Ερατώ μου, σ’ αυτή τη βρύση πριν κάμποσα χρόνια, να μη λέμε πόσα, είχα ένα παιδικό σκίρτημα. Δέκα χρονών πιτσιρικάς, αδύνατος και αδύναμος με κοντό παντελόνι, πολύχρωμο πουκαμισάκι και πάνινα παπούτσια, κουρεμένος με την ψιλή, Σάββατο 10 Ιουλίου, ημέρα των γενεθλίων μου, σαν σήμερα.
Ερατώ μου, σ’ αυτή τη βρύση πριν κάμποσα χρόνια, να μη λέμε πόσα, είχα ένα παιδικό σκίρτημα. Δέκα χρονών πιτσιρικάς, αδύνατος και αδύναμος με κοντό παντελόνι, πολύχρωμο πουκαμισάκι και πάνινα παπούτσια, κουρεμένος με την ψιλή, Σάββατο 10 Ιουλίου, ημέρα των γενεθλίων μου, σαν σήμερα, επτά η ώρα το πρωί με ανέβασε ο παππούς, ο Αριστείδης, στο σαμάρι του μαύρου ζόρικου γάιδαρου για την πρώτη μου οικογενειακή αποστολή. Έπρεπε να πάω από την Αγκαθερή - την θερινή κατοικία όπου το ελαιόκτημα και το μελισσοκομείο - στο Πλωμάρι, δέκα χιλιόμετρα μακριά, για να φέρω την προμήθεια των τροφίμων του δεκαπενθημέρου.
Η γιαγιά, η κυρα-Δέσποινα μου έδωσε το τεφτέρι με γραμμένα τα ψώνια και ορμήνεψε:
- Θα πας στον Αθανασέλλη, στον πλάτανο του Άι-Νικόλα, στον Ποταμό, στην εκκλησιά της Μητρόπολης που μετάλαβες το Πάσχα κι αυτός θα στα φορτώσει σε δικά του κασάκια.
O παππούς συμπλήρωσε:
- Θα σε πάει και θα σε φέρει καβάλα ι γάιδαρους. Δεν θα κρατάς τα γκέμια. Ξέρει καλά το δρόμο. Στα στενά μονοπάτια όταν θα πλησιάζει τον πέτρινο τοίχο, θα βάζεις τα πόδια από την άλλη μεριά. Δεν θα τον χτυπήσεις γιατί ξεσπά, μη σε γκρεμίσει.
Ο νονός μου, ο Γιώργος, ο μαθηματικός, προσπάθησε να με καθησυχάσει λέγοντας:
- Μη φοβάσαι. Θα σε προσέχουμε απ’ το τηλεσκόπιο, το ‘φτιαξα για τέτοιες ώρες. Θα τα καταφέρεις, τι αναδεξιμιός είσαι;
Είδα τις θείες, την Κατερίνα και την Παρθενόπη, που τρόμαζαν από τον έκδηλη αγωνία μου και αναζήτησα ένα βλέμμα συμπαράστασης. Κοίταξα το μεταφορέα μου, μου φάνηκε πως συναίνεσε και αποφασιστικά διέταξα:
- Ντε βρε, «Κ’μπάρε», ντε!
Ξεκίνησε απότομα, είχα γαντζωθεί στο σαμάρι και δεν έπεσα. Πήρα θάρρος και στον γκάντζελο, του αγκάλιασα το λαιμό σαν εκδήλωση συμφιλίωσης και συνεργασίας. Μέχρι το καφενείο με το μεγάλο πρίνο, στην Αγιά Ειρήνη, εκατό μέτρα παραπέρα, δεν είχα κανένα πρόβλημα. Χαιρέτησα κορδωμένος την κυρά-Βατώ σαν να οδηγούσα αεροπλάνο.
«Μπράβο Αριστή», μου φώναξε, «πες στον μπακάλη να βάλει για μένα ένα κιλό καφέ. Μην ξεχάσεις, γιατί αύριο θα ‘ρθουν για βαφτίσια απ’ την Κουρνέλλα και δεν μου φτάνει αυτός που ‘χω».
Περνώντας από το στενό καλντερίμι με τα πέτρινα εκατέρωθεν ψηλά τοιχώματα, άλλαξα δέκα φορές τα πόδια, εκείνος πήγαινε μια από δεξιά, μια από αριστερά, λες κι έκανε κόλπα για να με τεστάρει. Το έβλεπα καθαρά, πήγαινε ανάκατα πέρα δώθε για να μου κάνει τσαλίμια. Έπαιζε. Την ενδέκατη, σαν δεν πρόφτασα να γυρίσω τα πόδια, μια πέτρα κοφτερή μού έσκισε το δεξί γόνατο. Πρέπει να είδε το αποτέλεσμα από το αίμα που έσταζε γιατί σταμάτησε τα σκέρτσα κι είπα πως τελείωσαν τα βάσανά μου.
