Θα μας κρίνουν όλους

01/07/2012 - 05:56
Είχε νυχτώσει για καλά. Λάγνα η θάλασσα έστερνε δαντελωτές γλώσσες να παραπλανούν την στεριά και μια να παίρνουν μια ν’ αφήνουν σπάταλα μυριάδες κόκκους καστανόξανθους από τη βρεμένη άμμο, να σμίγουν με ξερά φύκια, πετράδια, ζωντανά μύδια και σπασμένα πολύχρωμα κοχύλια.
Χρωστάμε σ’ όσους ήρθανε
θα ‘ρθουνε θα περάσουν.
Κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι και οι νεκροί.

(Κωστής Παλαμάς,
από το «Οι σκληροί και πικροί στίχοι»)


Είχε νυχτώσει για καλά.
Λάγνα η θάλασσα έστερνε δαντελωτές γλώσσες να παραπλανούν την στεριά και μια να παίρνουν μια ν’ αφήνουν σπάταλα μυριάδες κόκκους καστανόξανθους από τη βρεμένη άμμο, να σμίγουν με ξερά φύκια, πετράδια, ζωντανά μύδια και σπασμένα πολύχρωμα κοχύλια.
Μια εξέδρα ξεκίναγε από το δρόμο και κατέληγε στον υδάτινο τούτο χορό. Τραπέζια, καρέγλες και φασαρία πολλή, άντρες, γυναίκες και παιδομάνι μιλούσαν, γελούσαν, φωνάζανε και με λαιμαργία πασκίζανε να αδειάσουν τα πιάτα και να ξεμπλέξουν με τις τελευταίες σταλιές κρασί που ‘χανε απομείνει στο μπουκάλι.
Ως πάτησα το πρώτο σκαλί, χέρια απλωθήκανε, φωνές χαρούμενες ακουστήκανε, γλυκόλογα αποθυμιάς πλημμυρίσανε τον τόπο και στάθηκε αδύνατο να μην στρίψω προς τη μεριά τους να χωθώ ανάμεσά τους να γίνουμε ένα ζωηρό μπουκέτο λουλούδια κι αγριάγκαθα αντάμα. Αγκαλιές, φιλιά και χειραψίες σαν το γάργαρο νερό της πηγής, μας ξεδιψάσανε.
Φάνηκε κι ο Τσολιάς ο ταβερνιάρης τρεχάτος, ιδρωμένος με το πήγαιν’ έλα, τα τηγάνια και τα κάρβουνα με το χταπόδι απάνω να μοσχομυρίζει. Τα παράτησε όλα, βρέθηκε δίπλα μου με το χορταστικό του χαμόγελο και τα μάτια του να με τρώνε. Τον είδε η Τσολιάδαινα που παράτησε το πόστο του, έμπηξε φωνή από μέσα.

- Βρε Στρατή, θα καούν τα ψάρια!
- Άσε με, γυναίκα. Δε βλέπεις; Ήρθε του Γιουργέλ’. Άσε με να του καλουσουρίσου. Νταβούλ’ να γίνουν τα μπαρμπούνια.
Ήπιε απανωτά δυο ούζα ανάμεσα διαλείμματα για να πηγαινοέρχεται από την ψησταριά, είπαμε λόγια αγάπης και νοσταλγίας, παλιάς εποχής κι ονειρεμένων περιπολιών ανάμεσα κοριτσόπουλα κι εχτρικά τανκς, μιλήσανε κι οι άλλοι της παρέας, κέρασε και κέρασε ακούστηκε δεξά ζερβά κάμποσες φορές, γιόμισε ξανά το τραπέζι πιάτα και καραφάκια.
Έτσι που τσουγκρίζαμε τα ποτήρια και γελούσαμε, ακούστηκε μπάσα, μεγαλόπρεπη κι αρχοντικιά, επιβλητική θα ‘λεγα που δεν υπακούει σε αντίλογο αφού κάνει για δέκα μαζί, κάτι σαν απειλή, προσταγή, κάλεσμα απ’ τον ουρανό ερχόμενο, υπερκόσμια φωνή. Στράφηκα προς το μισοσκόταδο που βρισκόταν, πληθωρικός αρχοντάνθρωπος, σοφός και ξεκάθαρος σε ιδέες και πιστεύω, μια τραγική φιγούρα με την ιδιαιτερότητα, την ξέχωρη ομορφιά κι όλο του το μεγαλείο. Όλοι τον ξέρουν, τον σέβονται, τον λογαριάζουν ή τον συμπονούνε.
- Έλα να σε δω, βρε Γιώργη, που σ’ αποθύμησα.
Ήταν ίσως το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσαν να μου κάνουν. Ήταν η απρόσμενη χαρά να δω μετά από μισό αιώνα τον παιδικό μου φίλο τον Πλάτωνα.
Ορειβάτης, φυσιολάτρης, που γνωρίζει όλα τα μυστικά του φυσικού μας περίγυρου, δεινός ψαροτουφεκάς και κυνηγός πρώτος. Όμορφος, γεροδεμένος, γυμνασμένος και διαβασμένος στο έπακρο. Έκανε οικογένεια, παιδιά, εγγόνια, μα από γυναίκα ελαφρά άτυχος ή άμυαλος ή παραπάνω ρομαντικός για τα δεδομένα της εποχής μας στάθηκε. Κι ευαίσθητος. Ζει με το παρελθόν, απογοητεύεται με το παρόν.

Είναι μια κινητή βιβλιοθήκη, ξέρει και θυμάται τα πάντα. Από τις μικρές ιστορίες των παιδικών του χρόνων μέχρι τις λεπτομέρειες για τη συνθήκη της Λοζάνης.
Ζει σ’ ένα μικρό, όμορφο μετερίζι της αιολικής γης, στεναχωριέται, υποφέρει που στην κοινωνία σήμερα τα πάντα είναι τόσο επιφανειακά και οι νέοι δε διαβάζουν.
«Καλά τα γράφεις, αλλά άδικα», μου είπε απότομα.
«Μα πρέπει, Πλάτωνα, να ακούγονται μερικές φωνές.»
«Τζάμπα ο κόπος σου. Τα ενδιαφέροντα των νέων σήμερα είναι πολύ φτηνά. Εύκολη ζωή, ξενυχτάδικα κι άλλα ύποπτα μαγαζιά. Τον άνθρωπο τον μετρούν μόνο με τα λεφτά του και πόσες γκόμενες έχει. Χάλασε ο κόσμος.»
«Υπάρχουν ακόμα ελπίδες, φίλε μου.»
«Ναι, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, αλλά δεν κάνουμε τίποτα. Είμαστε περίεργος λαός. Σχολιάζουμε, κατηγορούμε, φέρνουμε τον πανικό και μας έχει πιάσει ένας αντικαθεστωτισμός που οδηγεί στον ανθελληνισμό.»
«Λες να ‘ναι έτσι;» Είπα σιγανά κι απόμεινα να σκέφτομαι.
«Ναι, έτσι που σου τα λέω είναι.»
Είπαμε κι άλλα πολλά, με φώναξαν οι άλλοι, έκανα να φύγω κι είδα θαρρώ ένα δάκρυ να κυλά στο μάγουλό του.
«Να κάνουμε την ελπίδα πράξη, Γιώργη. Γράψε το. Και θυμήσου τον Παλαμά. Θα μας κρίνουν όλους.»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey