Ιατρική περίθαλψη

01/07/2012 - 05:56
Είπα ν’ αλλάξουμε κλίμα πριν με πάρετε στο κυνήγι. Που λέτε!
Είναι πολύ απλό. Όλα απλά είναι στην Ελλάδα. Ακόμα και να πεθάνεις. Δεν σ’ αφήνουν να παιδεύεσαι με φυσιολογικό θάνατο.
Εύθυμα, αλλά σοβαρά

Είπα ν’ αλλάξουμε κλίμα πριν με πάρετε στο κυνήγι. Που λέτε!
Είναι πολύ απλό. Όλα απλά είναι στην Ελλάδα. Ακόμα και να πεθάνεις. Δεν σ’ αφήνουν να παιδεύεσαι με φυσιολογικό θάνατο.
Κάποιο εγκεφαλικό ή έμφραγμα, μπορεί κι ανακοπή, απλοποιεί τα πάντα.
Πήγα, που λέτε, στην καλή μου Κατερίνα, την οδοντίατρο, έκανε τα πάντα σωστά, την πλέρωσα, μου έδωσε κανονικά απόδειξη, κι έγραψε τα σχετικά στο βιβλιάριο υγείας.
- Κύριε Γιώργο, δεν μπορείτε να το θεωρήσετε εδώ.
- Πού θα πάω;
- Χανιά.
Συνοφρυώθηκα, σκεφτόμενος χασομέρι και έξοδα…
- Ευκαιρία να πάμε και στον οφθαλμίατρο, που έχω καταρράχτη, μου είπε η πάντα σκεπτόμενη γυναίκα μου.
- Και η παράξενη κρεατοελιά… που έβγαλες στο μπράτσο; Ου μη γένοιτο…, συμπλήρωσε και σταυροκοπήθηκε.
Οπότε την άλλη μέρα, καβαλήσαμε τα 65 χιλιόμετρα, βρεθήκαμε στους γιατρούς για γενικό σέρβις, λες και θα περνάγαμε ΚΤΕΟ.
Έψαξε με αυτά τα πράσινα και κόκκινα φωτάκια, ο συμπαθέστατος οφθαλμολόγος, ανέβασε - κατέβασε το κεφάλι μας, σε μηχανές που μου θύμιζαν ορνιθοσφαγείο, έβαζε - έβγαζε φακούς και φακουδάκια, πότε βλέπαμε και πότε δε θωρούσαμε πράμα, τραβούσε κοντυλιές πέρα - δώθε, αποφάνθηκε λίαν καθησυχαστικός.
- Ο καταρράχτης ωρίμασε· θέλει εγχείρηση. Κι εσύ, να προσέχεις· ένα μάτι αχρηστεύεται, το άλλο πολύ κουρασμένο…
Οπότε χαλαρώσαμε, πάμε παραδίπλα, στο δερματίατρο.
Είδε τη μπλαβοπράσινη με μια μαύρη βούλα στη μέση, ίδιο τσιμπούρι χωμένο στο κρέας, κρεατοελιά μου, κούνησε το κεφάλι.
- Θα πεθάνω, γιατρέ, ρώτησα έντρομος.
- Δεν είπα τέτοιο πράμα. Αλλά να το ανοίξουμε.
- Νοσοκομείο;
- Όχι, εδώ.
Έγραψε τα καθέκαστα στο βιβλιάριό μου.
- Θα πάτε δίπλα ένα λεπτό, να το θεωρήσετε κι ελάτε να το βγάλουμε.
Θα μας περίμενε ως τη 1:06, είπε. Όπως τα αεροπλάνα.
Πήγαμε δίπλα ένα λεπτό, κλειστά. Η ώρα 12:06. Τώρα; Χτυπάω, τίποτα. Τυχεροί σταθήκαμε, ο μοναδικός ίσως υπάλληλος έβγαινε για τυρόπιτα, κάνω να μπουκάρω, με σταμάτησε.
- Κλειστά. Δε βλέπετε;
- Μα, μου είπανε εδώ θα θεωρήσω…
- Σωστά. Αλλά όχι σήμερα. Δευτέρα και Τετάρτη.
- Και τώρα που ήρθαμε από χωριό…
- Στο νοσοκομείο. Εκεί τα εγκρίνουν χωρίς ουρά.
Οπότε, μην πεινάσουν κι οι ταξιτζήδες, κάποιος, καλό παιδί δεν λέω, διπλή ταρίφα, φιλικά, έβαλε, μας πήγε.
Ψάξαμε σαν κομάντος, βρήκαμε το δωμάτιο, μπήκαμε μέσα, ένας στο γραφείο κάτι έγραφε, ένας άλλος στην πολυθρόνα δίπλα, χασμουριόταν. Ηρέμησα για δεύτερη φορά και περίμενα. Όταν τέλειωσε με επιτυχία το χασμουρητό, άπλωσε προς τη μεριά μου, το χέρι του, ίδιο τζίνι, πήρε το βιβλιάριο από τα δικά μου τρεμάμενα χέρια, ευτυχώς ήταν διπλωμένες οι αντίστοιχες σελίδες, το άνοιξε, και με πλήρη βαρεμάδα, χωρίς ρε παιδιά, μα χωρίς να διαβάσει τι έγραφε απάνω, τα υπέγραψε με συγκινητική προθυμία σε κάθε σελίδα, όλα, και μου τα έδωσε, χωρίς λέξη να ανταλλάξουμε. Είχα προσέξει όμως, πως σε μια σελίδα δεν είχε βάλει την απαραίτητη σφραγίδα και, με πολύ τακτ, του το είπα. Πήγε να μου βγάλει το καλό μάτι, αλλά έριξε μια ματιά, είδε πως είχα δίκιο, το σφράγισε, κι είπε.
- Είδες καμιά φορά, όταν έχει πολύ κόσμο, κάνουμε λάθη.
Κοίταξα τον πολύ κόσμο, εγώ, η γυναίκα μου, κι οι «ελεγκτές» δύο!
Στο διάδρομο σα βγήκαμε, ρώτησα την αδελφή.
- Για τα δόντια, πού εγκρίνουν;
- Ισόγειο. Στα εξωτερικά.
Βάλαμε πάλι την πυξίδα, βρεθήκαμε έξω από μια πόρτα που έγραφε «οδοντιατρικό εργαστήριο».
Εκεί, περίμενε κάποια κοπελίτσα που κρατούσε το μάγουλο, δείγμα ότι δεν τα πήγαινε καλά με το φρονιμίτη της.
Της είπαμε ότι βιαζόμαστε να προλάβουμε ανοιχτό το μίνι χειρουργείο και να προηγηθούμε για μια απλή θεώρηση, έγνεψε, ευγενέστατα, καταφατικά.
Τελικά άνοιξε η πόρτα, μπήκαμε, ένας αφράτος, ασπρομάλλης οδοντίατρος, μας δήλωσε.
- Θεώρηση; Κάθε Τρίτη. Σήμερα είναι Παρασκευή.
- Μα σας παρακαλώ… από χωριό… μια υπογραφούλα…
- Λυπούμαι, κύριε, αλλά δεν περνάει η υπογραφή μου. Ο ελεγκτής έρχεται κάθε Τρίτη.
- Και τι να κάνω τώρα;
- Την Τρίτη.
Έχετε δει βρεμένη κότα; Έτσι φύγαμε, αλλά τρεχάτοι μην χάσουμε και τον χειρούργο δερματίατρο.
Τούτη τη φορά δεν έβαλε διπλή ταρίφα ο ταξιτζής. Μας λυπήθηκε.
Η… επέμβαση κράτησε δύο λεπτά. Έβγαλε το λίπωμα με το ξένο σώμα, το καυτηρίασε, μύρισε κοκορέτσι.
- Πονάς, με ρώτησε, δεν είχε νόημα να πω «ναι».
- Οι Σφηναριώτες δεν πονάνε, ψιθύρισα, κι έσφιξα τα δόντια μου.
Πάει κι αυτό.
Το πώς γυρίσαμε στο κονάκι μας, άστο.
Την Τρίτη όμως, λίαν πρωί, Χανιά. Από κει, μια και δεν βιαζόμασταν, βρήκαμε το λεωφορείο, φτάσαμε νοσοκομείο, ισόγειο, εξωτερικά, στην ταμπέλα «οδοντιατρικό εργαστήριο».
Λίγο περιμέναμε, άνοιξε η πόρτα και χαρούμενος που θα πλέρωνε επιτέλους και το κράτος, το μερδικό που του έχω προπληρωμένο για το καινούργιο μασκάκι μου, μπήκα με έναν άλλον αέρα. Με χαρά μου, βρήκα πάλι τον ίδιο αφράτο ασπρομάλλη, του γέλασα, μου γέλασε πικρόχολα (είδες οι γνωριμίες;), «καλημέρα» του λέω, «έφυγε» μου απαντά.
- Ποιος;
- Τον ελεγκτή δεν θέλετε;
- Ναι, τραύλισα.
- Μα σας είπα να έρθετε Τρίτη.
- Τρίτη είναι, κύριε αρχίατρε.
- Ναι, αλλά φεύγει στις έντεκα.
Κοίταξα το ρολόι στον τοίχο, 11:08.
- Μα, σας παρακαλώ!
- Είπαμε· ευχαρίστως, αλλά δεν περνάει η υπογραφή μου…
Συγκινήθηκα πάλι που όλα τα θυμότανε, δεν κρατούσα καλάζνικοφ, έβγαλα όμως το μασκάκι, το ακούμπησα στο γραφείο κι είπα κλείνοντας την πόρτα πίσω μου.
- Κρατήστε το. Μη το βλέπω κι ανακατώνομαι. Εξάλλου πρέπει να τρώμε λιγότερο τώρα, μέχρι να διαγραφούν τα σκάνδαλά σας κι οι φοροδιαφυγές σας.
Έφυγα αλαφρωμένος.
Γιατί σιγουρεύτηκα, πως το κράτος, το ποιο κράτος, τι να σου πω... Δουλεύει πιο καλά κι από γραφείο τελετών.
Με συνέπεια κι αμεσότητα.

Γιώργος Καμβυσέλλης
Giorgiok1936@yahoo.gr

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey