Όσα χάνονται και το «γιατί» που ζητάει απάντηση…

01/07/2012 - 05:56
Ένας σωρός πεσμένα κίτρινα και καφετιά φύλλα γυροφέρνουν σκόρπια, απ’ τη μια στην άλλη, ανάλογα με τα κέφια του αέρα. Άλλες φορές, σα στρωμένο χαλί σε αποχρώσεις της σκουριάς, μαζεύονται και ξαποσταίνουν στις άκρες των δρόμων, στις γειτονιές, σε πάρκα και πλατείες.
Ένας σωρός πεσμένα κίτρινα και καφετιά φύλλα γυροφέρνουν σκόρπια, απ’ τη μια στην άλλη, ανάλογα με τα κέφια του αέρα. Άλλες φορές, σα στρωμένο χαλί σε αποχρώσεις της σκουριάς, μαζεύονται και ξαποσταίνουν στις άκρες των δρόμων, στις γειτονιές, σε πάρκα και πλατείες. Εκεί που άλλοτε ξαπόσταιναν χαμόγελα, τώρα - αμήχανα και μελαγχολικά σαν τα φύλλα - ξαποσταίνουν οι καταλήξεις των αποξηραμένων ονείρων μας. Εκείνων που κουβαλούσαμε, άλλοτε άπιαστα, ανικανοποίητα και τώρα προδομένα κι αγρίως τραυματισμένα. Αυταπάτες που ονομάζουμε ζωή. Τότε φάνταζαν ατέρμονα και δίχως σύνορα, τώρα, καχύποπτοι φρουροί, ασύστολοι και προκλητικοί, τα έχουν καταχωνιάσει πίσω από αμπαρωμένες πόρτες, κλειδαριές και λουκέτα. Σχεδόν ανύπαρκτα… Χαμένα.
Μεθυσμένα βήματα και κουρασμένες περπατησιές γερόντων περιδιαβαίνουν τους διαδρόμους αναζητώντας στο παρελθόν το αβέβαιο μέλλον. Το «αύριο» που βλέπουν να λιγοστεύει… Άνθρωποι που το «πριν» τους ακυρώνεται και το «μετά» χάσκει μπροστά τους άβυσσος. Ό,τι ήξεραν θα πρέπει να ξεχαστεί. Ό,τι κουβάλησαν μέχρι εδώ, να πεταχτεί σαν άχρηστο φορτίο. Καλούνται να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν μια καθημερινότητα αλλιώτικη απ’ αυτή που γνώριζαν και που περίμεναν. Αβάστακτο όταν στοιβάζονται τόσα γύρω τους και οι δίοδοι απόδρασης δυσκολεύουν. Στη σκέψη τους επανέρχονται έντονες οι ενοχές της γενιάς που της χρεώθηκε η αδυναμία της ν’ αλλάξει τον κόσμο. Είναι κι αυτή η μανία που έχει ο χρόνος να σε κάνει να σκαλίζεις, ξανά και ξανά, τους τόπους των αναμνήσεων, να ονειροπολείς και ν’ αλητεύεις, ανάμεσα σε δρόμους προσωπικούς που αυλακώνουν λογής - λογής ιστορίες. Μνήμες που στάζουν.

Ζωές που μπάζουν. Ψυχές που βουλιάζουν. Πώς γίνεται να χαίρεσαι για το «χθες» και να εύχεσαι για το «αύριο» όταν νιώθεις πως στένεψαν τα περάσματα; Πώς να ταιριάξεις τη γεύση του ονείρου με την τρυφεράδα της νοσταλγίας, όταν κι αυτά χάνονται μέσα στο τίποτα της απουσίας και της απώλειας;
Στα παλιωμένα παγκάκια σκυφτοί, ανταλλάζουν χαμηλόφωνα απλά, λιτά, καθημερινά λόγια που ξεχειλίζουν απ’ το καλάθι της ψυχής και στοχεύουν ολόισια στην καρδιά. Ανάσες μονολογούν, ενώνονται κι ενώνουν. Δε δικάζουν, μηδέ καταδικάζουν, μόνο για ό,τι βιώνουν μιλάνε… Όσο κι αν βάζουν εισαγωγικά στα λόγια τους, αυτά μπερδεύονται με χιλιάδες άλλα που έχουν έννοιες αλλόκοτες, διαστρεβλωμένες, ακαταλαβίστικες. Είναι τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», που δεν κοστίζουν τίποτα και δεν πείθουν κανέναν. Ξύλινα λόγια, ακαθόριστα, συγκεχυμένα, ρευστά… Εκτοξεύονται, κάθε τόσο, από το θέατρο του παραλόγου εκείνων που δεν ξέρουν άλλα λόγια να πουν. Ίδια, επαναλαμβανόμενα από τους επαγγελματίες πολιτικούς που καταντάνε βαρετά. Που φταίνε και σου φταίνε. Και τελικά, γίνονται θρύμματα, σβήνουν και χάνονται μαζί με τ’ άλλα.
Παραπέρα, μια θλιμμένη φυσαρμόνικα παρέα μ’ ένα φλάουτο ζωγραφίζουν το παραμύθι του κόσμου. Γλυκές νότες και μελωδίες ξεχύνονται και στάζουν αποτυπώματα περασμένων κι ευτυχισμένων στιγμών. Μα πού όρεξη να τις χαρείς. Αλήθεια, πώς κατάφεραν και μας στέρησαν τη χαρά; Πώς κατάφεραν και μας έκαναν έρμαια σ’ ένα ποτάμι που πλέον δεν ορίζουμε τη ροή του; Πώς έγινε και τώρα περιπλανόμαστε μετέωροι στο πουθενά χωρίς ελπίδα και χωρίς την προσμονή για κάτι καλύτερο;
Και το «γιατί», μεγάλο, ζητάει απάντηση. Γιατί μαθέ άλλαξε έτσι ο κόσμος;

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey