To να ποιείς είναι ο εμβριθής τρόπος να ζεις σαν άνθρωπος· έστω κι αν ποιείς επί του ύδατος, οπότε κάνεις μια τρύπα στο νερό.Ουδέν δύναται να ταράσσει τον προσηλωμένο στοχαστή. Ούτε καν το σπαθί που σηκώνεται απειλητικό για να τον αφανίσει.
To να ποιείς είναι ο εμβριθής τρόπος να ζεις σαν άνθρωπος· έστω κι αν ποιείς επί του ύδατος, οπότε κάνεις μια τρύπα στο νερό.
Ουδέν δύναται να ταράσσει τον προσηλωμένο στοχαστή. Ούτε καν το σπαθί που σηκώνεται απειλητικό για να τον αφανίσει: «Μη μου ταράσσεις του κύκλους» λέει, και επανέρχεται στα στοχαστικά γιασεμιά του: τον αρωματικό λώρο της ψυχής με το αενάως δημιουργικό υπέρλαμπρο σύμπαν.
Αμέσως προκαλεί την πραγματικότητα, διότι περιγράφει γλαφυρά την πείνα και τη δίψα ενός παιδιού - ενός παιδιού ή ενός σκυλιού, αδιάφορο - να μην έχουν πρόσβαση στους απανταχού ρέοντες χυμούς του θεού. Και να ‘ταν μόνο αυτό: αναιδώς προτείνει να τολμήσουν να διεκδικήσουν κάτι που τους αναλογεί από το μάννα, έστω κι αν κινδυνεύσει το κεφάλι τους.
Κατόπιν ατάραχος και υπομειδιών, γράφει πάνω στο κεφάλαιο της φιλόξενης άμμου: Το μόνο πράγμα που αξίζει τον κόπο να κάνουμε είναι να μην κάνουμε τίποτα.
Και πριν ο άνεμος πνεύσει ισχυρός και σβήσει την αμμογραφή, να ‘σου το πλήθος χλευαστικό και λιθόπνοο να τον αποκαλεί άχρηστο, ανεύθυνο και στασιώτη του όλου.
Χωρίς να ορρωδεί προ των απειλών και εν πλήρη αταραξία γίνεται ερωδιός και εντελεχής καθρέπτης θαλάσσιων πουλιών, αυτών που λαμβάνουν από τις ανεμώνες το άχρονο πιστοποιητικό της υπερουσίας και του άμετρου ευαίσθητου κενού, για να χρωματίσει τη χειμέρια ανουσιότητα των εγκεκριμένων εφήμερων και σεμνώς προτείνει: Απεργία· απεργία ως προεργασία για την πραγματική εργασία που είναι (η) ποίηση.
Έτσι άρχισε να γεννάται η δημιουργική, η θεμελιώδης και οργιώδης απεραντοσύνη. Η απεραντοσύνη που βάζει τα ανθηρά και ρωμαλέα θεμέλια του νου, που στηρίζει τα υγιή άτομα όπως η θάλασσα, τα νησιά και το απερίγραπτο που γίνεται φως.
Ώρα πολλή το πλήθος έμεινε ακίνητο. Μπροστά σ’ αυτό το απρόοπτο απώλεσε ακόμη και τη σύγχυσή του.
Κι όταν όλα άρχισαν πάλι να στεγνώνουν, κάθισαν μπροστά στα μάτια τους με πρόθεση να διεισδύσουν στη μέχρι πρότινος απειλή, αποδεχόμενοι ασμένως επιτέλους το φως και τα εξ αυτού αγλαή εκπορευόμενα χρώματα.
Αν το πουλί αυτής της σελίδας μπορέσει ποτέ να πετάξει, θα εισπνεύσει αρώματα η πετρωμένη αγάπη και θα αναστηθεί.
*Ο Εμμανουήλ Μαρώλιας είναι ποιητής, ζει και εργάζεται στη Συκαμιά Λέσβου.