Ο Βολιώτης σκηνοθέτης -που έχει περάσει τα νεανικά του χρόνια στη Μυτιλήνη- μας μίλησε για τη δουλειά του, τις αναμνήσεις που έχει και για την επιστροφή του εδώ.
Το προσπαθούσαμε όλη την περασμένη εβδομάδα, αλλά δεν ήταν εύκολο να συναντήσουμε το Λάκη Παπαστάθη, σκηνοθέτη της ταινίας «Το Σπίτι Βλέπει» (σ.σ. πρόχειρη ονομασία, μια και το όνομα της ταινίας δεν έχει αποφασιστεί ακόμη), που γυρίζεται εδώ και κάποιες μέρες στη Μυτιλήνη. Από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, μαζί με το συνεργείο και το επιτελείο, πραγματοποιούσαν εντατικά γυρίσματα. Προχθές το βράδυ, ωστόσο, ο Λάκης Παπαστάθης μάς υποδέχθηκε σε ξενοδοχείο της Μυτιλήνης, όπου διαμένουν οι περισσότεροι συντελεστές της ταινίας. Γλυκύτατος, εύγλωττος και ιδιαίτερα αφηγηματικός, παρά την εμφανή του κούραση, ο Βολιώτης σκηνοθέτης - που όμως έχει περάσει τα νεανικά του χρόνια στη Μυτιλήνη - μας μίλησε για τη δουλειά του, αλλά και για τις αναμνήσεις που έχει από τη Μυτιλήνη και για τη δική του επιστροφή εδώ, μέσα από τα γυρίσματα της νέας του ταινίας που, αναπόφευκτα, έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία…
Γεννηθήκατε στο Βόλο, αλλά «βγάλατε» το δημοτικό και το γυμνάσιο στην Μυτιλήνη. Τι αναμνήσεις έχετε από τα χρόνια εκείνα;
«Έχω πολύ έντονες και ωραίες αναμνήσεις. Αυτό που θυμάμαι πιο έντονα και που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αγάπη μου για τον κινηματογράφο, είναι ο δρόμος όπου βρίσκονταν οι τρεις παλιοί κινηματογράφοι στη Μυτιλήνη - ο “Ορφέας”, η “Σαπφώ” και ο “Αρίονας”. Ήταν ένας δρόμος αγαπημένος για εμένα, εκεί συχνάζαμε, εκεί μορφωθήκαμε, χάρη στη Δημοτική Βιβλιοθήκη που βρισκόταν εκεί δίπλα - πολύ σημαντική δυνατότητα για ένα παιδί. Μάλιστα, ήταν και η εποχή που οι καθηγητές έκαναν εφόδους στους κινηματογράφους, για να δουν αν θα μας βρούνε εκεί. Εγώ, τελειώνοντας το σχολείο είχα διαγωγή “κοσμία” και όχι “κοσμιοτάτη”, γιατί με είχε πιάσει ένας καθηγητής.»
Επιστρέφετε συχνά στη Μυτιλήνη; Έχετε διατηρήσει δεσμούς;
«Η οικογένειά μου τότε είχε ριζώσει εδώ. Εγώ, φεύγοντας από τη Μυτιλήνη, πήγα στην Αθήνα. Έρχομαι συχνά όμως, ειδικά τώρα τελευταία, για χάρη της ταινίας. Νιώθω μια γλύκα όταν έρχομαι, όχι μια στείρα ονειροπόληση του παρελθόντος, αλλά ένα… γόνιμο φως. Εξάλλου, διατηρώ δεσμούς εδώ και έχω πολλούς φίλους, παλιούς συμμαθητές, με τους οποίους συναντιόμαστε με συγκίνηση και αγάπη. Πρέπει να σημειώσω ότι η τάξη μου - τελειώσαμε το ’61 - έβγαλε… διαμάντια!»
Η ταινία «Το Σπίτι Βλέπει» έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία;
«Ναι, έχει έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Σήμερα, για παράδειγμα (σ.σ. Δευτέρα), ζήσαμε πολύ συγκινητικές στιγμές με τα γυρίσματα που έγιναν στον Αφάλωνα. Αφορούσαν μια διαδρομή στη μνήμη τη δικιά μου, τη βραδινή διαδρομή που γινόταν από εκεί μέχρι την Αγιάσο, παραμονή της Παναγιάς, το Δεκαπενταύγουστο, όπου παρέες-παρέες ξεκινούσαν από τον Αφάλωνα αποβραδίς και έφταναν στην Αγιάσο το πρωί, με διαλείμματα και τραγούδια. Επιπλέον και σε άλλες σκηνές, όπως σε αυτές στο 2ο Γυμνάσιο Αρρένων που είχα βγάλει και εγώ (σ.σ. στα Κεντρικά Λύκεια) ακούγονται, ως φόρος τιμής, ονόματα παλιών μου καθηγητών, ενώ το παρατσούκλι “Νυχτερίδας” του πατέρα του Κώστα, προέρχεται από το φωτογράφο που θυμάμαι στη Μητρόπολη, με το μαύρο πανί της φωτογραφικής μηχανής στους ώμους του… Τέλος, βασικός χώρος της Μυτιλήνης στην ταινία είναι η Φυκιότρυπα, αφού από μικρός άκουγα διάφορες ιστορίες για φόνους, κ.λπ..
