«Ο λόγος ύπαρξης της λογοτεχνίας είναι να προσφέρει στη ζωή σου όλες αυτές τις εμπειρίες που δεν μπορείς να έχεις στην πραγματική σου ζωή, ενώ συγχρόνως το μυαλό σου τις αποζητά.
«Ο λόγος ύπαρξης της λογοτεχνίας είναι να προσφέρει στη ζωή σου όλες αυτές τις εμπειρίες που δεν μπορείς να έχεις στην πραγματική σου ζωή, ενώ συγχρόνως το μυαλό σου τις αποζητά. Το να γράφεις σήμερα είναι η αναζήτηση μιας ασφάλειας μέσα στην ανασφάλεια. Ένα είδος μαγικού κλειδιού, ικανού να δώσει μια λογική συνοχή σε αυτό που διαφορετικά θα ήταν απόλυτα χαώδες.» Τα παραπάνω είναι λόγια του Περουβιανού συγγραφέα Μάριο Βάργας Γιόσα (και όχι Λιόσα, όπως συνηθίζεται να τον λένε εδώ), μιας από τις σημαντικότερες φωνές της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, που, πριν λίγες μέρες, τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ύστερα από 20 χρόνια, λοιπόν, το βραβείο επιστρέφει και πάλι στη Λατινική Αμερική. Ο τελευταίος ήταν ο Μεξικανός Οκτάβιο Παζ το 1990. Πριν απ’ αυτόν, είχαν τιμηθεί η Χιλιανή ποιήτρια Γαβριέλα Μιστράλ το 1945, ο Μιγκέλ Άνχελ Αστούριας από τη Γουατεμάλα το 1967, ο μεγάλος Χιλιανός ποιητής Πάβλο Νερούδα το 1971 και ο Κολομβιανός Γαβριέλ Γαρσία Μάρκες το 1982. Για πολλά χρόνια ο Βάργας Γιόσα φερόταν ως υποψήφιος για το Νόμπελ, όμως η δικαίωση, έστω και αργά, ήρθε φέτος, στις 7 Οκτωβρίου 2010. Πολλοί υποστηρίζουν πως με την απονομή τού Νόμπελ σ’ αυτόν η Σουηδική Ακαδημία ανέκτησε τη χαμένη - ή εν πάση περιπτώσει αμφισβητούμενη - αξιοπιστία του θεσμού. Στην πατρίδα μας είναι από τους πιο αγαπητούς στο αναγνωστικό κοινό κι αυτό αποδεικνύεται από τα 20 βιβλία του που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά.
Ο Μάριο Βάργας Γιόσα είναι ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους της Λατινικής Αμερικής και ένας από τους πιο διακεκριμένους συγγραφείς της γενιάς του. Παρ’ ότι κοσμοπολίτης ο ίδιος, στα βιβλία του, σχεδόν πάντα, πρωταγωνιστεί η Λατινική Αμερική. Εκτός από τη λογοτεχνία, συνέδεσε το όνομά του με την πολιτική και τις τύχες του τόπου του, όμως η πολιτική του τοποθέτηση απέβη μοιραία. Καταναλώθηκε - ίσως άσκοπα - στις μάταιες πολιτικές του φιλοδοξίες κι αυτό ίσως να του στοίχησε. Το 1990 διεκδίκησε, δίχως τύχη, την προεδρία του Περού. Προφανώς, δεν μπόρεσε να πείσει πολιτικά το λαό της πατρίδας του, με αποτέλεσμα τελικά να τη χάσει. Αφού ηττήθηκε, στράφηκε οριστικά και αποκλειστικά στο γράψιμο. Οι λέξεις, άλλωστε, είναι τα πιο ισχυρά όπλα. Στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο το «Ψάρι στο νερό» καταγγέλλει τους αντιπάλους του ότι έστρεψαν την αγνότητα και την ειλικρίνειά του εναντίον του. Σ’ αυτό καταγράφεται με πίκρα η ιστορία της σύντομης και ίσως άδοξης πολιτικής του καριέρας. Ο ίδιος το παραδεχόταν τότε στις συνεντεύξεις του, λέγοντας: «Τα τρία χρόνια της ενεργού ανάμειξής μου στην πολιτική ήταν πολύ διδακτικά για το πώς η δίψα για την εξουσία μπορεί να καταστρέψει έναν άνθρωπο, να διαστρέψει τις αρχές και τις αξίες του και να μεταμορφώσει τους ανθρώπους σε μικρά τέρατα.»
Προσωπικά, έχω μια ιδιαίτερη σχέση και αγάπη γι’ αυτόν το συγγραφέα. Είχα γοητευτεί διαβάζοντας σε μια συνέντευξή του το τι έλεγε για την απόλαυση της ανάγνωσης: «Η ανάγνωση δεν είναι μόνο το ταξίδι σε έναν κόσμο φανταστικό. Είναι γιατί απ’ αυτό τον κόσμο επιστρέφεις οπλισμένος με κάθε είδους ερωτήματα, αμφιβολίες, κριτικές, όνειρα και σχέδια, τα οποία μεταβάλλουν εντελώς τη στάση σου στον πραγματικό κόσμο.» Ήταν τότε που κι εγώ διάβαζα πολύ ισπανόφωνους συγγραφείς και θυμάμαι, τώρα, πως τα πρώτα βιβλία του που διάβασα, το «Πράσινο σπίτι» και το «Συζήτηση στον Καθεδρικό ναό», μου κράτησαν συντροφιά εκείνα τα χρόνια της εφηβείας μου κι ακόμη με βοήθησαν πάρα πολύ στο να τελειοποιήσω τα ισπανικά μου. Ο Βάργας Γιόσα είναι, πράγματι, ένας συγγραφέας απολαυστικός στο λόγο του, δυνατός στα μηνύματά του, μυστηριώδης εκεί που πρέπει, ένας άξιος και σεβάσμιος εκπρόσωπος της ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Για όσους δεν τον γνωρίζουν, τον προτείνω ανεπιφύλακτα για ανακάλυψη και προβληματισμό.