«Ερασιτεχνικό θέατρο, μια διαρκής άσκηση συλλογικότητας»

01/07/2012 - 05:56
O ερασιτέχνης ηθοποιός του Θεατρικού Εργαστηρίου Δήμου Λέσβου Στρατής Βλαστάρης μιλάει στο «Ε» για την επαφή του με το θέατρο, για την καινούργια παράσταση που σκηνοθετεί καθώς και για τα όσα λείπουν από την πολιτιστική ζωή του τόπου.
Το «Ε» σήμερα φιλοξενεί τον ερασιτέχνη ηθοποιό του Θεατρικού Εργαστηρίου Δήμου Λέσβου Στρατή Βλαστάρη. Γεννημένος στην Αγιάσο το 1965 και όντας ένα από τα ιδρυτικά μέλη του, έχει σκηνοθετήσει πολλές από τις παραστάσεις που έχει ανεβάσει το Εργαστήρι. Μέσα από τη συνέντευξη που μας έδωσε, μας μιλάει για την επαφή του με το θέατρο, για την καινούργια παράσταση που σκηνοθετεί με τίτλο «Οι μισοί ακούνε κι οι άλλοι μισοί σωπαίνουν», καθώς και για τα όσα λείπουν, κατά τον ίδιο, από την πολιτιστική ζωή του τόπου.


Κύριε Βλαστάρη, εργάζεστε στη Διαχειριστική Αρχή της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου εδώ και πολλά χρόνια, ασχολείστε ωστόσο διαρκώς και με το θέατρο. Έχετε ξεκινήσει από μικρή ηλικία; Τι ήταν αυτό που σας ώθησε προς αυτό;

«Κυρίως η καταγωγή μου και η επαφή μου με το Αναγνωστήριο στο χωριό μου την Αγιάσο, στο οποίο - εκτός από όλα τα άλλα - το θέατρο εδώ και χρόνια είναι μια συνεχής δημιουργική απασχόληση. Ο πατέρας μου ασχολήθηκε λίγο με το ερασιτεχνικό θέατρο και όταν του ζήτησα να μου πάρει τα πρώτα θεατρικά βιβλία, το αντιμετώπισε με κατανόηση. Μετά, στα φοιτητικά μου χρόνια είδα πάρα πολύ θέατρο, συμμετείχα σε σεμινάρια σχετικά με το θέατρο, συμμετείχα στο θεατρικό τμήμα του Παντείου (εκεί έτυχε να είναι συμφοιτητής και μουσικός στο σχήμα ο Σταμάτης Κραουνάκης) και αργότερα ήμουν από τα βασικά στελέχη της θεατρικής ομάδας της Λεσβιακής Ένωσης Σπουδαστών, που γυρίζαμε τα χωριά του νησιού μας εν είδει μπουλουκιού και παίζαμε θέατρο με πρωτόγνωρα μέσα και πολλές δυσκολίες, και σε εξαιρετικά αντίξοες εποχές. Απίθανα χρόνια...»

Από την αρχή

Είστε από τα ιδρυτικά μέλη του Θεατρικού Εργαστηρίου του τέως Δήμου Μυτιλήνης. Πώς ξεκίνησαν όλα, τι σας προσφέρει η ομάδα και ποιο είναι το κλίμα που επικρατεί;

«Με την επιστροφή μου στο νησί, συναντηθήκαμε μια ομάδα ανήσυχων νεαρών τότε και στήσαμε το Θεατρικό Εργαστήρι του Δήμου Μυτιλήνης. Αυτή ήταν κάπου στα 1983. Η παρουσία του Παναγιώτη Ψαρρού, που με την εμπειρία του ανέλαβε τη σκηνοθετική επιμέλεια στις πρώτες θεατρικές μας παρουσίες, μπολιάστηκε με τον ενθουσιασμό και την ανάγκη για προσφορά και αναζήτηση όλων των ερασιτεχνών, και γέννησε καινοτόμες δουλειές για το ερασιτεχνικό θέατρο στη Μυτιλήνη. Πληθώρα συνεργατών (σκηνοθέτες, ηθοποιοί, σκηνογράφοι, μουσικοί, ενδυματολόγοι, φροντιστές, φωτιστές και τόσοι άλλοι αφανείς συνεργάτες) έχουν περάσει από τις γραμμές της ομάδας όλα αυτά τα χρόνια και έχουν προσφέρει σημαντικά στο ερασιτεχνικό θέατρο. Η πορεία της ομάδας έχει αναζητήσεις και εμπειρίες, δημιουργικότητα και σύνθεση, αλλά και κούραση και ατέλειωτες ώρες δουλειάς και ενδοσκόπησης. Φυσικά, η πορεία δεν είναι πάντα ευθύγραμμη. Υπάρχουν και λάθη και κόντρες και αντιθέσεις και κακές στιγμές. Και είναι φορές, που η εξαντλητική προσπάθεια και η αναζήτηση τόσων ανθρώπων και τόσων ωρών δεν αποτυπώνεται όπως θέλεις στο τελικό αποτέλεσμα, σε αυτό που φτάνει στο θεατή. Δε θα άλλαζα, όμως, με τίποτα όλο αυτό το δημιουργικό πανηγύρι της αναζήτησης στην ομάδα, όλη αυτήν τη μαγική διεργασία που μετουσιώνει στην παράσταση το άψυχο κείμενο σε ζωντανή, καίουσα φλόγα.»

Ποιο ήταν το πρώτο έργο που παίξατε και πώς ήταν η εμπειρία της σκηνής;

«Νομίζω ότι οι πρώτες θεατρικές εμπειρίες όλων μας είναι οι σχολικές παραστάσεις. Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε και ποιο έργο. Θυμάμαι, ωστόσο, το υποβολείο στο θέατρο του χωριού μου, που μου είχε κάνει εξαιρετική εντύπωση σε μικρή ηλικία, κυρίως για το λόγο ότι εκεί καταλάβαινα ότι γινόταν κάτι μυστηριακά σοβαρό και γιατί τότε είχε την αίγλη μιας τεράστιας τρύπας στη σκηνή του Αναγνωστηρίου...»

Τι σας προσφέρει το θέατρο;
«Κυρίως την ευκαιρία να εκφράσω τις αγωνίες και τις ανησυχίες μου, που πολύ συχνά συναντιούνται με αντίστοιχες αγωνίες και ανησυχίες άλλων ανθρώπων. Και όπως συχνά μου αρέσει να επαναλαμβάνω, το ερασιτεχνικό θέατρο είναι για μένα μια διαρκής άσκηση συλλογικότητας, μέσα από την οποία η μονάδα αναβαθμίζει το λόγο της, συνδιαλεγόμενη με τις ανάσες και τις ψυχές άλλων μονάδων. Και ακόμα, να εκφράσω την άποψή μου για ό,τι συμβαίνει γύρω μου όχι από άμβωνος, αλλά με τη γοητευτική μαεστρία της μέθεξης και της δυνατότητας που μου δίνεται, να ενεργοποιήσω τα αντανακλαστικά του θεατή μου.»

Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το επίπεδο του θεατρικού δυναμικού του νησιού και της πόλης της Μυτιλήνης; Έχετε συνεργαστεί με άλλες ομάδες και αν ναι, πώς ήταν η συνεργασία;
«Είναι εξαιρετικά ελπιδοφόρο το γεγονός ότι υπάρχουν 10 περίπου ενεργές θεατρικές ερασιτεχνικές ομάδες στο νησί μας, με συχνή παρουσία και παραγωγή. Η συνεργασία μας και κυρίως με τις ομάδες της πόλης μας είναι συνεχής και ουσιαστική, και αφορά και σε ανταλλαγές ανθρώπινου δυναμικού και σε αμοιβαίες ανταλλαγές υλικού για το θέατρο ή σε συνεργασίες σε πολλά επίπεδα. Πέρυσι έγινε ο πρώτος κοινός γιορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου, με κοινή παράσταση των “Αστέγων”, του ΦΟΜ και της ομάδας μας και με βράβευση όλων των ερασιτεχνικών θεατρικών ομάδων του νησιού. Φέτος ετοιμάζεται πάλι μια αντίστοιχη θεατρική παρουσία την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου (27 Μαρτίου 2012) από τις τρεις ομάδες, με κοινό έργο - πρόκειται για το έργο “Έρωτας” της Λιουντμίλα Πετρουσέφσκαγια, σε σκηνοθεσία Αντρέα Σεφτελή - και με παράλληλη εκδήλωση τιμής σε ανθρώπους του ντόπιου θεατρικού δυναμικού. Άρα, η συνεργασία μας συνεχίζεται και είναι εξαιρετική.»

Η νέα παράσταση

Πείτε μας λίγα λόγια για τη νέα παράσταση που σκηνοθετείτε για το Θεατρικό Εργαστήρι.

«“Οι μισοί ακούνε κι οι άλλοι μισοί σωπαίνουν” είναι μια ατάκα της Ιουδήθ, από την “Εβραία” τού Μπέρτολτ Μπρεχτ, που χρησιμοποιήθηκε σαν τίτλος στην ενιαία παράσταση αυτού του μονόπρακτου μαζί με το “Τέφρα και σκιά”, του Χάρολντ Πίντερ. Πριν από όλα, ο τίτλος είναι ένα σχόλιο για τη στάση του καθενός μας σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας, κυρίως σήμερα, που γευόμαστε τους πικρούς καρπούς της παγκοσμιοποίησης. Το ίδιο το έργο είναι επίσης ένα σχόλιο εξαιρετικά πολιτικό για τους επικίνδυνους βαρβαρισμούς της προηγμένης και ευδαίμονος εποχής μας, ιδιαίτερα όταν ξυπνάει κανένας από ένα καταραμένο όνειρο, όπως τώρα... Ο Μπρεχτ εξιστορεί την τρομαγμένη στάση των ανθρώπων, που το σύστημα τους έχει τσακίσει και τους βάζει να εξευτελίσουν τον εαυτό τους και τις πιο τρυφερές τους σχέσεις, για να διατηρήσουν μια θέση ίσως, μια απολαβή, μια πατρίδα.... Του αρκούν τέσσερα τηλεφωνήματα, ένας μονόλογος και ένας διάλογος. Από την άλλη, ο Πίντερ επινοεί ένα ουσιαστικό πολιτικό θέατρο, που μας υπενθυμίζει πόσο αισχρό είναι να θεωρούμε χρυσό αιώνα μια εποχή που άρχισε με ένα θηριώδες ολοκαύτωμα και τελείωσε προετοιμάζοντας αυτό το φρικιαστικό σκοτάδι του οικονομικού ολοκληρωτισμού που ζούμε σήμερα. Του αρκούν δύο πρόσωπα που είναι σύζυγοι, εραστές, θύτης και θύμα ίσως, δύο πρόσωπα καθημερινά και συγχρόνως στοιχειωμένα.»

Υπάρχει κάποια κοινή συνισταμένη στα δύο έργα;
«Ναι. Το ότι είναι επίπλαστη η αθωότητα του μέσου Ευρωπαίου πολίτη στον καιρό της παγκοσμιοποίησης. Είναι εγκληματική η αδιαφορία των πολιτών για τα τεκταινόμενα γύρω τους, είτε συμβαίνουν στην χιτλεροκρατούμενη Γερμανία, είτε συμβαίνουν στο θολό περιβάλλον της αγγλικής υπαίθρου ή στο θολό τοπίο της σύγχρονης Ευρώπης. Κι αν και οι γραφές είναι διαφορετικές και από τον ωμό ρεαλισμό στο ένα περνάμε στον ποιητικό συμβολισμό στο άλλο, έχουμε πολλά ορατά σημεία επαφής και άλλες υπόγειες διασυνδέσεις: η γυναίκα και στα δύο μονόπρακτα είναι ο συνειδητοποιημένος πολίτης και τα δύο καταλήγουν σε ένα πολιτικό εφιάλτη, όπου το προσωπικό στοιχείο με το συλλογικό συμπλέκονται απελπισμένα. Παρά το γεγονός ότι η συμπόρευση αυτή συχνά δεν είναι εύκολη, η παράσταση επιχειρεί να αναδείξει τα κοινά σημεία και τις αναφορές, που κάνουν τους μισούς απλά να ακούνε και τους άλλους μισούς να σωπαίνουν εκκωφαντικά.»

«Εφάμιλλο;»

Θεωρείτε πως το ερασιτεχνικό θέατρο μπορεί να είναι, ορισμένες φορές, εφάμιλλο του επαγγελματικού;

«Ναι μπορεί. Αλλά θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Είναι άλλο πράγμα το επαγγελματικό και άλλο το ερασιτεχνικό θέατρο. Άλλο πράγμα η δουλειά μου (που μπορεί να την κάνω καλά, πολύ καλά ή λιγότερο καλά) και άλλο πράγμα το χόμπυ, το υστέρημα του ελεύθερου χρόνου μου, η επιλογή μου να συνδημιουργώ με άλλους συμπολίτες μου, που έχουν το ίδιο γλυκό “μικρόβιο”.»

Τι λείπει, κατά τη γνώμη σας, από τον τομέα πολιτισμού στην πόλη και τι θα ζητούσατε από τους αρμοδίους, γενικά και ειδικά για το θέατρο;

«Στον τομέα του πολιτισμού στην πόλη μας λείπουν τόσο πολλά, που θα ‘θελα απλά να πω μόνο στα γρήγορα δυο - τρία πράγματα που με χαλάνε: το ότι δε φτιάχνεται το Αρχοντικό Γεωργιάδη ενώ υπάρχουν διαθέσιμες πιστώσεις - δεν ξέρω για ποιο λόγο -, το ότι η διαχείριση του πολιτισμού έχει συχνά ανατεθεί σε πολιτικούς που έχουν πάρει διαζύγιο με τον πολιτισμό και την αισθητική, το ότι συχνά μπλέκουμε τις δημόσιες σχέσεις και την ανάγκη κάποιων που είναι πολύ “λίγοι”, με το πολιτιστικό γεγονός, το ότι ακόμα στην πόλη μας υπάρχουν ξεκοιλιασμένες αφίσες από τις καλοκαιρινές πολιτιστικές εκδηλώσεις, το ότι ποτέ στην πόλη αυτή δε στήθηκαν 10 αξιοπρεπείς χώροι ενημέρωσης του πολίτη για τα πολιτιστικά δρώμενα που να έχουν στοιχειώδη αισθητική και άποψη, το ότι ετοιμάζεται για μια ακόμα χρονιά να ξαναδουλέψει το Δημοτικό Θέατρο της πόλης μας χωρίς την παρουσία φωτιστή... Όσο για το θέατρο, άσ’ τα καλύτερα - ευτυχώς που η παρουσία του ερασιτεχνικού θεάτρου καλύπτει αρκετά κενά...»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey