«Η μετανάστευση είναι μια τραυματική εμπειρία»

01/07/2012 - 05:56
Τη Δευτέρα και την Τρίτη που μας πέρασαν, παρακολουθήσαμε στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης, «Το γάλα», μια από τις καλύτερες παραστάσεις που έχουν έρθει τα τελευταία χρόνια στη Λέσβο.
Η Άννα Βαγενά, γνωστή ηθοποιός, σκηνοθέτης και «μάνα» της παράστασης «Το γάλα», μιλάει στο «Ε»

Τη Δευτέρα και την Τρίτη που μας πέρασαν, παρακολουθήσαμε στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης, «Το γάλα», μια από τις καλύτερες παραστάσεις που έχουν έρθει τα τελευταία χρόνια στη Λέσβο. Λίγες μέρες μετά, από το «Θέατρο Μεταξουργείο» της Αθήνας, που η ίδια διευθύνει με το σύντροφό της Λουκιανό Κηλαηδόνη, η «μάνα» της ιστορίας και σκηνοθέτης του έργου, Άννα Βαγενά, μιλάει στο «Ε» για το θέμα της μετανάστευσης, την εμπειρία της παράστασης στη Μυτιλήνη, αλλά και για την επόμενη επίσκεψή της στο νησί μας.


Κυρία Βαγενά, μας συγκλονίσατε με «Το γάλα». Πώς σας έγινε η πρόσκληση και ήρθε η παράσταση και στη Μυτιλήνη;
«Ήταν μια ιδέα που είχαν αρχικά οι “Άστεγοι”, οι οποίοι και με έφεραν σε επαφή με την πρόεδρο της Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης Μυτιλήνης, Βάσω Χοχλάκα. Η ιδέα ήταν να γίνει με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα του Θεάτρου. Σκόπευα, ωστόσο, ούτως ή άλλως να βάλω στη φετινή περιοδεία και τη Μυτιλήνη, αφού ήδη ο θίασος έχει επισκεφτεί πάρα πολλές περιοχές της χώρας, από νησιά του Αιγαίου μέχρι τα Επτάνησα και από Πελοπόννησο μέχρι Βόρεια Ελλάδα».

Τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί πολύ πριν τις παραστάσεις. Περιμένατε τέτοια ανταπόκριση του κοινού;
«Πρέπει να ομολογήσω πως τόσο η ποσότητα, όσο και η ποιότητα του κοινού, με εξέπληξαν. Δεν θυμόμουν ότι η Μυτιλήνη είχε τόσο ζεστό κοινό. Είχα άλλωστε να επισκεφτώ την πόλη σας πολλά χρόνια, αφού τελευταία φορά είχα έρθει το 1995».

Μιλώντας για τη μετανάστευση

«Το γάλα» ήταν και η πρώτη σκηνοθετική σας απόπειρα, αφού ήσασταν η πρώτη που ο συγγραφέας Βασίλης Κατσικονούρης, έδωσε το έργο να το διαβάσει και να το ανεβάσει. Με ποιο σκεπτικό στήσατε το σκηνικό της ζωής μιας τριμελούς οικογένειας μεταναστών από την πρώην Σοβιετική Ένωση;
«Τα σκηνικά στήθηκαν πάνω σε μια καθαρά δική μου ιδέα. Σκέφτηκα ότι τα μέλη της οικογένειας, ζώντας μέσα στο λιτό τους σπίτι, κουβαλάνε της αναμνήσεις της πατρίδας τους και έτσι αποφάσισα κυρίαρχο σκηνικό να είναι οι σημύδες: τα δέντρα της μνήμης τους. Φέραμε, μάλιστα, αληθινές σημύδες από τη Βουλγαρία, αφού τα δέντρα αυτά φυτρώνουν μόνο από εκεί και πάνω. Ήταν μια διαδικασία που μου άρεσε πολύ, πήγε καλά απ’ ότι φαίνεται και θα ήθελα να την επαναλάβω».

Μπήκατε στο ρόλο της μάνας μετανάστριας, που προσπαθεί ακόμη να νιώσει ενταγμένη στην ελληνική κοινωνία. Πόσο δύσκολο ήταν να τον αποδώσετε; Ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, κατά τη γνώμη σας, οι χαρακτήρες του έργου;
«Θεωρώ ότι οι χαρακτήρες ανταποκρίνονται απολύτως στην πραγματικότητα. Υπάρχει η ψυχασθένεια, που είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα και ίσως και το κύριο, και ως ρόλος ήθελε σοβαρή μελέτη των συμπτωμάτων της ασθένειας. Στο πλαίσιο αυτό, ζήτησα από τα παιδιά, τους συνεργάτες μου, την προσωπική τους αλήθεια, αφού πιστεύω ότι ο καθένας μας, αν ψάξει μέσα του, θα βρει έντονες καταστάσεις για να ερμηνεύσει ένα τέτοιο ρόλο. Η μετανάστευση πλαισιώνει το πρόβλημα της ψυχικής ασθένειας. Είναι και ο αγώνας της μάνας να στηρίξει τα παιδιά της -κυρίως το άρρωστο παιδί της- αλλά και ο φόβος της απέλασης, που δεν ξεριζώνεται εύκολα. Για μένα, ο ρόλος της μάνας είχε πολύ έντονα συναισθήματα».

Στο πρόγραμμα αφιερώνετε την παράσταση «στους γείτονές σας, μετανάστες», έκφραση που και στη Λέσβο θα μπορούσε να ισχύει για τον καθένα μας. Εσείς η ίδια, πόσο στενά έχετε ζήσει τους μετανάστες στην Αθήνα;
«Έχω ζήσει τους μετανάστες και τους ζω καθημερινά, στην περιοχή του Μεταξουργείου, όπου είναι το σπίτι μου, αλλά και το θέατρο που παίζονται οι παραστάσεις. Με όσους κατοικούν στη γειτονιά μου, έχω και προσωπικές σχέσεις. Η μετανάστευση είναι μια τραυματική εμπειρία. Τόσο για τους ίδιους τους μετανάστες, όσο και για όσους από εμάς ζούμε σε περιοχές όπου έχουν εγκατασταθεί μαζικά. Υπάρχουν μετανάστες που προέρχονται από τις πρώην σοβιετικές χώρες και έχουν πλέον προσαρμοστεί -με κραδασμούς και δυσκολίες, φυσικά- στην ελληνική κοινωνία και υπάρχει πλέον μια κατάσταση ομαλή. Ξαφνικά, ωστόσο, άρχισε να έρχεται ο τεράστιος αριθμός μεταναστών από χώρες της Ασίας, όπως το Αφγανιστάν, κλπ. Μέσα σε λίγα χρόνια, ήρθε ένα πολύ μεγάλο κύμα, το οποίο η χώρα και η κοινωνία μας, δυσκολεύεται να το απορροφήσει. Η περιοχή όπου ζω, είναι στην καρδιά του προβλήματος, αφού όσοι έρχονται ως λαθραίοι μετανάστες, είναι εύκολη λεία σε κάθε παρανομία, ό,τι πιο θλιβερό και σκοτεινό φαντάζεται κανείς. Καταλαβαίνουμε όλοι μας, φυσικά, ότι είναι άνθρωποι που έρχονται ταλαιπωρημένοι και σε άθλια κατάσταση, ζητώντας μια καλύτερη τύχη, ωστόσο και εδώ η κατάσταση έχει γίνει πλέον αδιέξοδο. Το θέμα είναι πολύ σοβαρό, το σοβαρότερο μετά την οικονομική κρίση και ελπίζω κάποτε αυτή να μπει σε ένα δρόμο και η κυβέρνηση να χαράξει επιτέλους μεταναστευτική πολιτική. Δυστυχώς, η τελευταία δεν υπάρχει. Όλα γίνονται στο πόδι και οι επιπτώσεις είναι τεράστιες».

Παλιές και επόμενες επισκέψεις στη Λέσβο
Ας ελαφρύνουμε λίγο το κλίμα… Αναφέρατε, λίγο πριν την έναρξη της παράστασης, ότι έχετε πολύ παλιές αναμνήσεις από τη Λέσβο…
«Ναι, στη Λέσβο ήρθα πρώτη φορά για διακοπές το ΄73 - ΄74, όταν πρωτογνωριστήκαμε και πρωτοερωτευτήκαμε με το Λουκιανό (σ.σ. Κηλαηδόνη). Από τότε έχουμε έρθει και πάλι για διακοπές ένα καλοκαίρι και ένα Πάσχα. Πάντα πηγαίνουμε στο Μόλυβο, αφού έχουμε φίλους εκεί. Είναι ένα πανέμορφο νησί και ομολογώ πως είχα ξεχάσει πόσο όμορφο είναι. Αυτό που με στενοχώρησε, ωστόσο, ήταν πως είδα πάρα πολλά αυτοκίνητα και πολλή φασαρία. Είναι φοβερό να έχει τόσο μποτιλιάρισμα μια τόσο όμορφη και μικρή πόλη, αν και είναι κάτι που το είδα σε πάρα πολλές πόλεις της επαρχίας, όσο κάνουμε τις περιοδείες».

Το καλοκαίρι του 1973, είχατε παίξει στις παραστάσεις του μουσικοδράματος «Κόκκινα Φανάρια», του Μυτιληνιού συγγραφέα Αλέκου Γαλανού στο θέατρο «Περοκέ», στο Μεταξουργείο, υποδυόμενη το ρόλο της Ελένης. Τι θυμάστε από την παράσταση και το ρόλο σας;
«Δυστυχώς, δεν θυμάμαι και πολλά. Ήταν ένα πολύ ωραίο και γνωστό έργο, έχουν περάσει όμως πολλά χρόνια από τότε. Δυστυχώς, οι παραστάσεις σταμάτησαν άδοξα, γιατί το θέατρο “Περοκέ” είχε πάρει φωτιά».

Έχετε εκδώσει και ένα βιβλίο «Το Θεσσαλικό μου θέατρο», για το πρώτο θέατρο της επαρχίας. Ποιος είναι, κατά τη γνώμη σας, ο ρόλος του επαρχιακού θεάτρου και των ερασιτεχνικών θιάσων της επαρχίας;
«Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι η προσωπική μου άποψη και κομμάτια από τη ζωή μου, για τη δημιουργία του πρώτου περιφερειακού θεάτρου και του ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας. Τα ΔΗΠΕΘΕ είναι μια τεράστια ιστορία, ένας θεσμός πολύ ενδιαφέρων, που όταν όμως δεν υπηρετούν καλά το σκοπό τους, γίνονται βάρος. Για τους ερασιτεχνικούς θιάσους, ομολογώ πως δεν έχω άποψη, δεν έχω δει ερασιτεχνικές παραστάσεις, ακούω όμως ότι πολλές από αυτές είναι πραγματικά πολύ καλές και άρα είναι σημαντική η ύπαρξη των θιάσων».

Ποια είναι τα σχέδιά σας για το επόμενο διάστημα; Υπάρχει η σκέψη να σας ξαναδούμε με την «Αγγέλα Παπάζογλου»;

«Θα συνεχίσουμε τις παραστάσεις με “Το γάλα” και μέσα στο καλοκαίρι, και είναι πολύ πιθανό να έρθουμε και πάλι στη Μυτιλήνη και να το παίξουμε στο Κάστρο, αφού ήταν πολύς ο κόσμος τελικά που ήθελε και δεν πρόλαβε να το δει, αφού δεν βρήκε θέση. Από εκεί και πέρα, ίσως μέσα στο επόμενο φθινόπωρο να έρθω με την “Αγγέλα Παπάζογλου”, αφού ο μονόλογός της σίγουρα θα αγγίξει πολλούς κατοίκους της Λέσβου».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey