Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η ζήτηση ελαιολάδου στην ελληνική αγορά, ακολουθεί φθίνουσα πορεία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το τυποποιημένο προϊόν. Αντίθετα αμείωτη είναι η ζήτηση για χύμα ελαιόλαδο. Αιτία είναι οι εξωφρενικά υψηλές τιμές καταναλωτή του τυποποιημένου ελαιολάδου στη χώρα μας σε συνδυασμό με τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος για την μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων καταναλωτών.
Τάσεις «κόπωσης» παρουσιάζει η κατανάλωση ελαιολάδου και στις άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες της Μεσογείου. Αντίθετα, θετικά είναι τα μηνύματα από τον τομέα των εξαγωγών, όπου όλες οι αναφορές δείχνουν ότι η τάση παραμένει ανοδική.
Το ελαιόλαδο σε όλες τις ελαιοπαραγωγικές χώρες της Μεσογείου ήταν πάντα ένα προϊόν ευρείας λαϊκής κατανάλωσης. Αντίθετα στις μη ελαιοπαραγωγικές χώρες, η τιμή καταναλωτή ήταν πάντα υψηλή και η κατανάλωση περιορισμένη. Έτσι η μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση ελαιολάδου στις ελαιοπαραγωγικές χώρες, ξεπερνά τα 10 κιλά λάδι ετησίως, ενώ στις μη ελαιοπαραγωγικές χώρες της Ευρώπης είναι ζήτημα αν ξεπερνά το ένα κιλό ετησίως.
Από την εποχή που το λάδι εντάχθηκε στην κατηγορία των super foods, τα παραπάνω δεδομένα άρχισαν να αλλάζουν. Το ελαιόλαδο έγινε διεθνές προϊόν και σταδιακά κατακτά όλο και περισσότερους καταναλωτές σε όλο το πλανήτη, από την Ιαπωνία ως τη Νέα Υόρκη και από τη Μόσχα ως την Αδελαΐδα της Αυστραλίας.
Η τιμή λιανικής πώλησης του, ακολουθεί ανοδική τάση. Όμως οι παραδοσιακοί καταναλωτές ελαιολάδου, σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώνουν ακριβά το λάδι. Έτσι η κατανάλωση ελαιολάδου στις ελαιοπαραγωγές χώρες ακολουθεί φθίνουσα πορεία.
Υπάρχει μια κατηγορία ελαιολάδου, το premium έξτρα παρθένο ή εξτρίσιμο, το οποίο καταγράφει αλματώδη ανάπτυξη εδώ και δύο δεκαετίες. Παρότι η τιμή του είναι πολύ υψηλότερη από ένα τυπικό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, οι καταναλωτές είναι διατεθειμένοι να το αγοράσουν.
Οι αιτίες της επιτυχίας αυτών των προϊόντων είναι οι εξής: 1) Η προσφορά είναι πολύ μικρότερη από τη ζήτηση. 2) Τα προϊόντα αυτά συνήθως συνοδεύονται από ισχυρούς ισχυρισμούς υγείας. Δηλαδή συνήθως υπάρχουν επιστημονικές έρευνες που καταδεικνύουν πως τα συγκεκριμένα προϊόντα λειτουργούν ευεργετικά για τον ανθρώπινο οργανισμό. 3) Η διαφορά ποιότητας των συγκεκριμένων ελαιολάδων αποτυπώνεται με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο στη γεύση και στο άρωμα τους. Έτσι ο καταναλωτής όταν δοκιμάζει το προϊόν, αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι ένα συμβατικό ελαιόλαδο.
Στη Λέσβο υπάρχουν αρκετά σήματα premium έξτρα παρθένου ελαιολάδου. Γεγονός που αποδεικνύει τις δυνατότητες που έχουν οι τοπικές ποικιλίες ελιάς αν τύχουν σωστής διαχείρισης. Ωστόσο οι ποσότητες ελαιολάδου αυτής της κατηγορίας που τυποποιούνται, αποτελούν ένα μικρό σύνολο της συνολικής παραγωγής του νησιού.
Δυστυχώς, οι μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενες τιμολογιακές πολιτικές, τόσο από την ΕΑΣ Λέσβου, όσο και από τους ιδιώτες εμπόρους, δεν προσανατολίζουν τους παραγωγούς στην αγορά, στην παραγωγή premium έξτρα παρθένου ελαιολάδου.