στον τομέα του ελαιολάδου, ορισμένοι μεγαλοκτηνοτρόφοι στον τομέα του κρέατος κ.ά.. Συνήθως οι μεσάζοντες εργάζονται για λογαριασμό κάποιων μεγάλων χονδρεμπόρων.

Οι χονδρέμποροι κόβουν τιμολόγια αγοράς των προϊόντων στο όνομα των παραγωγών και οι μεσάζοντες λαμβάνουν ως αμοιβή μια μικρή προμήθεια. Για να είναι σύμφωνη με το νόμο η δραστηριότητα του μεσάζοντα, θα πρέπει να δηλώνεται η αμοιβή του, να ακολουθείται από το αντίστοιχο παραστατικό και να φορολογείται.

Ωστόσο πολύ συχνά οι αμοιβές των μεσιτών είναι αδήλωτο εισόδημα, που δε φορολογείται.

Τι αλλάζει στην τοπική αγορά
Η εφαρμογή του μέτρου αναμένεται να δημιουργήσει νέα δεδομένα στην τοπική αγορά ελαιολάδου, όπου δραστηριοποιείται ένας μικρός αριθμός εμπόρων και ένας μεγάλος αριθμός ελαιομεσιτών. Οι τελευταίοι συνήθως εργάζονται για λογαριασμό εμπόρων που έχουν την έδρα τους στην Αθήνα ή την Ιταλία.

Οι τοπικοί έμποροι ελαιολάδου αναμένεται να δεχθούν σημαντική πίεση από τους μεγάλες «παίκτες» της αγοράς. Να σημειωθεί ότι το μικτό περιθώριο κέρδους ενός τοπικού χονδρεμπόρου ελαιολάδου κινείται κοντά 0,06 ευρώ ανά κιλό ελαιολάδου.

Στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο ζωοτροφών της Λέσβου δραστηριοποιούνται ιδιωτικές και συνεταιριστικές επιχειρήσεις. Πολλές από αυτές εξαιρετικά δύσκολα θα καταφέρουν να εκδώσουν τις αναγκαίες εγγυητικές επιστολές.

Είναι γνωστό πως από το 2009 και μετά, πολλοί πρωτοβάθμιοι συνεταιρισμοί δυσκολεύονταν να βρουν κεφάλαια κίνησης για να αγοράσουν ζωοτροφές επειδή οι μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο εμπόριό τους, απαιτούν να πληρώνονται τοις μετρητοίς.

Ανακατατάξεις αναμένεται να σημειωθούν και στην αγορά του κρέατος. Η Λέσβος είναι μια μικρή και σχετικά κλειστή αγορά στον τομέα του αρνίσιου και του κατσικίσιου κρέατος. Στον κλάδο δραστηριοποιείται ένας μικρός αριθμός χονδρεμπόρων και ορισμένων μεσαζόντων, ενώ δεν υπάρχει παρέμβαση από τους συνεταιρισμούς.

Οι πιο «αδύναμοι» από τους χονδρεμπόρους κρέατος αναμένεται να βγουν εκτός αγοράς.
Η τοπική αγορά των λιπασμάτων και των αγροτικών εφοδίων είναι εξαιρετικά μικρή και δεν αναμένονται ουσιώδεις μεταβολές. Ή οι όποιες μεταβολές, δεν αναμένεται να επηρεάσουν δραστικά την αγροτική παραγωγή του νησιού.

Η μικρή αλλά αξιόλογη παραγωγή κηπευτικών της Λέσβου δε θα αντιμετωπίσει προβλήματα από την εφαρμογή του μέτρου, επειδή είναι κατακερματισμένη.

Είναι πολύ συχνό φαινόμενο οι ίδιοι οι παραγωγοί να διαθέτουν τα προϊόντα τους σε σούπερ μάρκετ και παντοπωλεία παρακάμπτοντας τους χονδρεμπόρους.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey