Λίγα μόλις μέτρα από το σπίτι του ήταν η διασταύρωση Δεκελείας και Αναγεννήσεως. Με προβληματικά φανάρια, ατέλειωτες ουρές αυτοκινήτων και οδηγούς στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, αποτελούσε αναγκαίο κακό στο πήγαινε - έλα για την απογευματινή δουλειά του στο Μενίδι.
Λίγα μόλις μέτρα από το σπίτι του ήταν η διασταύρωση Δεκελείας και Αναγεννήσεως. Με προβληματικά φανάρια, ατέλειωτες ουρές αυτοκινήτων και οδηγούς στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, αποτελούσε αναγκαίο κακό στο πήγαινε - έλα για την απογευματινή δουλειά του στο Μενίδι.
Κάποια μέρα του περασμένου φθινοπώρου, το μάτι του έπεσε πάνω στον άνθρωπο που επαιτούσε στο φανάρι. Με μακριά μαλλιά και γένια, ανασηκωμένο παντελόνι και δεμένο με κουρέλια το μαυρισμένο από τη γάγγραινα πόδι, παραπατούσε κουτσαίνοντας. Τα γεμάτα πληγές χέρια του απλώνονταν ικετευτικά στο παράθυρο των οδηγών, ζητώντας λίγα ευρώ που θα εξασφάλιζαν την επόμενη δόση του. Κι όταν τα πόδια του δεν τον κρατούσαν, σωριαζότανε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Εκεί τον συναντούσε ο οδηγός του μαύρου αυτοκινήτου, όταν επέστρεφε μετά τις οκτώ το βράδυ από τη δουλειά του. Εκεί πρέπει να ήταν το υπαίθριο κατάλυμά του.
Την πρώτη μέρα ο οδηγός πέρασε από τα γνωστά στάδια προσέγγισης: απορία, περιέργεια, παρατήρηση, συμπόνια, οργή για την απουσία κρατικής μέριμνας. Τις επόμενες μέρες συνήθισε κι αυτός, προσπερνούσε αδιάφορα.
Οι μέρες έγιναν βδομάδες και οι εβδομάδες μήνες. Ήρθε ο χειμώνας, το κρύο τάντανο, που θα ‘λεγε κι ο Φώτης Κόντογλου. Αυτός στη ζεστασιά του αυτοκινήτου, επέστρεφε βράδυ στην άλλη ζεστασιά, αυτή του σπιτιού του. Ο άλλος, στο πεζοδρόμιο δίπλα στο φανάρι προσπαθούσε μάταια να βρει ένα απάγκιο για να ζεσταθεί. Το κόκκινο στοπ τούς έφερε δίπλα-δίπλα. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, μόνο τα βλέμματα. Ο οδηγός τον κοίταξε κατάματα. Το ίδιο και ο άνθρωπος στο πεζοδρόμιο. Δεν ήξερε κανείς το όνομα του άλλου. Ο οδηγός θα το μάθαινε μερικούς μήνες αργότερα. Μέχρι τότε ο άνθρωπος στο φανάρι, «ο μη έχων πού την κεφαλήν κλίναι», θα ήταν ένας «άλλος» Χριστός. Γύρω στα τριάντα, με μακριά μαλλιά, ιλαρό βλέμμα, γερμένο στους ώμους κεφάλι, πληγές στα χέρια.
Ο άνθρωπος σηκώθηκε αργά, πλησίασε το πρόσωπό του στο νοτισμένο από την παγωνιά τζάμι και άπλωσε παρακαλεστικά το χέρι. Ο οδηγός κατέβασε γρήγορα το τζάμι. Έπιασε δυο ευρώ και τα άφησε στην κρύα χούφτα του. Μια τούφα ζεστού αέρα ήρθε στο πρόσωπο του ανθρώπου. Τα χέρια τους ενώθηκαν για λίγο, ο «Χριστός» στο φανάρι έσφιξε το ζεστό χέρι ψελλίζοντας ένα ευχαριστώ. Να ήταν για τα χρήματα ή για τη ζεστή επαφή, κανείς τους δεν ήξερε.
Το πράσινο άναψε, έφυγαν τα αυτοκίνητα, ένα δάκρυ κύλησε στα μάτια του οδηγού καθώς κοιτούσε από τον καθρέφτη τον άνθρωπο. Θυμήθηκε την Καινή Διαθήκη και τις τελευταίες ώρες του Θεανθρώπου: «Ίδε ο Άνθρωπος». Πόσο ήθελε να τον έπαιρνε μαζί του το βράδυ αυτό, να του προσέφερε ένα ζεστό μπάνιο, ένα πιάτο φαγητό, ένα κανονικό κρεβάτι για να κοιμηθεί:
«Θα πει τότε ο Χριστός σε αυτούς που βρίσκονται δεξιά του: “Ελάτε, οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου, κληρονομήστε τη Βασιλεία που σας έχει ετοιμαστεί απ’ την αρχή του κόσμου. Γιατί πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, ήμουν ξένος και με περιμαζέψατε, γυμνός και με ντύσατε, άρρωστος και μ’ επισκεφτήκατε, φυλακισμένος κι ήρθατε να με δείτε.” Τότε θα του απαντήσουν οι άνθρωποι του Θεού: “Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε ή να διψάς και σου δώσαμε να πιεις; Πότε σε είδαμε ξένο και σε περιμαζέψαμε ή γυμνό και σε ντύσαμε; Πότε σε είδαμε άρρωστο ή φυλακισμένο κι ήρθαμε να σε δούμε;” Και θα τους απαντήσει: “Σας βεβαιώνω πως αφού τα κάνατε αυτά για έναν από αυτούς τους ασήμαντους αδελφούς μου, τα κάνατε για μένα.”» (Κατά Ματθαίον, 25, 31 - 40)
Ο χειμώνας έφυγε και ήρθε η άνοιξη. Η πόλη δεν άλλαξε τους ρυθμούς της, στην πολυσύχναστη διασταύρωση, όμως, ο άνθρωπος είχε μέρες να φανεί. Όλοι όσοι περνούσαν από εκεί, αργά ή γρήγορα το διαπίστωσαν. Ίσως άλλαξε στέκι, ίσως κάποια ισχυρή δόση… ίσως… ίσως… Κανείς δεν ήξερε. Κανείς δε σκέφτηκε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται κάποιες φορές με τραγικό τρόπο.
Θα ‘ταν κοντά στο Πάσχα των Χριστιανών όταν ο Χριστός ξανασταυρώθηκε. Με την κατηγορία κλοπής λίγων γραμμαρίων «άσπρης σκόνης», προδόθηκε από τους «φίλους» του στο «μεγάλο αφεντικό». Εκείνος διέταξε τη σταύρωση και το λιθοβολισμό του, άχρι θανάτου. Τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο καμμένο δάσος της Πάρνηθας, το οποίο, στο μεταξύ, είχε μετονομαστεί «Κρανίου Τόπος» μετά τις πυρκαγιές. Εκεί τον έδεσαν σε σχήμα σταυρού πάνω σε κορμούς δέντρων και τον σκότωσαν πετώντας του πέτρες.
Το έγκλημα έγινε γνωστό από την αστυνομία στις 9 Ιουλίου τού 2008. Τα δελτία μίλησαν για την αγριότητα με την οποία το θύμα είχε βασανιστεί πριν πεθάνει. Κανείς δεν ασχολήθηκε με τις αμέτρητες φορές που ο «Χριστός» (κατά κόσμον Π.Κ.) είχε καταδικαστεί σε αργό θάνατο στο διάστημα της μακράς παραμονής του στη διασταύρωση της τραγικής ειρωνείας, Δεκελείας και Αναγεννήσεως. Κανείς δεν αναζήτησε τους υπεύθυνους για τους προηγούμενους ή «επόμενους»… θανάτους του.
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.