Ο 31χρονος Μυτιληνιός συγγραφέας Μενέλαος Δαρδανόπουλος, μας μιλάει για την απόφασή του να εκδώσει το βιωματικό βιβλίο του «Η Νύχτα των Λόρδων» και να εκθέσει τα όσα έζησε στα 10 χρόνια που έπασχε από ένα σοβαρό ψυχικό νόσημα.
Ο 31χρονος Μυτιληνιός Μενέλαος Δαρδανόπουλος μιλάει στο «Ε» για το βιωματικό του κείμενο «Η Νύχτα των Λόρδων»
Η σημερινή συνέντευξη που φιλοξενούμε στη στήλη του Πολιτισμού, είναι μια συνέντευξη διαφορετική από τις άλλες. Είναι μια κουβέντα με το νεαρό συγγραφέα Μενέλαο Δαρδανόπουλο, το πρώτο βιβλίο του οποίου, με τίτλο «Η Νύχτα των Λόρδων», κυκλοφόρησε μέσα στον περασμένο Δεκέμβριο από τις εκδόσεις «Ποταμός». Μέσα στις σελίδες του βιβλίου - που το «Ε» παρουσίαζε πριν από ένα μήνα - ο 31χρονος Μυτιληνιός περιγράφει με μορφή ημερολογίου τη δική του βιωματική εμπειρία ενός σοβαρού ψυχικού νοσήματος, που για 10 χρόνια τον κράτησε μακριά από την επαφή με την πραγματικότητα. Σήμερα μας μιλάει για την απόφασή του να εκδώσει το σκληρό αυτό για τον αναγνώστη κείμενο και να εκθέσει τα όσα έζησε - πραγματικά και φανταστικά -, αλλά και για το πώς είναι η καθημερινότητά του τώρα που πλέον ο ίδιος έχει επανέλθει.
Μενέλαε, τα είχαμε πει πριν από λίγο καιρό, όταν μας βρήκες για να μας δώσεις το βιβλίο σου. Το διαβάσαμε και η αλήθεια είναι πως μας «τρόμαξε» το κείμενο, με όσα περιγράφεις ως πραγματικές σου εμπειρίες. Είναι κάτι που έχεις ακούσει και από άλλους αναγνώστες;
«Ναι, οι περισσότεροι αυτό παθαίνουν. Υπάρχει για παράδειγμα μια ιστοσελίδα, το “Protagon”, στην οποία γράφουν διάφοροι γνωστοί δημοσιογράφοι και συγγραφείς, όπως ο Θεοδωράκης, ο Χωμενίδης, ο Αύγουστος Κορτώ κ.λπ.. Η επιμελήτριά μου, η Άρτεμις Καπούλα, έχει ανεβάσει στην ιστοσελίδα αυτή ένα άρθρο, στο οποίο περιγράφει τη δική της εμπειρία από το βιβλίο μου. Το πώς έφτασε στα χέρια της ο φάκελος, χωρίς να ξέρει τι την περιμένει, πώς άνοιξε και διάβασε το βιβλίο, τρόμαξε και μετά την επιμέλεια το έστειλε κατ’ ευθείαν στην εκδότρια. Αλλά και άλλοι που το έχουν διαβάσει, το ίδιο μου λένε, γιατί κανένας δεν ήξερε τι μου συνέβαινε, ακόμη και γνωστοί και φίλοι μου. Αν δε μιλήσεις, ο άλλος υποθέτει διάφορα. Για παράδειγμα, όσο ήμουν σε καταστολή, οι άνθρωποι που με έβλεπαν υπέθεταν τα χειρότερα και φοβούνταν. Τώρα, η αντιμετώπισή τους είναι πολύ διαφορετική. Οι φίλοι μου μού συμπεριφέρονται σα να μη μου έχει συμβεί τίποτα. Κι αυτό είναι που έχει σημασία για μένα. Η καθημερινότητά μου είναι απόλυτα φυσιολογική.»
«Μου αρέσει ο σύνθετος λόγος»
Από πού προέκυψε ο τίτλος «Η Νύχτα των Λόρδων»;
«Υπάρχει ένα τραγούδι των “Joy Division” με τίτλο “Day of the Lords”. Οι λόρδοι στην αργκό είναι οι σχιζοφρενείς. Η “Νύχτα των Λόρδων” είναι η νύχτα ενός παιδιού που είχε νοσήσει από ψυχωτική διαταραχή. Η δική μου νύχτα.»
Πώς ξεκίνησε η ανάγκη να δημοσιοποιήσεις τα όσα σού συνέβαιναν εκείνα τα 10 χρόνια της αρρώστιας σου, από το 1999 έως το 2009;
«Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω πως δεν πιστεύω στην έννοια της ψυχικής αρρώστιας, αφού θεωρώ πως όλα αυτά είναι κατασκευασμένοι ορισμοί για να κατηγοριοποιούν και να ποινικοποιούν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η τρέλα υπάρχει ανέκαθεν και προηγείται της Ψυχιατρικής, που δημιουργήθηκε σχετικά πρόσφατα και δε θα μπορέσει ποτέ να μας πει την αλήθεια και να εξηγήσει την τρέλα, παρά μόνο να τη δαμάσει, να την περιορίσει και να την καταστείλει. Ο ίδιος ο Φρόυντ λέει πως το πολύ-πολύ να εντοπίσει κάποιος τις διαδικασίες σχηματισμού της τρέλας, αλλά το να τις εξηγήσει είναι αδύνατον. Όσο για μένα, δεν υπήρχε καμμία ανάγκη να καταγράψω κάτι, ούτε κανένα κίνητρο. Το 2009 καθόμουν στην Αθήνα, στον καναπέ του σπιτιού μου, και διάβαζα, και χωρίς να ξέρω πώς και γιατί, άνοιξα τον υπολογιστή και κάποια χαρτιά και άρχισα να γράφω σε τίτλους όλα τα ντοκουμέντα μου. Μετά από ένα μήνα, μου ήρθαν κι άλλες αναμνήσεις και συνέχισα να γράφω. Τελικά βγήκε κάτι που έκανα για μένα, θέλοντας να δω αν μπορώ να αναπτύξω, όχι με μυθιστορηματικό, αλλά με άμεσο τρόπο τα όσα πέρασα. Με βοήθησε και το πανεπιστήμιο και τα βιβλία που διάβαζα, για να κατασταλάξω σε μια προσέγγιση όχι ψυχιατρική, απλώς σε μια κατάθεση της αλήθειας.»
Ήταν δύσκολο να βρεις εκδότη;
«Μια πρώιμη μορφή του κειμένου, που δεν ήταν αυτή του σημερινού βιβλίου, την είχα πάει σε έναν εκδοτικό οίκο, που με παρέπεμψε αλλού. Το δούλεψα κι άλλο, το ξανάγραψα από την αρχή με τους τίτλους να παραμένουν και στο αρχικό δοκίμιο ενσωμάτωσα όλη τη ζωή μου ξανά. Το έδωσα στον “Ποταμό”, γνώρισα την εκδότρια και μετά από ένα μήνα μού είπε πως τους ενδιαφέρει οπωσδήποτε. Από τη στιγμή εκείνη, υπήρχαν δύο περιπτώσεις: είτε να το δεχτώ και να προχωρήσω, είτε να το δω ως ένα τεστ που είχε αποδοχή και να σταματήσω εκεί. Τελικά αποφάσισα να το εκδώσω, γιατί συνειδητοποίησα πως δεν ήταν κάτι τόσο τρομερό να δει ο κόσμος όλο αυτό, αφού από μέσα μου πλέον είχαν φύγει πάρα πολλά πράγματα, μέσω της συγγραφής. Μέσα από το γράψιμο και το διάβασμα, βλέπω μπροστά μου τις σκέψεις μου και όλα γίνονται πιο εύκολα. Στιγμή δε δίστασα να το βγάλω προς τα έξω. Ανάλογο εγχείρημα είχε κάνει ο Ουίλλιαμ Μπάροουζ, που έγραψε το “Junkie”, όπου περιέγραφε την τοξικομανία του. Σε πολλούς φαίνεται τρομακτικό και άρρωστο, αλλά νομίζω πως ο κόσμος είναι παραπληροφορημένος. Για τους αναγνώστες τους πραγματικούς, που ενδιαφέρονται, νομίζω πως έχει πολύ ενδιαφέρον. Φυσικά, τα 10 χρόνια που πέρασα από όλη αυτή την περιπέτεια, ούτε εγώ μπορούσα να το δω έτσι και ούτε φυσικά να γράψω.»
Σε κάποιο σημείο του βιβλίου σου λες αναφερόμενος στον Πεσσόα: «Εξάλλου, δεν έχει νόημα να γράφεις για σένα αν δεν επινοείς από την αρχή ξανά τον εαυτό σου και την ύπαρξή σου, μέσα σε μια ήδη διαλυμένη ζωή. Αν δεν ανακαλύπτεις αυτό που είχε χαθεί, καταγράφοντάς το ώσπου να ξαναχαθεί…». Οι «πολλαπλοί εαυτοί» ήταν για σένα και μια δημιουργική διαδικασία;
«Όσο διαρκεί η συγγραφή ενός βιβλίου, άθελά σου βγαίνει πολύ εύκολα να γράψεις. Κάθε σκέψη ίσως να είναι κι ένας άλλος εαυτός. Ό,τι έχεις ζήσει, ό,τι έχεις μαζέψει από παραστάσεις, ό,τι αντιλαμβάνεσαι. Ναι, για μένα ήταν δημιουργικό. Η ψύχωση αυτή καθ’ αυτή διχάζει. Πρόκειται για μια διαδικασία απο-υποκειμενοποίησης. Εκεί που ένας άνθρωπος είναι μια ενιαία οντότητα, η ψύχωση χωρίζει τον εγκέφαλο στα δύο. Εγώ, λόγω του ότι ήμουν έτσι πολλά χρόνια, απέκτησα και πάμπολλους εαυτούς. Κι αυτό το πήρα, το δημιούργησα και βγήκε ένας Μενέλαος που ίσως να δίνει την εντύπωση πως δεν είχε καμία ελπίδα διανοητικά, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ίσχυσε τελικά. Είχα ελπίδες, απλώς δεν το ήξερα. Για να γράψεις κάτι σε πρώτο πρόσωπο, πρέπει να γράψεις κάτι ιδιαίτερο. Κι αυτό είναι ακραίες εμπειρίες. Δεν εννοώ πως κάποιος θα πρέπει να περάσει κάτι τόσο ακραίο για να γράψει. Εμένα προσωπικά, όμως, δε μου αρέσει ο απλός, αλλά ο σύνθετος και αναλυτικός λόγος.»
«Άξιζε ο κόπος»
Τι σήμαινε η «αρρώστιά» σου όσο την ζούσες και τι σημαίνει τώρα;
«Κατ’ αρχάς να πω πως έχω πλέον χαρακτηριστεί ελεύθερος κάθε ψυχοπαθολογίας, με φαρμακευτική όμως αγωγή, την οποία αν κόψω δεν μπορεί να μου εγγυηθεί η Ιατρική το εάν θα νοσήσω ξανά ή όχι. Όσο το βίωνα, επειδή τότε δεν είχα ψυχιατρικές γνώσεις όπως τώρα, δεν ήξερα καν ότι ήμουν άρρωστος. Τις απαντήσεις μού τις έδωσε η γιατρός μου η Αλεξάνδρα, που μου εξήγησε πως έχω νοσήσει από ψύχωση παρανοϊκής μορφής, με ακραία καταθλιπτικά στοιχεία. Όταν έγινα καλύτερα, άρχισα να ψάχνω και μόνος μου τι σημαίνει όλο αυτό. Τι σημαίνει σήμερα για μένα; Είναι σα να έχει ανοίξει μια ρωγμή στην πραγματικότητα και να βλέπω πλέον τι υπάρχει πίσω από τη ρωγμή. Κατ’ αρχάς, το “δώρο” μου μετά από όλο αυτό ήταν το κείμενο που έγραψα. Αν με ρωτούσε κανείς αν θα το βίωνα όλο ξανά, ξέροντας πως θα βγει αυτό το βιβλίο, η απάντησή μου θα ήταν “ναι, αξίζει ο κόπος”. Αν μου έλεγαν πως θα ήμουν ένας κοινός άνθρωπος, χωρίς αναλυτική σκέψη, δε θα ήθελα με τίποτα. Μου φαίνεται βαρετό. Τις εικόνες και τις παραστάσεις που έζησα, δεν τις ανταλλάσσω με τίποτα. Λένε, “ό,τι δε σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό”. Εγώ θα έλεγα: “ό,τι δε σε σκοτώνει, είναι δικό σου για πάντα”. Όλα τα θυμάμαι, είναι καταγεγραμμένα στο μυαλό μου και μπορώ να τα ανακαλέσω, ανά πάσα στιγμή. Είναι όμως απομονωμένα, σα μια άλλη πραγματικότητα, που πλέον δε με επηρεάζει.»
Έχεις άλλα συγγραφικά σχέδια;
«Μου έχουν πει πως το βιβλίο πάει ήδη πολύ καλά στην Αθήνα, αν και αυτό θα φανεί καλύτερα μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους. Υπάρχει και σε ένα - δύο βιβλιοπωλεία της Μυτιλήνης. Παρ’ όλο που πλέον μένω μόνιμα εδώ, φεύγω κάθε τόσο για μικρά διαλείμματα στην Αθήνα, για να αλλάξω παραστάσεις και να συγκεντρωθώ για το νέο βιβλίο που γράφω. Είναι ένα δύσκολο κείμενο, 500 περίπου σελίδων, πολύ αλληγορικό. Το ξεκίνησα πριν από μισό χρόνο, το άφησα και τώρα το τελειώνω και το επιμελούμαι μόνος μου. Αφορά ένα δεύτερο ψυχικό περιστατικό που μου συνέβη, μεταξύ 2008 και 2011, μια εμπειρία που τη θυμάμαι και μου την έχουν περιγράψει και οι γιατροί, που είναι πιο μυθιστορηματικά αποδοσμένη. Δε θέλω να “προδώσω” άλλα, θέλω να περιμένω να δω πρώτα αν θα γίνει δεκτό.»