Δεν υπήρξα ποτέ καχύποπτος, θα αυτοχαρακτηριζόμουν μάλλον «καλοπροαίρετος αφελής». Ούτε ανήκω στην πολυπληθή κατηγορία των συνομωσιαλογούντων. Δεν πιστεύω πως για το σημερινό (δηλαδή τι σημερινό, της τελευταίας τριακονταετίας) χάλι φταίνε οι μισέλληνες Φράγκοι, ή οι αναπόφευκτοι Εβραίοι.
Δεν υπήρξα ποτέ καχύποπτος, θα αυτοχαρακτηριζόμουν μάλλον «καλοπροαίρετος αφελής». Ούτε ανήκω στην πολυπληθή κατηγορία των συνομωσιαλογούντων. Δεν πιστεύω πως για το σημερινό (δηλαδή τι σημερινό, της τελευταίας τριακονταετίας) χάλι φταίνε οι μισέλληνες Φράγκοι, ή οι αναπόφευκτοι Εβραίοι. Από την άλλη πλευρά, δεν αποδέχτηκα ποτέ πως εμείς οι Έλληνες είμαστε τεμπέληδες, καλοπερασάκηδες, «Βρωμιοί», με λίγα λόγια. Χωρίς να είμαι εθνικιστής (θεωρώ τον εθνικισμό ιδεολογία των μειονεκτικών), είμαι πατριώτης και δεν ντρέπομαι να το λέω σε εποχή παγκοσμιοποίησης.
Γιατί τώρα σας αράδιασα όλα αυτά, που στο κάτω-κάτω τα έχω διατυπώσει πολλές φορές από τις στήλες του «Εμπρός»; Τα γράφω γιατί οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων με πείθουν πως πιαστήκαμε κορόιδα. Δεν κινδύνεψε η Ελλάδα να χρεωκοπήσει. Μας έπεισαν γι’ αυτό τα ξευτιλισμένα παπαγαλάκια των Μέσων Μαζικού Εκμαυλισμού και οι Χατζηαβάτηδες που διεκπεραιώνουν τις εντολές των ξένων, παριστάνοντας τους υπουργούς. Όλοι αυτοί που περνάνε στην κοινή γνώμη την αντίληψη πως είμαστε φτωχή χώρα και πως μόνο με τη βοήθεια των ξένων προστατών της μπορεί να επιβιώσει, την ιδεολογία δηλαδή της «Ψωροκώσταινας» ή της «πτωχής αλλ’ εντίμου Ελλάδος», όπως το λέγανε πιο κομψά.
Το φαινόμενο δεν είναι τωρινό. Ξεκινά με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Όπως έγραψε ο καθηγητής Ανδρεάδης: «η ιστορία του ελληνικού κράτους είναι η ιστορία του δημοσίου χρέους του».
Το πρώτο πολιτικό κόμμα που, από τη δεκαετία του ’30 ακόμη, καταπολέμησε την ιδεολογία της Ψωροκώσταινας, ήταν το κομμουνιστικό κόμμα και τις απόψεις αυτές ενστερνίστηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής και κατά την Απελευθέρωση μεγάλοι οικονομολόγοι, μηχανικοί και άλλοι επιστήμονες. Το 1947, ο οικονομολόγος Δημήτρης Μπάτσης έγραψε το καταπληκτικό βιβλίο «Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα», στο οποίο αποδείκνυε με πλήθος στοιχείων τον πλούτο της ελληνικής γης σε πολύτιμα μεταλλεύματα και τη δυνατότητα να αναπτυχθεί στη χώρα σοβαρή βιομηχανία. Ο Δημήτρης Μπάτσης, γιος ναυάρχου, με λαμπρές σπουδές, είχε οργανωθεί στην Κατοχή στο ΕΑΜ και μετά την Απελευθέρωση ήταν μέλος της επιστημονικής εταιρείας Επιστήμη-Ανοικοδόμηση (ΕΠ.ΑΝ.), που κυκλοφορούσε το περιοδικό «Ανταίος».
Το πλήρωσε ακριβά αυτό το βιβλίο ο Μπάτσης! Στο βιβλίο της «Το φοβερό τίμημα», η γυναίκα του αφήνει καθαρά να εννοηθεί πως η σύνδεσή του με την υπόθεση Μπελογιάννη και η θανατική του καταδίκη είχαν αφορμή αυτό το βιβλίο, που κατέρριπτε το μύθο της Ψωροκώσταινας. Και δεν εκτέλεσαν μόνο το συγγραφέα, αλλά θάψανε και το βιβλίο του. Το ότι μια γενιά Ελλήνων αγνόησε την ύπαρξη του βιβλίου και των απόψεών του για την ανάπτυξη της χώρας, ούτε κι αυτό είναι τυχαίο. Το κατεστημένο έχει πολλές και βαριές ενοχές για να μπορέσει να σταθεί στο έργο του Μπάτση και να αντλήσει από αυτό έστω και λίγα διδάγματα.
Η Ελλάδα είναι, στην πραγματικότητα, μια πλούσια χώρα! Δεν είναι μόνο τα πολύτιμα ορυκτά και μεταλλεύματα που κρύβει το υπέδαφός της: νικέλιο, χρώμιο, ραδόνιο, ακόμα και χρυσό, για να μην αναφερθώ στους ορυκτούς υδρογονάνθρακες. Είναι και οι δυνατότητες της γης της να παράγει εκλεκτά προϊόντα, όπως το λάδι, τα εσπεριδοειδή, τα αρωματικά φυτά και τα βότανα αλλά και πλήθος προϊόντα, που δεν ευδοκιμούν σε άλλες πολλές χώρες. Θα ξέρετε, βέβαια, πως ελιές δεν ευδοκιμούν παρά μόνο γύρω από τη Μεσόγειο και πως τα μαστιχόδενδρα της Χίου είναι μοναδικά στον κόσμο.
Στις δεκαετίες τού ’60 και του ’70 είναι αλήθεια πως ξεκίνησε έντονη προσπάθεια εκβιομηχάνισης. Ιδρύθηκαν μεγάλες βιομηχανίες, αλουμινίου, νικελίου, χρωμίου, μεταλλοκατασκευών, οχημάτων και πλήθος άλλες και όχι στην Αττική, αλλά κυρίως στην επαρχία. Ύστερα, όμως, ήρθε η εποχή να γίνουμε «χώρα υπηρεσιών», χωρίς καμμιά υποδομή για κάτι τέτοιο. Άρχισε ο άκρατος δανεισμός των πάντων. Καθιερώθηκαν δάνεια για διακοπές, δάνεια για κατανάλωση. Ήταν η εποχή τού «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα». Καθιερώθηκε το ολέθριο σύστημα των επιδοτήσεων, που χαντάκωσε την ελληνική γεωργική παραγωγή.
Φυσικά τα χρήματα που δάνειζαν αφειδώς οι εγχώριες τράπεζες τα δανειζόταν το κράτος από τράπεζες του εξωτερικού. Παράλληλα, δε δόθηκε καμμιά προσοχή στην παραγωγή Γνώσης, του ακριβότερου, σήμερα, αγαθού. Τα κονδύλια που διέθετε ο κρατικός προϋπολογισμός για την εκπαίδευση και την έρευνα είναι αναλογικώς πολύ μικρότερα από όσα προβλέπουν οι προϋπολογισμοί της Γκάνας ή της Ουγκάντας, πράγμα που επιβεβαιώνει την υποψία ότι αποτελούμε το βορειότερο αφρικανικό κράτος του πλανήτη!
Και αφού μας έφεραν σ’ αυτή την αξιοθρήνητη κατάσταση, μας ζητούν από πάνω «να στηρίξουμε την πατρίδα κάνοντας θυσίες». Δεν είδαμε όμως ούτε έναν υπουργό ή κρατικό παράγοντα να προσφέρει οικειοθελώς τον μισό μισθό του για να «στηρίξει την πατρίδα». Υποτίθεται πως οι υπουργοί, οι βουλευτές και οι λοιποί κρατικοί παράγοντες είναι υπάλληλοι του λαού. Από τα λεφτά των φορολογουμένων άλλωστε πληρώνονται.
Δεν είναι λογικό, όταν ένας υπάλληλος δεν κάνει σωστά τη δουλειά του, να απολύεται; Εφόσον λοιπόν, όπως και οι ίδιοι το ομολογούν, δεν πέτυχαν τους στόχους που έβαλαν, δεν είναι λογικό και νόμιμο να τους απολύσουμε εμείς;