«Κι όμως, ήταν ακόμα ζωντανοί…»

01/07/2012 - 05:56
Η δροσερή αύρα απ’ το πέλαγο, ο ατέρμονος χορός των κυμάτων από κάτω, το φεγγάρι, απ’ του Λεπέτυμνου τη ράχη να σιγοντάρει, η σκέψη να κρατάει το ίσο κι η νύχτα από κοντά… συνωμοτούσαν θαρρείς απόψε για… τη μαγεία.
Η δροσερή αύρα απ’ το πέλαγο, ο ατέρμονος χορός των κυμάτων από κάτω, το φεγγάρι, απ’ του Λεπέτυμνου τη ράχη να σιγοντάρει, η σκέψη να κρατάει το ίσο κι η νύχτα από κοντά… συνωμοτούσαν θαρρείς απόψε για… τη μαγεία. Και, προς στιγμή, το πετύχαιναν. Καταπίνει σκέψεις τούτη η βραδιά. Βαραίνει από τις ευωδιές. Τσακίζει η μουσική απ’ το μπαράκι πιο πέρα που άρχισε σιγά-σιγά να μαζεύει τους ρομαντικούς (υπάρχουν ευτυχώς τέτοιοι ακόμα…). Η απόλυτη πρόκληση απόλαυσης.
Παρέες νεολαίων, ερωτευμένων πιθανώς - αδιάψευστοι μάρτυρες μιας ευτυχίας -, φαινόντουσαν ν’ απολαμβάνουν τα όνειρά τους. Κουτσουρεμένα ίσως, αιωρούνταν πεισματάρικα γύρω και μέσα τους, γιατί απλά ήταν νέοι. Και ήταν όμορφοι! Πιο πέρα μια άλλη παρέα, τρία ζευγάρια ηλικιωμένων - σκέτη παραφωνία - έδειχναν τόσο διαφορετικοί που έκαναν κι εμένα, ξαφνικά κι άθελά μου, να «μετακομίσω» την προσοχή μου σ’ αυτούς. Ο χρόνος έμοιαζε να ‘χε αφήσει έντονα την πατημασιά του επάνω τους, έτσι αμίλητοι κι αμέτοχοι όπως ήταν. Η νύχτα η ξελογιάστρα, η χρυσαφένια ανταύγεια του φεγγαριού πάνω στη γαληνεμένη θάλασσα, το φωτισμένο κάστρο απέναντι, η μουσική κι όλο το περιβάλλον γύρω, διόλου τους ένοιαζε. Έξι μελαγχολικά πρόσωπα, είχαν αφήσει τη σκέψη τους να ταξιδεύει στο χρόνο… Και οι ίδιοι, σίγουρα δεν ήταν εκεί! Απουσίαζαν…
Δύσκολο, αλήθεια, να υποθέσεις ότι αυτοί οι άνθρωποι κάποτε ήταν νέοι. Τίποτα επάνω τους δεν μαρτυρούσε ένα έστω στοιχείο νεανικής χαράς. Οι άνδρες είχαν χάσει τα περισσότερα μαλλιά τους - όσα απομείναν ήταν άσπρα και απεριποίητα. Οι γυναίκες τους, όλες με παραπανίσια κιλά, μαλλιά πρόχειρα βαμμένα και κοκκινάδι έντονο στα χείλη, μοναδικό απομεινάρι ίσως μιας φωτιάς που κάποτε έκαιγε… Για πολλή ώρα ταλαιπωρούσαν στα χέρια τους ένα ποτηράκι λευκού κρασιού, που δεν σηκώθηκε ούτε μια φορά για να τσουγκρίσει το άλλο. Ένα «άντε γεια μας», ας πούμε, «εις ανάμνησιν» έστω των παλιών καλών ημερών, δεν ειπώθηκε! «Κανείς κανενός»… Κι ας βοηθούσε η όμορφη νύχτα.
Δεν ξέρω γιατί αυτά τα γκρεμισμένα πρόσωπα, που ακόμα δεν έχουν κοιταχτεί μεταξύ τους, που δεν έχουν βρει τρεις λέξεις ν’ ανταλλάξουν, μ’ έκαναν, κάπως αδιάκριτα, να νοιάζομαι γι’ αυτούς. Δεν ξέρω αν είχα το δικαίωμα, αν μπορούσα, να τους θαυμάσω ή να τους λυπηθώ... Κι ενώ έδινα βόλτες στο μυαλό μου κι έψαχνα να βρω το γιατί - όσο πιο τρυφερά γινόταν - έπλαθα τη δική μου υπόθεση: είναι έτσι, απόμακροι και ξένοι μεταξύ τους, γιατί φοβούνται να κοιταχτούν, φοβούνται να μιλήσουν και το ποτήρι να τσουγκρίσουν, γιατί όλα αυτά τους φέρνουν αντιμέτωπους με εκείνο με το οποίο δεν έχουν ακόμα εξοικειωθεί: το χρόνο που περνάει. Υποθέτω τώρα…
Αλίμονο, ούτε τα υπέροχα τραγούδια πέτυχαν να κάνουν τα μελαγχολικά τους πρόσωπα να χαμογελάσουν, να συμφιλιωθούν με τον εαυτό τους, να φύγουν οι πιθανές σκοτούρες που κουβαλούσαν και τους βασάνιζαν. Δεν μπορεί, επέμενα εγώ, η μουσική και το θαυμάσιο περιβάλλον θα άλλαζε το απλανές βλέμμα των ανδρών και θα έκανε ομορφότερο το άγριο κοκκινάδι των γυναικών. Όλο το βράδυ, καθώς έφευγαν τα τραγούδια και έπαιρναν τη θέση τους στις ψυχές των ανθρώπων, έβλεπες τα πρόσωπ΄σ τους ίδια. Μα το Θεό, είναι δυνατόν;
Κι όμως, ναι. Ο επίλογος ήταν όπως τον περίμενα. Ένα τραγούδι τους ταρακούνησε κι άρχισε να τους ξεσηκώνει. Ίσως αυτό να περίμεναν κι αυτοί ν’ ακούσουν: «Κι είμαστε ακόμα ζωντανοί…» Η Άλκηστις, με την εξαίσια φωνή της αγκάλιασε ξαφνικά τη σιωπή τους κι άγγιξε προφανώς τις ευαίσθητες χορδές τους… Ένα χαμόγελο ανεπαίσθητο, φώτισε τα πρόσωπά τους κι έφερε για πρώτη φορά τα ποτήρια τους ενωμένα στο κέντρο του τραπεζιού. Αυτοί οι στίχοι θαρρείς και ξύπνησαν όλο το μέσα τους. Έμειναν σ’ αυτό το λίγο, το τόσο δα, που ένιωσαν εκείνη τη μαγική στιγμή. «Είμαστε ακόμα ζωντανοί…»! Και, ω του θαύματος! Ήταν. Φάνηκε άλλωστε… από το χειροκρότημα!
 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey