Σκιάχτρα, μαγικο-μαγγανειο-ξορκίσματα, μαγικολατρευτικά δημιουργήματα, μαγικοθρησκευτικά όντα. Προαιώνιοι φύλακες στα χωράφια, στ’ αμπέλια, στα περιβόλια, στους λαχανόκηπους. Άγρυπνοι φρουροί, «Ακρίτες» στην ελληνική ύπαιθρο. Με τις παράξενες, τις αλλόκοτες φυσιογνωμίες, τις κορμοστασιές, το ντύσιμό τους, προξενούνε το φόβο και τον τρόμο στ’ αρπαχτικά πουλιά, στις αλεπούδες, στους λαγούς, ακόμα και στους ανθρώπους, καθώς ορθώνονται ανάμεσα στις καλλιεργημένες χωραφιές ή πάνω από τα μαντριά και τους φράχτες, στην εξοχή.
Οι αγρότες μας, για ν’ αποφύγουνε τις καταστρεφτικές επιδρομές που προξενούνε στα καλλιεργημένα χωράφια τους τα κοράκια, τα γεράκια, οι αητοί, οι αλεπούδες, οι λαγοί, κι άλλα παρόμοια πουλιά και ζώα, σκεφτήκανε για εκφοβισμό, για φόβητρο, τ’ ανθρώπινο ομοίωμα. Έτσι, πήρανε κουρελιασμένα ανθρώπινα ρούχα, πανταλόνια, σακάκια, πουκάμισα, καπέλα, τα γέμισαν άχερα, σιταροκαλαμιές, αράπες ή πριονίδια και φτιάξανε τ’ ανθρώπινο ομοίωμα. Αυτό το ‘στησαν ανάμεσα στ’ αμπέλια, στα περιβόλια, στους λαχανόκηπους κι αποφύγανε την πειρατεία από τα πουλιά και τα ζώα.
Όλη η λεσβιακή ύπαιθρος, στα βουνά και στους κάμπους, είναι γεμάτη από σκιάχτρα. Γραφικά και παράξενα, χρωματιστά και ξεθωριασμένα από τον ήλιο και τις βροχές, φοβερά και γελοία με την εμφάνισή τους. Διακοσμητικά στοιχεία ανάμεσα στις καταπράσινες θάλασσες, στους καλλιεργημένους κάμπους και στα βουνά, αλλά και φόβητρα για κείνα τα όρνια, τα πουλιά και τα ζώα, που φέρνουνε μεγάλες καταστροφές στα σταφύλια, στα πεπόνια, στα γεννήματα, στα σπαρτά, στα φρούτα, που με πολύ κόπο και μόχθο προσπαθούν οι αγρότες μας να παράγουνε.
Τα σκιάχτρα, το στήσιμό τους στην ύπαιθρο γίνεται όλο το χρόνο για όλες τις καλλιέργειες, αλλά κανονικά αρχίζει από την άνοιξη, προτού μεστώσουν οι καρποί και τα γεννήματα, και κορυφώνεται τους καλοκαιριάτικους μήνες και το φθινόπωρο, όταν όλα είναι καταπράσινα και φορτωμένα από καρπούς και φρούτα.
Σαν τελειώσει η συγκομιδή, η σοδειά, στο μεσοφθινόπωρο, και στερνά από το Σταυρό καν τη γιορτή του, κατά τα λεσβιακά εθίματα, σαν ο «δραγάτης», «σαν ο δραγάτης, ξυπνητός απάνω από τ’ αμπέλι», τραγουδά ο Άγγελος Σικελιανός, ο φύλακας που κοιμάται στη χορτάρινη καλύβα του, θα χαλάσει την πρόχειρη κατοικία του και θα την κάψει, τότε γκρεμίζουνται και τα σκιάχτρα και καίγουνται μέσα στα χωράφια, σ’ εν’ αγροτικό πανηγύρι. Γίνονται τα λεγόμενα «κάψαλα». Ανάβουνται φωτιές, «μπαμπαλούνες», με ξερά χορτάρια, τις «αράπες», και σταροκαλαμιές. Πάνω σ’ αυτές καίνε τη δραγάτικη καλύβα και το σκιάχτρο. Οι αγρότες με τα παιδιά τους πηδάνε πάνω από τις φωτιές, λένε «και του χρόνου», και στη συνέχεια γλεντοκοπάνε με φαγοπότι, τραγούδια και χορούς.
«Ποπ αρτ» (popular art) είναι τα θαυμάσια δημιουργήματα από τους αγρότες μας. «Ποπ αρτ» είναι τύπος λαϊκής τέχνης, που αντηχεί στα πλατιά στρώματα, στα λαϊκά. Εικονίζει οτιδήποτε παρακατιανό. Όσο πιο τιποτένια είναι τα αντικείμενα, τόσο πιο καλοδεχούμενα γίνονται απ’ αυτήν (την ποπ αρτ). Η ποπ βασίζεται στον ντανταϊσμό (αντιτέχνη) και στο σουρρεαλισμό (πέρα από το ρεαλισμό).
Σκιάχτρα λεσβιακά, σε διάφορες στάσεις, εμφανίσεις κι εμπνεύσεις, θαυμάσια δημιουργήματα από τους αγρότες μας, «ποπ τέχνη», είναι μερικά:
Σκιάχτρο Τροχονόμος: Μια γελοιογραφία ο τροχονόμος σε περιοχή, απ’ όπου δεν περνά ούτε... ποδήλατο! Στην Εφταλού, κοντά στη Μήθυμνα. Πλάι στον Εφταλιώτη, στο ξοχικό του σπίτι... Το αστείο μα τόσο ζωντανό αυτό σκιάχτρο, μας σταμάτησε και μας ζήτησε... τα στοιχεία μας. Και μόνο σαν πείστηκε πως δεν ήμαστε ούτε λαγοί, ούτε αλεπούδες, αλλ’ ούτε και κοράκια, μας άφησε και περάσαμε μέσα από τους λαχανόκηπους. Κι ο αφέντης του μας καλωσόριζε.
Σκιάχτρο Ονοκένταυρος: Στις πολεμίστρες, στο κάστρο, στη Μυτιλήνη, κατάντικρυ στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, το γαϊδουροκέφαλο, καθώς ξεπετιούνται τα βαθουλώματα από τα τραγικά μάτια του, το μυτερό κόκκαλο από τη μύτη του και τα κοφτερά δόντια από τη μασέλα του, τρομάζει τους πειρατές που ‘ναι έτοιμοι να σαλτάρουν από το πέλαγο. Σκιάχτρο στην πρωτόγονη, προαισθητική μορφή του.
Σκιάχτρο Κερατοζυγούρι: «Εν τω ίρω τω εμ Μέσσω», στο ιερό στα Μέσσα, κοντά στην Καλλονή, υψώνεται το σκιάχτρο Κερατοζυγούρι, για να προστατεύει τον αρχαιολογικό χώρο, όχι από τα ζώα, αλλά από τους... ανθρώπους, που τον παραβιάζουνε για να κυνηγήσουνε πετούμενα περαστικά το χειμώνα, καθότι το τοπίο είναι βαλτώδες και σταματάνε τα πουλιά.
Σκιάχτρο Ομπρέλα: Το κεφάλι δε φαίνεται, το σκεπάζει η χρωματιστή ομπρέλα, με κάποιες χρωματιστές κορδέλες που κρέμονται πάνω στο πουκάμισο, και συνοδεύεται με γαλάζιο φανελάκι, για να φοβίζει πουλιά που ορμάνε στα σύκα, στην Ερεσό.
Σκιάχτρο Καλάθι: Πάνω από μικρό αμπέχονο, το κεφάλι στο σκιάχτρο είναι καλαθένιο. Ο καλαθάς που το ‘φτιαξε στης Απιδιάς το Λάκκο, στη Γέρα, είχε προβλήματα με τις μέλισσες και τις σφήκες, που κατασπαράζανε τις σταφυλόρωγες.
Σκιάχτρο Φαλλοφόρος-Φαλλοκράτης-Πουτσαράς: (Ανδρικό γεννητικό όργανο, που στην αρχαιότητα φερότανε στις βακχικές γιορτές σα σύμβολο γονιμότητας). Στην Αγιάσο, όπου τις Απόκριες πρωταγωνιστεί ο φαλλός στα λαϊκά «δρώμενα», με ανάλογα στιχάκια και τραγούδια, το σκιάχτρο δε θα μπορούσε να μην είναι φαλλοφόρο. Ο κατασκευαστής (ξεπέρασε το συχωριανό του Γιάννη Κουνέλλη) χρησιμοποίησε για το φαλλό (καυλί) και τ’ αρχίδια μικρές νεροκολοκύθες, χρωματιστό μαντήλι στο κεφάλι και λαιμοστολίδι από φελλούς.
Υπάρχουνε και σκιάχτρα με ήχους που «μιλάνε ή τραγουδάνε». Ανάλογα με τον αγέρα ηχούνε κονσερβοκούτια, κουδούνια, σφυρίχτρες, καρποί στενόμακροι από πικροδάφνες, που με τους ήχους τους αποδιώχνουνε πετούμενα και καταστρεπτικά ζώα.
Το σκιάχτρο έχει κι ένα βασικό «ρόλο» στις μιμικές κι αυτοσχέδιες λαϊκές θεατρικές παραστάσεις, στο προαισθητικό θέατρο, που γίνεται σε μερικούς τόπους μας. Κι έχει σχέση με τις σύγχρονες αποκριάτικες γιορτές μας.
Ίο σκιάχτρο βρίσκεται στο πανάρχαιο έθιμο που ανάβανε φωτιές σ’ ορισμένες χρονιάρικες εποχές, οπότε και συνηθίζανε να καίγουν ανθρώπινα
ομοιώματα, που παριστάνανε το χειμώνα, το φθινόπωρο κ.λπ.. Κι έχει σχέση με τις λαϊκές χριστιανικές παραδόσεις και διηγήσεις, που προέρχονται απ’ το Ευαγγέλιο.
Έτσι, σκιάχτρο είναι το ανθρωπόμορφο ομοίωμα που παριστάνει τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, τον «Οβριγιό», και τον κατασκευάζουνε με άχερα και διάφορες εκρηκτικές ύλες, τον κρεμάνε και τον καίνε ανήμερα τη Λαμπρή στο Μανταμάδο και τη Λαμπροπαρασκευή, στη Ζωοδόχο Πηγή, στην Παναγιούδα Λαγκάδας, στη Μυτιλήνη.
Το σκιάχτρο, σαν αντικείμενο και σα λέξη, γεννήθηκε από τότε που υπάρχει ο άνθρωπος. Αυτό αποκαλύπτουν οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς σε πολλά έργα τους,
«Μορμολύκειον ή μορμολυκείον» λεγότανε το σκιάχτρο στην αρχαιότητα, που σήμαινε φόβητρο και κατασκευαζόταν όπως και σήμερα. Η λέξη προέρχεται από τη Μορμώ, ένα από τα κακοποιά δαιμονικά πνεύματα, τη Λάμια και την Έμπουσα, με μορφή κι ιδιότητες ακαθόριστες, που συγχέονται με τις Νεράιδες. Το μορμολύκειο, που κοινά σημαίνει φόβητρο, σκιάχτρο, μπαμπούλας, στην αρχαιότητα ήτανε προσωπίδα που παρίστανε τη Μορμώ και φοβερίζανε τα μικρά παιδιά.
Συγγενικές με το «μορμολύκειο» είναι οι αρχαίες λέξεις: μορμολύττομαι (φοβερίζω), μορμυρίζω (επίσης), μορμωτός που είναι ο δύσμορφος, ο άσχημος, ο κακοφτιαγμένος, ο φοβερός, ο τρομερός, ο απαίσιος στην όψη άνθρωπος κ.ά..
Ο Αριστοφάνης αναφέρει το σκιάχτρο στις κωμωδίες του: «Θεσμοφοριάζουσες», «Όρνιθες», «Βάτραχοι», «Αχαρνής», «Ειρήνη», «Ιππής». Στην «Ειρήνη» (στίχος 474). Τρυγαίος: «Κακό ειν’ αυτό, βρε Λάμαχε, που κάνεις· μπαίνεις μεσ’ στα ποδάρια μας· αυτό σου το σκιάχτρο δε μας χρειάζεται, άνθρωπέ μου.»
Στην Αγία Γραφή τα σκιάχτρα αναφέρονται ως είδωλα κι ομοιώματα. Έτσι διαβάζουμε στην «Έξοδο» (κ΄, 4-5, μετάφρασή μου): «Μην κάνεις στον εαυτό σου είδωλο, ούτε κάποιο ομοίωμα, όσα είναι στον ουρανό πάνω, ή όσα στη γη κάτω, ή όσα στα νερά, κάτω από τη γη· να μην τα προσκυνήσεις ούτε να τα λατρεύσεις· διότι εγώ Κύριος ο Θεός σου είμαι Θεός ζηλότυπος, ζηλιάρης, ανταποδίδω τις αμαρτίες των πατέρων στα παιδιά, ως την τρίτη και τέταρτη γενιά, αυτοί που με μισήσανε.»