Βρεθήκαμε το περασμένο καλοκαίρι στα Βουρλά, στο λαιμό της χερσονήσου της Ερυθραίας, στις αρχαίες Κλαζομενές, στην πόλη της ιωνικής Δωδεκάπολης, στην πατρίδα του φιλόσοφου της ατομικής θεωρίας, του Αναξαγόρα, τριάντα έξι χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Σμύρνης, για να συναντήσουμε τη Φερά.
Βρεθήκαμε το περασμένο καλοκαίρι στα Βουρλά, στο λαιμό της χερσονήσου της Ερυθραίας, στις αρχαίες Κλαζομενές, στην πόλη της ιωνικής Δωδεκάπολης, στην πατρίδα του φιλόσοφου της ατομικής θεωρίας, του Αναξαγόρα, τριάντα έξι χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Σμύρνης, για να συναντήσουμε τη Φερά, που η Ερατώ γνώρισε πριν πέντε χρόνια στην Ελλάδα σε ένα εβδομαδιαίο επαγγελματικό τους συνέδριο και δεν την είχε από τότε συναντήσει.
Οδεύοντας για το φιλικό σπίτι, ένα δρόμο πάνω από την παραλία, είδαμε το διώροφο πέτρινο πατρικό εξοχικό αρχοντικό του Γεωργίου Σεφέρη, που τώρα λειτουργεί ως πολυτελές ξενοδοχείο και στην ρεσεψιόν διακρίναμε αρκετές φωτογραφίες με μερικά μεταφρασμένα βιβλία του ποιητή.
Στον κεντρικό δρόμο της πόλης, που είχε τριάντα χιλιάδες Έλληνες το ‘22, μάταια αναζητήσαμε τα ερείπια της εκκλησίας της Παναγιάς της Βουρλιώτισσας, που έκαψαν οι Τούρκοι και θυμήθηκα τον άξιο Μητροπολίτη Διονύσιο που ενώ εξελέγη στις 6 Μαρτίου του 1922 ως επίσκοπος Βρυούλων, δεν εγκαταστάθηκε, επειδή ο Αρμοστής Στεργιάδης υπακούοντας στην φιλοβασιλική κυβέρνηση των Αθηνών δεν δέχτηκε την επιλογή του βενιζελικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιου. Θυμήθηκα τον Διονύσιο γιατί μετά την καταστροφή ορίσθηκε δεσπότης Μηθύμνης και έμεινε στην Καλλονή μέχρι το θάνατό του το 1951, επιτελώντας άγιο έργο.
Όταν φθάσαμε στο σπίτι της Φερά, η φιλική υποδοχή μάς έκανε να ξεχάσουμε όλα τα παραπάνω. Εκείνη μάς καλωσόρισε στο πλατύσκαλο με την μητέρα της και τα δυο αδέλφια της. Το ζεστό τσάι, με τις σταφίδες που παράγει ο πλούσιος κάμπος, ήλθε στο τραπέζι πριν προλάβουμε να καθίσουμε στη βεράντα. Με τις πρώτες κουβέντες ακολούθησε ο τούρκικος καφές και μια ηλικιωμένη γειτόνισσα, με το καλημέρα σας, προθυμοποιήθηκε να μου πει το φλιτζάνι. Αφού πρόσεξε διερευνητικά εμένα και την Ερατώ, από την κορφή μέχρι τα νύχια, με μεταφράστρια τη Φερά, απεφάνθη:
«Όλο αγάπη είναι μέσα, δες την ξεχειλίζει απ’ έξω. Από τον πάτο, από την καρδιά, να η γραμμή, πάει παντού. Βλέπω πολλά ταξίδια, κοίτα τους κύκλους. Όλο βόλτες κάνεις το κορίτσι, το έχεις ζαλίσει. Και γράμματα βλέπω, διαβασμένος φαίνεσαι με πολλά βιβλία. Με αυτά πολύ νταραβερίζεσαι. Έχει και δικά σου γράμματα, στρογγυλά, όλο γράφεις. Έχεις και λεφτά, όχι τόσα όσα τα γράμματα, κοίτα τους κόκκους. Αρρώστιες δεν έχει, ούτε στενοχώριες, ο πάτος είναι καθαρός. Έχει και ένα μακρύ λουρί. Κάποιοι δικοί σας περιμένουν και φωνάζουν που όλο τριγυρίζετε, δεμένους μαζί τους σας θέλουν μα εσείς ξεφεύγετε. Βλέπω και κάτι άσχημο. Το κορίτσι σου είχε ένα μεγάλο παράπονο και το φταίξιμό σου, φαίνεται στην κούπα σου, αυτό το βουνό, δες το στην άκρη, ψηλό ήτανε και ευτυχώς φεύγει συνέχεια από μέσα, το έδιωξαν οι χαρές σας. Μα μη της δώσεις άλλη στενοχώρια, τη δεύτερη φορά δεν διορθώνονται τα πράγματα!»
