Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος Απόστολος κι Ευαγγελιστής είναι μνημειακή, με σφόδρα οίστρο ιστορημένη εικόνα, σύμφωνα με τη βυζαντινή παράδοση, σπάνια στην τεχνική της, από άγνωστο καλλιτέχνη.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος Απόστολος κι Ευαγγελιστής είναι μνημειακή, με σφόδρα οίστρο ιστορημένη εικόνα, σύμφωνα με τη βυζαντινή παράδοση, σπάνια στην τεχνική της, από άγνωστο καλλιτέχνη, στο 15ο αιώνα, πάνω σε ξύλο, με ύψος 107, πλάτος 69,5 και πάχος 2,00 εκατοστά. Βρίσκεται στο Εκκλησιαστικό Βυζαντινό Μουσείο Μυτιλήνης και ανήκε στον Ιερό Ναό του Αγίου Θεράποντα, όπου στον αυλόγυρό του λειτουργεί το Μουσείο. Είναι από αμφιπρόσωπη εικόνα, στην άλλη πλευρά της σανίδας, ζωγραφισμένος ο Χριστός Παντοκράτωρ Ευλόγων, του 14ου αιώνα.
Τη «Μετάσταση» Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου τιμάμε και γιορτάζουμε στις 26 Σεπτέμβρη. Μετάσταση σημαίνει μετάβαση σ’ άλλη θέση, ομάδα, μεταπήδηση σ’ άλλη παράταξη. Στην περίπτωση του Ιωάννη Θεολόγου, μετάβαση, μεταπήδηση από τ’ ανθρώπινα στα άγια των αγίων.
Το μαρτύρι του Θεολόγου στη βυζαντινή ζωγραφική ιστορίζεται στις 26 Σεπτέμβρη έτσι: «Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος καλυπτόμενος υπό των μαθητών τελείουται. Γη και λάκκος και εμπρός τον λάκκον οι επτά μαθηταί του αγίου (άλλοι τσαπί κρατούν, άλλοι δικέλλι, άλλοι φτυάρι) και ο άγιος μες στον λάκκον έως το λαιμόν, και έτεροι δυο μαθηταί δένουσι μανδήλι εις τους οφθαλμούς του.» Το τέλος του Θεολόγου έγινε στη μικρασιατική πόλη Έφεσο, σκεπαζόμενος από τους μαθητές του, ενώ ήταν γέροντας, εκατό πέντε χρόνων και λίγους μήνες.
Σύμφωνα με το συναξάρι (βιογραφία αγίου), ο επιστήθιος, εγκάρδιος μαθητής του Χριστού, Θεολόγος, ήρθε στην Έφεσο και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Ήταν στα πενήντα έξι χρόνια του όταν έφυγε από τα Γεροσόλυμα για κήρυγμα. Πέρασε εννιά χρόνια στο κήρυγμα έως ότου εξορίστηκε. Στην εξορία στην Πάτμο πέρασε δεκαπέντε χρόνια. Μετά έζησε άλλα είκοσι έξι χρόνια. Ώστε όλα τα χρόνια της ζωής του ήταν εκατό πέντε και εφτά μήνες. Έκανε πολλά θαύματα κι έφερε στην πίστη του Χριστού αμέτρητους άπιστους από διάφορα έθνη. Ήταν πρωί, κι αφού προσευχήθηκε, είπε στους μαθητές του να σκάψουν τη γη σε σχήμα σταυρού, τόσο, μόνο, όσο ήταν το σώμα του. Αφού ξαπλώθηκε μέσα στον σκαμμένο λάκκο, αποχαιρέτησε τους μαθητές του που κλαίγανε πικρά και είπε: «Σύρετε το χώμα της γης που είναι μητέρα μου και μ’ αυτό σκεπάστε με.». Εκείνοι αφού τον ασπάστηκαν και τον αποχαιρέτησαν, σκέπασαν το σώμα του ως τα γόνατα. Μετά, αφού τον ξανασπάστηκαν, τον σκέπασαν ως το λαιμό. Και ξανά, αφού για τρίτη φορά τον ασπάστηκαν, έβαλαν πάνω στο ιερό του πρόσωπο ένα μαντήλι. Κι έτσι, καθώς έκλαιγαν πικρά, σκέπασαν όλο το σώμα του. Τότε έγινε το λιόβγαλμα, ανέτειλε ο ήλιος. Έκλαψαν οι μαθητές που έμειναν ορφανοί από το δάσκαλό τους, γύρισαν στην πόλη και διηγήθηκαν αυτά που έγιναν με τον Θεολόγο. Οι άλλοι αδελφοί, όταν άκουσαν αυτά, πήγαν στον τάφο, έσκαψαν και δεν βρήκαν τίποτα. Είχε γίνει η «Μετάσταση». Γύρισαν κι έκλαψαν πικρά που στερήθηκαν τέτοιον ποιμένα. Μνημονεύουμε στις 26 Σεπτέμβρη.
Στην εικόνα που βρίσκεται στο Μουσείο, ο άγιος είναι ζωγραφισμένος σε κάμπο-φόντο χρυσό (θεία χάρη), στηθαίος, σχεδόν κατά μέτωπο, μισός από τη μέση και πάνω. Είναι καλλίσωμος και σωματώδης, με γερές πλάτες-ράχες.Στα λεπτοσαρκωμένα δάχτυλα από τα δυο δυνατά χέρια του βαστά ανοιχτό μεγάλο πολυσέλιδο και βαρύ ευαγγέλιο κατάστηθα, με χοντρό στάχωμα (βιβλιοδέτηση). Τα μακριά σαρκωμένα δάχτυλα, έτσι που είναι ζωγραφισμένα, έχουν πνευματική έκφραση, καθώς βαστούν το ευαγγέλιο. Οι αρθρώσεις και οι όγκοι είναι λεπτοδουλεμένα, που τονίζονται με λεπτά άσπρα ψιμύθια-φώτα,όπως στο πρόσωπο.
Με κεφαλογράμματα χρυσοπλουμισμένα διαβάζουμε την αρχή από το ευαγγέλιό του: «ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΗΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΙ ΘΕΟΣ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ. ΟΥΤΟΣ ΗΝ ΕΝ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ. ΠΑΝΤΑ ΔΙ ΑΥΤΟΥ (εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν. εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων. και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν) (Ιωαν. α΄ Ι-3). Το τέταρτο ευαγγέλιο γράφτηκε από τον απόστολο Ιωάννη το 90 μ.Χ.. Το θέμα του φαίνεται καθαρά, τόσο από τον πρόλογο, όσο και από το τελευταίο του εδάφιο και είναι: Η ενσάρκωση του αιώνιου Λόγου, του Υιού του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, για ν’ αποκαλύψει τον Θεό κάτω από τις συνθήκες της ανθρώπινης ζωής· ώστε όσοι πιστεύουν σ’ Αυτόν ως «τον Χριστόν, τον Υιόν του Θεού» να έχουν αιώνια ζωή. Χαρακτηριστικές λέξεις στο ευαγγέλιο ταυ Ιωάννη: «πιστεύων» και «ζωή». Γι’ αυτό ονομάστηκε Θεολόγος, γιατί στο ευαγγέλιό του αναφέρεται κυρίως στη Θεότητα του Λόγου, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδας. Έγραψε επίσης τρεις καθολικές επιστολές και την «Αποκάλυψη». Το ανοιχτό ευαγγέλιο και το βάρος του κάνουν τον άγιο να γέρνει την πλάτη και το κεφάλι του σ’ αυτό. Κατάσαρκα φορά χιτώνα ζωγραφισμένο με λαζούρι-γαλάζιο χρώμα. Πάνω απ’ τον εσωτερικό χιτώνα φορά ιμάτιο-φόρεμα γαλαζοπράσινο (χρώμα ελπίδας, αναγέννησης). Φωτισμένες με ψιμύθια-άσπρες πινελιές, οι πτυχώσεις-πιέτες στο φόρεμα δίνουν τον όγκο στο σώμα του άγιου, είναι τα φωτεινά σημεία στην εικόνα. Γύρω από τον τράχηλο-λαιμό φαίνεται ένα κομμάτι από το στήθος και δίνεται με προπλασμό στο σάρκωμα, που είναι και το βασικό χρώμα.
Ο Ιωάννης Θεολόγος ζωγραφισμένος σχεδόν γέροντας, όπως τον θέλει η βυζαντινή παράδοση, φαρακλός, φαλακρός, καραφλός, γυμνοκέφαλος, μακρυγένης. Λίγο πιο πάνω από το μέτωπο, στο κούτελο, μια τούφα μαλλιά. Όπως βλέπουμε την εικόνα, δεξιά, στο κροτάφι πάνω από το αυτί, μαλλιά λιγοστά προς τα πίσω με γραψίματα-γραμμές κυκλικά.
Στην εικονογράφηση ο άγνωστος οιστρήλατος καλλιτέχνης ακολούθησε τον παραδοσιακό ρυθμό. Ξεκίνησε από τον σκιερό καστανό προπλασμό σ’ όλο το πρόσωπο και στα χέρια, προχώρησε στα γραψίματα ή ανοίγματα, έγραψε τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, φρύδια άγρια, μάτια στοχαστικά, μύτη πλατιά, χείλη που μόλις ξεχωρίζονται, μουστάκι παχύ, γενειάδα πλούσια, σγουρόμαλλη, που καταλήγει σε φιδοουρές. Είναι σχεδόν γκριζόμαυρη. Όλα τονίζονται με τα ψιμύθια (φκιασίδια) φώτα, τις ανάριες λεπτές άσπρες παράλληλες πινελιές και δίνουν στο πρόσωπο ζωηρή πλαστικότητα. Το περίγραμμα αποδίδει όλη τη μορφή του άγιου.
Βλέπουμε την εικόνα ενός καλλιτέχνη, που χρησιμοποίησε το θεϊκό χρώμα στη μορφή. Με υπομονή και πειθαρχία έγινε η αγιογράφηση. Το ένα χρώμα χτίστηκε πάνω στο άλλο, το ίδιο κι οι τόνοι στα σαρκώματα. Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο εκφράζουν αυτοσυγκέντρωση προς το θεϊκό, στοχασμό στη θεότητα του Λόγου. Τα χρώματα στην εικόνα έχουν αλληλοεξάρτηση, κι όλα περιέχονται μέσα στο άλλο. Το κεφάλι είναι στρογγυλομάκρουλο. Η εικόνα, σπάνια σε καλλιτεχνική θεϊκή έμπνευση κι εκτέλεση, με βαθιά πνευματικότητα και ξεχωριστό ζωγραφικό οίστρο, με το Λόγο στη θεότητα, φανερώνει τη συγγένειά της με την υψηλή παλαιολόγεια τέχνη.
Ο αξέχαστος σεβαστός φίλος Μανώλης Χατζηδάκης, διευθυντής τότε στο Βυζαντινό Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας, από το 1960, για την Παντάνασσα στο Μυστρά, που είναι ιστορημένη με την παλαιολόγεια τέχνη, παρατηρεί, ότι στην τεχνοτροπία, η σχολή που ζωγράφισε την Παντάνασσα είναι πολύ εκλεκτική. Στους Απόστολους, γύρω στους τοίχους του υπερώου η πάντα σοφή πτυχολογία γίνεται πολύ επιτηδευμένη, ώστε τα πλατιά φώτα να κινούνται σε συνεχή τεθλασμένη κι οι πτυχώσεις ν’ αποκτούν κάποιαν ακαμψία. Παρ’ ολ’ αυτά εκφράζεται πολύ έντονα η πλαστικότητα και το βάρος του σώματος και σε τούτο οι μορφές αυτές διατηρούν συχνά το σύνδεσμό τους με τους αρχαίους ανδριάντες.
Στη μικρασιατική Έφεσο είδα ερείπια του ναού Ιωάννου του Θεολόγου, που ιδρύθηκε πάνω στον τόπο της ταφής του Ευαγγελιστή, σε λόφο πριν από την πόλη. Ήταν ένα από τα ιερότερα προσκυνήματα του χριστιανισμού. Τα ερείπια του μεγάλου ναού πρωτοήρθαν στο φως με ελληνικές ανασκαφές στα 1921 - ‘22.Για την ιστορία και την τέχνη του ναού έγραψε ο Γ. Σωτηρίου. Σύμφωνα με τις πηγές, πάνω στον τάφο του Θεολόγου ιδρύθηκε αρχικά «Μαρτύριον» (Αποστολείον), σταυρόσχημη ξυλόστεγη βασιλική, που είχε στη μέση τον τάφο, τον προσκύνησαν οι Πατέρες της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου το 431 στην Έφεσο. Όταν ξεχαρβαλώθηκε, τον κατεδάφισε ο Ιουστινιανός κι έχτισε μεγάλη σταυρόσχημη βασιλική με έξι τρούλους, νάρθηκα κι αίθριο, συνολικό μήκος 125 μέτρα.
Στη Λέσβο Άγιος Ιωάννης Θεολόγος είναι: η Μονή Υψηλού (χτίστηκε τον 9ο αι. στον Όρδυμνο από τον όσιο Θεοφάνη Σιγριανής), «οι ενοριακοί ναοί σε Άντισσα, Φτερούντα, Νάπη και ξωκκλήσια σε Σκαλοχώρι, Πέτρα, Λαφιώνα, Κλειώ, Μανταμάδο.
Ο Ιωάννης Θεολόγος κι Ευαγγελιστής καταγόταν από το φτωχό χωριό Βησθαϊδά Γαλιλαίας. Ήταν γιος του ψαρά Ζεβεδαίου και της Σαλώμης, συγγενής της Παναγίας. Έγινε μαθητής Ιωάννη του Προδρόμου, κι εργαζόταν ψαράς κοντά στον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο. Ύμνησε την Αγάπη κι υπήρξε ο «αγαπημένος μαθητής» του Χριστού.