Το αστείο είναι ότι, λόγω του ότι η ταινία είναι δίγλωσση - στα κανονικά ελληνικά και στα μυτιληνιά -, έχω αρχίσει να μιλάω “βαριά” μυτιληνιά και τα έχει… “κολλήσει” και το συνεργείο.»
Ο νόστος αδύνατος
Τι είναι για εσάς ο νόστος;
«Μου θέτεις μια δύσκολη ερώτηση… Ο νόστος, πιστεύω, είναι αδύνατος και η επιστροφή είναι αδύνατη, αφού τόσο ο τόπος, όσο και εσύ έχετε αλλάξει. Μόνη διέξοδος είναι η κατασκευή της επιστροφής με τη μνήμη - κάτι που πραγματεύεται και η ίδια η ταινία. Εγώ, για παράδειγμα, επιστρέφω στη Μυτιλήνη γυρίζοντας αυτήν την ταινία. Και αφού η μνήμη ξανασυντίθεται, στην ταινία υπάρχει ένας μορφικός διχασμός: το παρελθόν έχει μια φόρμα μυθοπλασίας, θυμίζοντας κλασσικό ελληνικό κινηματογράφο, ενώ το παρόν μοιάζει περισσότερο με ντοκυμαντέρ. Και αυτό γιατί το παρελθόν αποτελεί, πλέον, ιστορία -και έτσι μπορούμε να το κατασκευάσουμε σαν ταινία μυθοπλασίας-, ενώ το παρόν είναι ακόμη ανεπεξέργαστο υλικό και δουλεύει μέσα μας -έτσι, το ζούμε σαν ντοκυμαντέρ...»
Στην ταινία συμμετέχουν και οι ερασιτεχνικοί θεατρικοί σύλλογοι της Μυτιλήνης. Μάλιστα, σε προηγούμενη επικοινωνία μας, μας είχατε αναφέρει ότι το ερασιτεχνικό θέατρο σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα και ότι έχετε γυρίσει και ένα ντοκυμαντέρ για τους ερασιτεχνικούς θεατρικούς συλλόγους.
«Επρόκειτο για ένα διπλό ντοκυμαντέρ, διάρκειας 105 λεπτών, για μια συνάντηση των ερασιτεχνικών θιάσων στη Σάμο το 1995. Εκεί, ήταν και ο ΦΟΜ “Θεόφιλος”, αλλά και οι “Άστεγοι”, που και οι δύο με πάθος τρομερό ανέβασαν καταπληκτικά μονόπρακτα. Και το φιλμ εκείνο αποτελεί ένα τρομερό ντοκουμέντο, αφού έχει καταγράψει τους ανθρώπους που βλέπω και σήμερα, πριν από 15 χρόνια. Είναι συγκινητικό να τους βλέπω να επιμένουν με πάθος στο θέατρο. Κατά τη γνώμη μου, το ερασιτεχνικό θέατρο δεν είναι κατώτερο από το επαγγελματικό, αλλά είναι διαφορετικό. Όσοι ηθοποιοί των ερασιτεχνικών συλλόγων έπαιξαν στα γυρίσματα της ταινίας μέχρι τώρα, της έδωσαν μια ψηφίδα “αυθεντικότητας”, όχι μόνο με την παρουσία τους, αλλά και με τη… λαλιά τους.»
«Η παράδοση, μέσα από τα βιώματα των ανθρώπων…»
Έχετε γυρίσει τρεις πολύ σημαντικές παραγωγές, που σχετίζονται με τη λογοτεχνική ή την πολιτισμική παράδοση της Ελλάδας (σ.σ. «Καιρός Ελλήνων», «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», «Θεόφιλος»). Τι σας εμπνέει σε κάθε σας ταινία;
«Όλες οι ταινίες μου αποτελούν ένα συνδυασμό νεωτερικότητας και παράδοσης. Τα στοιχεία των παραδοσιακών ταινιών, αποκτούν φόρμες σύγχρονες. Δεν αφήνομαι στην παράδοση, δημιουργώ μια σχέση μαζί της, δεν παραδίδομαι εκεί για να σωθώ… Την αντιμετωπίζω κυρίως μέσα από τα βιώματα των ανθρώπων αυτού του τόπου.»
Έχετε σκηνοθετήσει και πολλές διαφημιστικές ταινίες, αλλά και ταινίες μικρού μήκους για θεατρικές και άλλες παραστάσεις και ντοκυμαντέρ και τηλεοπτικές σειρές ωριαίων επεισοδίων για την «ΕΤ-1» και τη «ΝΕΤ», ενώ είστε και ο συγγραφέας δύο συλλογών διηγημάτων. Ποιο από όλα τα είδη αφήγησης - συμπεριλαμβανομένου του κινηματογράφου - βρίσκετε πιο γοητευτικό;
«Υπάρχει μια “σκιά” που ενώνει τις διαφορετικές ασχολίες μου και αυτή είναι ο εαυτός μου. Είναι πολύ θετικό το ότι εμείς στην τηλεόραση, με την εκπομπή “Παρασκήνιο”, είχαμε το προνόμιο να εργαζόμαστε όχι μόνο για βιοποριστικούς, αλλά και για εκφραστικούς λόγους. Βγάζουμε το ψωμί μας, κάνοντας κάτι που αγαπάμε.»
Πείτε μας για την εταιρεία Cinetic και για την εκπομπή «Παρασκήνιο».
«Η εταιρία Cinetic ιδρύθηκε τη δεκαετία του ‘70 από εμένα και το συνεργάτη μου Τάκη Χατζόπουλο. Από το 1976 κάνουμε το “Παρασκήνιο”, τη μακροβιότερη εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης. Ένα από τα σημαντικά στοιχεία και των δύο είναι ότι αποτελούν ένα άτυπο σχολείο, ένα “φυτώριο” για νέους σκηνοθέτες.»
Προωθούνται οι ελληνικές ταινίες όπως θα έπρεπε; Θεωρείτε ότι στην Ελλάδα ο κινηματογράφος έχει την τιμητική του;
«Αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα. Το ελληνικό σινεμά είναι ένα εξαιρετικό φαινόμενο που δεν έχει μελετηθεί ακόμη. Εγώ ανήκω στη γενιά των νέων κινηματογραφιστών, που μέσα στη δεκαετία του ‘60 έκαναν τη μεγάλη στροφή, γυρίζοντας την πλάτη στον παλιό κινηματογράφο και νιώθοντας ότι είναι παιδιά της ευρύτερης οικογένειας του ευρωπαϊκού. Προέκυψαν, έτσι, κάποιοι πολύ σημαντικοί σκηνοθέτες για την πνευματική μας ζωή. Όμως, λόγω του ότι το νέο ελληνικό σινεμά ήταν κάπως ακραίο, δεν κατάφερε να δημιουργήσει κοινό. Παρ’ όλο που πολλές ταινίες είναι εξαιρετικές, το κοινό έχει γυρίσει την πλάτη του και αυτό είναι ένα σφάλμα τόσο των ανθρώπων, όσο και του ίδιου του κινηματογράφου. Ευθύνεται και η έλλειψη παιδείας και το γεγονός ότι συνέπεσε με την εμφάνιση της τηλεόρασης, που καθόρισε το γούστο του κοινού. Πιστεύω, ωστόσο, ότι το νέο ελληνικό σινεμά είναι ένα υπέροχο μοναχικό γεγονός στην πνευματική μας ιστορία και ότι κάποτε θα βρει τη θέση που του αξίζει…»
Τα γυρίσματα
Είστε ικανοποιημένος από τα γυρίσματα της ταινίας στη Λέσβο μέχρι τώρα;
«Τα γυρίσματα πηγαίνουν πολύ καλά, ενώ είναι πολύ συγκινητική και η συμμετοχή των ντόπιων, τόσο στον Αφάλωνα όσο και στη Σκάλα Συκαμιάς κ.λπ.. Για εμένα ήταν πολύ συγκινητικό, επίσης, το ότι μετά από 23 χρόνια συνεργαστήκαμε με το Δημήτρη Καταλειφό, στο ίδιο νησί που είχε γυριστεί ο “Θεόφιλος”.
Οφείλουμε, πάντως, ένα μεγάλο “ευχαριστώ”, τόσο στο δήμο Μυτιλήνης και τη νομαρχία Λέσβου, όσο και στην ANEK Lines και την εταιρεία catering της Μυτιλήνης για τη χορηγία τους, αλλά και στο ξενοδοχείο “Loriet”, για την εξαίρετη φιλοξενία του και την ποιότητα της διαμονής μας. Και υποσχόμαστε ότι, μέσα από την ταινία, το βλέμμα του θεατή, θα… χορτάσει από τοπία της Μυτιλήνης…»