Το έχω γράψει σε παλαιότερα σημειώματά μου, αλλά η επανάληψη δε βλάπτει. Έγραφα λοιπόν πως η Ποίηση, η Λογοτεχνία και γενικά κάθε μορφή Τέχνης, αν δεν αποτελεί άμεσα πράξη αντίστασης, συντελεί στη διαμόρφωση αντιστασιακού πνεύματος.
Το έχω γράψει σε παλαιότερα σημειώματά μου, αλλά η επανάληψη δε βλάπτει. Έγραφα λοιπόν πως η Ποίηση, η Λογοτεχνία και γενικά κάθε μορφή Τέχνης, αν δεν αποτελεί άμεσα πράξη αντίστασης, συντελεί στη διαμόρφωση αντιστασιακού πνεύματος. Αυτό το είχαν από παλιά υποπτευθεί οι κάθε λογής εκπρόσωποι της εξουσίας και υποβλέπανε τους λογοτέχνες, τους ποιητές και τους διανοούμενους γενικότερα.
Ο Ασημάκης Πανσέληνος, στο θαυμάσιο βιβλίο του «Τότε που ζούσαμε», αναφέρει πως όταν ήρθε από τη Μυτιλήνη στην Αθήνα για σπουδές, ανακατεύθηκε με το τότε αριστερό κίνημα, ενώ παράλληλα δημοσίευε ποιήματα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά.
Κάποτε λοιπόν τον καλέσανε στην Αστυνομία «δι’ υπόθεσίν του» και εκεί ένας αγέλαστος αστυνόμος υπηρεσίας του λέει:
«Μάθαμε πως είσαι λογοτέχνης και κομμουνιστής.»
Μετριόφρων ο Ασημάκης, τού απάντησε:
«Κομμουνιστής είμαι, όχι όμως και λογοτέχνης. Για κάποια κομμάτια που γράφω, δεν μπορώ να θεωρηθώ λογοτέχνης.»
«Δηλαδή αρνείσαι ότι είσαι λογοτέχνης;», επέμενε ο άλλος.
«Μα σας είπα, δε θεωρώ τον εαυτό μου λογοτέχνη…»
«Εξακολουθείς να μην ομολογείς πως είσαι λογοτέχνης.»
«Μα σας είπα…»
Ο άλλος δεν τον άφησε να συνεχίσει. Τον κοίταξε με αποστροφή και του λέει:
«Από τον φάκελό σου εξακριβώσαμε πως είσαι παιδί καλής οικογενείας. Και πας και γίνεσαι λογοτέχνης! Άντε να μου χαθείς.»
Εξάλλου σε παλιά αναφορά του Τμήματος Χωροφυλακής Καισαριανής, αναγράφεται για κάποιον διανοούμενο, που η συμπεριφορά του είχε κινήσει την προσοχή των Αρχών:
«Κατόπιν διακριτικής παρακολουθήσεως διεπιστώθη ότι συχνάζει εις το επί της οδού Ασκληπιού καφενείον “ο Μαύρος Γάτος” ένθα συχνάζουσι λογοτέχναι ποιηταί και άλλα ύποπτα στοιχεία.»
Τέτοιο «ύποπτο στοιχείο» ήταν για τις Αρχές και ο Μενέλαος Λουντέμης, ένας από τους καλύτερους λογοτέχνες και ποιητές του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Κατά καιρούς είχε κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και αντεθνική δράση και έκανε μερικά χρόνια εξορία στον Άι-Στράτη, την Ικαρία και τη Μακρόνησο. Το 1954 δημοσίεψε τις «Βουρκωμένες μέρες» συλλογή πολύ τρυφερών διηγημάτων, γραμμένων με απαράμιλλη ποιητική γλώσσα. Το βιβλίο όμως εκρίθη από τις Αρχές (διάβαζε Ασφάλεια) αντεθνικό και επαναστατικό και ο συγγραφέας του παραπέμφθηκε σε δίκη.
Μην ξεχνάμε πως τυπικά η Ελλάδα ήταν βασιλευόμενη δημοκρατία, πλειοψηφούν κόμμα ήταν η ΕΡΕ και πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στην πραγματικότητα όμως κυβερνούσε το Παλάτι διά του «Παρακράτους», το οποίο δώδεκα χρόνια μετά θα γινότανε «Κράτος» και θα μας έβαζε στον γύψο για εφτά χρόνια. Η δίκη έγινε το 1958 με βασικό μάρτυρα κατηγορίας τον περιβόητο Καραχάλιο, ανώτερο αξιωματικό της Ασφαλείας τότε, και έμεινε στην ιστορία, όχι τόσο για αυτό καθαυτό το γεγονός, να δικάζεται δηλαδή λογοτέχνης για το περιεχόμενο του βιβλίου του, όσο για το εύρημα του συνηγόρου υπεράσπισης, Θεοτοκάτου, χάρη στο οποίο αθωώθηκε ο Λουντέμης.
Κατά τη διεξαγωγή της δίκης, ο συνήγορος υπεράσπισης άνοιξε ένα πανόδετο βιβλίο και άρχισε να απαγγέλλει ένα ποίημα, που άρχιζε με τους στίχους
«Εγώ είμαι ο γκρεμιστής,
γιατί εγώ είμαι ο χτίστης,
ο διαλεχτός της Άνοιξης
κι ο ακριβογιός της πίστης.»
Και αφού απήγγειλε λίγους ακόμα, με το ίδιο περιεχόμενο, ζήτησε από τον μάρτυρα κατηγορίας να πει τη γνώμη του για το ποίημα. Ο Καραχάλιος, πονηρός και καχύποπτος, απέφευγε να πάρει θέση, παρ’ όλο που ο συνήγορος απήγγειλε και άλλους στίχους του ίδιου ποιήματος, με πολύ πιο επαναστατικό περιεχόμενο, όπως:
«κάλλιο φουσκώστε ποταμοί
και κάλλιο ανοίχτε τάφοι
παρά σε πύργους άρχοντες
και σε ναούς το ψέμα»
Τελικά ο εισαγγελέας ζήτησε να μάθει ποιος ήταν ο ποιητής, αλλά ο συνήγορος αρνήθηκε, εφόσον δε δικαζόταν ο Λουντέμης ως πρόσωπο αλλά το περιεχόμενο του βιβλίου του. Οπότε ο πρόεδρος, Φαρμάκης ονόματι, έχασε την υπομονή του και στρεφόμενος προς τον εισαγγελέα τού λέει:
«Αφήστε, κύριε Εισαγγελεύ, κάποιος του ιδίου φυράματος με τον Λουντέμη θα είναι και αυτός, διότι το ποίημα αυτό είναι λίβελλος κατά του έθνους και ο ποιητής του δεν είναι Έλλην, είναι προδότης και εχθρός της πατρίδος…»
Τότε ο Θεοτοκάτος, δείχνει το εξώφυλλο του βιβλίου στο δικαστήριο και στο κοινό και λέει στον πρόεδρο:
«Είναι του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά. Ομολογώ πως τέτοιο λαυράκι δεν περίμενα να πιάσω.»
Το ακροατήριο ξεσπά σε χειροκροτήματα, ο πρόεδρος τα χάνει και δεν ξέρει τι να πει και αμήχανος διακόπτει τη συνεδρίαση. Αποτέλεσμα:
Αθώος ο κατηγορούμενος!
Επιμύθιο: Διαβάζετε Ποίηση, αγαπητοί αναγνώστες, μην ξεχνάτε την παραίνεση ενός άλλου ποιητή, του Οδυσσέα Ελύτη: «Όταν βρίσκεστε σε δύσκολες στιγμές, αδελφοί, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό, μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη…»