Όμως όταν φθάσαμε στον αμαξιτό, στο καφενείο του Μουτζούρη, στον Πεύκο, αντί να ακολουθήσει το χωματόδρομο της κατηφόρας, έκανε πάνω δεξιά προς το Άνω Χωριό και το ‘βαλε στο τρέξιμο. Πιστός στις εντολές της αποστολής δεν του έπιασα τα γκέμια, μόνο του φώναξα:
- Σιγά ρε, «Κ’μπάρε» σιγά! Γύρνα πίσω.
Δεν με άκουσε, κάτι άλλο πονηρό σχεδίαζε, με πήγε σε μια καταπράσινη ρεματιά με πλατάνια. Δεν την ήξερα κι απ’ τις πολλές στροφές έχασα τον προσανατολισμό μου. Η αγωνία μου μεγάλωσε. Σαν είδα πως πήγε στη βρύση να πιει νερό από την γούρνα, σκέφθηκα να κατέβω να πλύνω την πληγή με τα αίματα. Στο Πλωμάρι θα πήγαινα, αν πήγαινα, να μη με έβλεπαν οι χωριανοί στα χάλια μου.
Έβγαλα το παντελόνι και τα παπούτσια κι έβαλα το γόνατο κάτω από τη βρύση. Από το κελάρυσμα του νερού δεν άκουσα τα βήματα της πανέμορφης κοπέλας, κοντά στα δεκατρία, που ήρθε να γεμίσει το λαγήνι της. Ντράπηκα! Το πρόσωπο πιο κόκκινο απ’ το γόνατο. Βρεγμένος ντύθηκα στα γρήγορα κι απολογήθηκα:
Με χτύπησε πάνω στα ράχτα. Τώρα ήθελε να πιει νερό.
- Σκουπίσου με το μαντήλι μου!
Εστίασα στα μαύρα αμυγδαλωτά μάτια της και δεν πρόλαβα να πω ούτε ευχαριστώ μιας και ο ζηλιάρης, σαν να τον τσίμπησε μύγα, τράβηξε φουριόζος τον κατήφορο. Πανικόβλητος, έτρεξα πίσω του, μη τον χάσω και από μακριά της φώναξα:
- Αριστείδη με λένε, των Κυριατζήδων, θα το αφήσω στην επιστροφή. Εσένα πως σε λένε;
- Ρηνούλα, με λένε και θα είμαι εδώ ξανά στις δώδεκα.
Τον πρόλαβα στον Πεύκο και ανήμπορος να τον φέρω βόλτα, να τον καβαλήσω, πήγα μέχρι το Πλωμάρι με τα πόδια, κουτσαίνοντας. Ο μπακάλης μέχρι να φορτώσει τα κασάκια με τα τρόφιμα, μου σύστησε να κάνω μια βόλτα στον ταρσανά. Πήγα στο Αμμουδέλλι και έριξα μια βουτιά, να πλύνω με το ιώδιο της θάλασσας τις γρατζουνιές. Να ‘μαι στη συνάντηση περιποιημένος.
Από τη θάλασσα, κοίταξα ψηλά τo βουνό της Αγκαθερής, διέκρινα το Άνω Χωριό κι έβλεπα ολοένα και πιο καθαρά, εκείνην να ετοιμάζεται στον πύργο της για τη βρύση. Βιαζόμουν να φτάσω στις δώδεκα κι ο συνεργάτης μου, φορτωμένος και με μένα πάνω του, δεν έκανε περίεργα. Στον Πεύκο, αποφασιστικά έπιασα τα γκέμια και προσπάθησα να τον οδηγήσω στο πρώτο μου ραντεβού. Μάταιος κόπος και όχι μόνο αυτό, όταν επέμενα, κλοτσώντας τον αέρα με πέταξε ανάσκελα στο χώμα. Πάλι αίματα, στους αγκώνες αυτή τη φορά. Προσπάθησα να τον δέσω σε ένα δέντρο για να την δω μόνος. Χειρότερα! Μου ξέφυγε αφηνιασμένος. Τρέχοντας πίσω του, σαν έφθασα στη Βατώ, της έδωσα τον καφέ και ρώτησα ποιανού είναι ο πέτρινος διώροφος πύργος της βρύσης.
«Του Κατινάκη», μου απάντησε ανυποψίαστη.
Οι δικοί μου με υποδέχτηκαν με καμάρι και εγώ ένιωθα θριαμβευτής. Ζήτησα να μη φύγω στην Καλλονή, στους γονείς μου, αλλά να μείνω στην εξοχή άλλες δεκαπέντε μέρες με μυστικό σκοπό να πάω να την βρω, να της επιστρέψω το μαντήλι που θα με συντρόφευε υπέροχα στο βουνό. Μέχρι τότε, ήμουν σίγουρος, πως με τον «κουμπάρο» θα γινόμουν φίλος και δεν θα μου έκανε άλλα καμώματα. Θα με πήγαινε οικειοθελώς, σε εκείνην, χωρίς αίματα!
- Την ξαναβρήκες; με ρώτησε η Ερατώ.
- Βρήκα εσένα! της απάντησα.