Τα είπε όλα τόσο σύντομα και βιάστηκε να σηκωθεί για να φέρει τους μεζέδες με το ούζο. Μια άλλη γειτόνισσα, νεότερη, ήταν στην κουζίνα και είχε φτιάξει του κόσμου τα καλά, μπουρεκάκια, κεφτέδες, τυροπιτάκια, ντολμάδες, μύδια σαγανάκι, ιμάμ μπαϊλτί, όλη τη νόστιμη ποικιλία της τούρκικης κουζίνας.
Η κουβέντα πήρε κι έδωσε για το πώς ζουν εκείνοι και πώς εμείς, για τις δουλειές, τους μισθούς, τη διασκέδαση, τις ασχολίες, τα προσωπικά και τα οικογενειακά. Μέσα σε δυο ώρες είπαμε πράγματα σαν να είμαστε από χρόνια φίλοι. Καλέσαμε τη Φερά στην Λέσβο και στην Αθήνα. Όταν μας ανέφερε τις δυσκολίες της βίζας, βρήκαμε μια λύση με πρόσχημα ένα επαγγελματικό ενημερωτικό ταξίδι στην Αθήνα.
Θέλησαν να μας φιλοξενήσουν για μερικές μέρες στα σημερινά URLA, που αποτελούν το πλούσιο θέρετρο του IZMIR, να κάνουμε κανένα μπάνιο, να πάμε και παραμέσα στην Ανατολή. Μας πίεσαν να μην αναχωρήσουμε αμέσως. Οι υποχρεώσεις μας δεν το επέτρεπαν, αλλά υποσχεθήκαμε να ξαναπάμε σύντομα.
Μας φίλεψαν με ένα χειροποίητο λευκό σεμέν για το μεγάλο τραπέζι του σπιτιού μας, με σχέδια από κρώζουσες αγριόπαπιες, που κλάζουσες έδωσαν το όνομα στις αρχαίες Κλαζομενές της Λυδίας. Στο κέντρο του κεντημένος περίτεχνα και λεπτεπίλεπτα ο κύκνος με τα ανοιγμένα φτερά, σαν εκείνον που εικονιζόταν μαζί με τον θεό Απόλλωνα στο τετράδραχμο του 360-380 π.Χ. της ακμάζουσας πόλης, που βρισκόταν στο νησί Μαραθούσα, στο σημερινό UZUN απέναντι από τα Βουρλά.
Μας αποχαιρέτησαν όλα τα μέλη της οικογένειας αλλά και οι γειτόνισσες σε πλήρη παράταξη. Την τελευταία στιγμή η μητέρα της Φερά έριξε μια κανάτα νερό πίσω μας. Γύρισα και την φίλησα, λέγοντας:
«Με συγκίνησες! Και η μάνα μου το ίδιο έθιμο ακολουθούσε πάντα όταν έφευγα από την Καλλονή.»
«Και εγώ από την μάνα μου το κράτησα», μου απάντησε.