Ο καταξιωμένος και διεθνής Έλληνας του εξωτερικού, Αγιασώτης καλλιτέχνης Γιάννης Κουνέλλης δημιούργησε μια δική του εγκατάσταση-σκηνικό για την τραγωδία «Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου.
Ο καταξιωμένος και διεθνής Έλληνας του εξωτερικού Αγιασώτης καλλιτέχνης Γιάννης Κουνέλλης δημιούργησε μια δική του εγκατάσταση-σκηνικό για την τραγωδία «Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου, που παρουσιάστηκε στις 9 και 10 Ιούλη σε παλιό ελαιουργείο, στην Ελευσίνα, από το Θέατρο «Άττις», σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου. Συμβολική μορφή της «Άρτε πόβερα» (Τέχνη φτωχή) ο Κουνέλλης, που ενσωμάτωσε στην τέχνη του φτηνά, ξεπεσμένα υλικά, όπως χώμα και κάρβουνο ή χρηστικά αντικείμενα καθημερινά δίνοντάς τους άλλη ύπαρξη, δίνει το παρών στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών, με ένα έργο στη σκηνή, καθορίζοντας απόλυτα το θεατρικό γεγονός.
Ο Προμηθέας, μυθική μορφή-απαρχή της ευρωπαϊκής κουλτούρας, προσεγγίζεται μέσα από την καλλιτεχνική συνεργασία τριών θεάτρων από την Ελλάδα, τη Γερμανία και την Τουρκία: Θέατρο Άττις, Ρίμινι Προτοκόλλ, Στούντιο Ογιουνκουλαρί και τον Γιάννη Κουνέλλη. Η τραγωδία παρουσιάζεται στην Ελευσίνα, την Αθήνα, στο Έσσεν και στην Κωνσταντινούπολη (Πολιτιστικές Πρωτεύουσες της Ευρώπης 2010), με Έλληνες, Γερμανούς και Τούρκους ηθοποιούς, αναδείχνοντας την οντολογική και πολιτική ουσία του κειμένου με την εκφραστική δύναμη του σώματος και της φωνής.
Ο Γιάννης Κουνέλλης είχε ξαναδουλέψει πάνω στην αρχαία ελληνική τραγωδία. Για το «Θηβαϊκό Κύκλο» στο Ντίσελντορφ το 2001 - 2002, δημιούργησε θεατρικό χώρο σ’ ένα εργοστάσιο, όπως τώρα στο ελαιουργείο, στην Ελευσίνα. Στο Ντίσελντορφ παρουσίασε ο Θόδωρος Τερζόπουλος τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, ο Ταντάσι Σουζούκι τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, ο Βαλερί Φόκιν τους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου και η Άννα Μπαντόρα την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Από μια συζήτηση που είχε ο Κουνέλλης με τον Φρανκ Ράντατζ στη Γερμανία, είχε πει: «Το θεατρικό πρόγραμμα του Ντίσελντορφ, όπου τέσσερις σκηνοθέτες από διαφορετικές χώρες ασχολήθηκαν με ένα αρχαίο λογοτεχνικό Φαινόμενο, την Τραγωδία, καταδείχνει την ανάγκη ν’ αναζητήσουμε τις αναφορές μας σε ένα κέντρο... Η ενασχόληση με την Αρχαία Τραγωδία παραπέμπει σε στοιχεία χαμένα στο συνειδητό. Μια απουσία, που μας πονά... Αυτή η έλλειψη αφορά το σύνολο της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Είναι σημαντικό ότι κάτι ξεκινά, πιθανόν με ευχάριστες συνέπειες...»
Το 2001 ο Κουνέλλης έφτιαξε το σκηνικό για τις τέσσερις παραστάσεις του Θηβαϊκού Κύκλου στο χώρο ενός εργοστασίου στο Ντίσελντορφ. Όρισε τις παλιές αίθουσες σαν το κέντρο του έργου του σ’ αντίθεση με την καθορισμένη χρήση εργασίας τους. Οι αποθήκες στην περιοχή του Ρουχρ είχαν φτιαχτεί με το σκεπτικό να μετατραπούν σ’ ένα δημόσιο χώρο που θα παραχωρηθεί στο λαό σαν ανταμοιβή για την εργασία του. Μ’ αυτή τη λογική ο χώρος μπορεί να ξανακερδηθεί για τη Δραματική τέχνη και μέσα απ’ αυτή, σαν ένα κέντρο για τη σημερινή κοινωνία, που δε γνωρίζει τέτοια κέντρα, ένα χώρο όπου η διαλεκτική τέχνη της τραγωδίας ν’ αποδώσει καρπούς.
Ο Κουνέλλης αντιλαμβάνεται το θεατρικό χώρο σαν ένα πηγάδι, που από μέσα του αναβιώνει το παρελθόν. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Κουνέλλης αντιλαμβάνεται και το θέατρο της Επιδαύρου. Η ορχήστρα του ελληνικού θεάτρου συμβολίζεται σαν ένα πηγάδι στη σκηνή μ’ ένα κύκλο, με διάμετρο 23 μέτρα, που σχηματίζεται από 24 δίσκους, με διάμετρο δύο μέτρα. Ο κύκλος σχηματίζει μια σκηνή και δημιουργεί ένα σκηνικό χωρίς κεντρική προοπτική, χωρίς δύναμη, χωρίς «παλάτι». Η σχέση ανάμεσα στο χορό και στην εξουσία στην τραγωδία αποτελεί ένα μακρινό παρελθόν για μας σήμερα, αυτό που ισχύει είναι αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Μ’ αυτή την έννοια το σκηνικό του Κουνέλλη είναι ένας κλειστός κυκλικός χώρος. Οι θεατές είναι καθισμένοι σε δυο κερκίδες έξω από τον κύκλο. Το πηγάδι που κοιτάζουν είναι απόμακρο και ταυτόχρονα η αντανάκλαση με τις δικές τους σκέψεις.
Σκηνικά με άλλη οπτική!
Ο Γιάννης Κουνέλλης συνεργάστηκε με τον Κάρλο Γκουαρτούτσι. Αυτή η συνεργασία έδωσε στον Κουνέλλη την ευκαιρία να μεταφέρει στο θέατρο την εμπειρία του από τις εκθέσεις. Η επανάσταση της θεατρικής εξέλιξης είχε γίνει μέσω της αναπαράστασης γραφικών τεχνών. Τα σκηνικά οργανώθηκαν ξανά, με μια νέα οπτική.
Ο Κουνέλλης συνειδητοποίησε ότι τα πράγματα πρέπει να βιώνονται μέσα από τις αντιθέσεις τους: ο χώρος σαν εικόνα και η εικόνα σα χώρος. Ένα σακί κάρβουνο, ένα κομμάτι πλοίου τοποθετημένο στο χώρο με το ειδικό βάρος του, δημιουργεί μια εικόνα που είναι το κέντρο του σκηνικού. Το σκηνικό προκαλεί μια μεταμόρφωση του υλικού. Ο Κουνέλλης δίνει μια νέα βαρύτητα στο χώρο χρησιμοποιώντας την ενέργεια που περιέχεται στο υλικό, στο σίδερο, στο ξύλο, στο κάρβουνο και την ενέργεια που έδωσε σ’ αυτά η επεξεργασία τους. Το σκηνικό παράγει κίνηση. Μια πράξη απελευθέρωσης. Η θετική ενέργεια δίνει ελευθερία. Ο Κουνέλλης μετατρέπει το σκηνικό σε σταθμό της ζωής, στον ίδιο τον κόσμο. Το σκηνικό είναι ένταση στο χρόνο. Το σκηνικό λογίζεται σαν υλικό, άρα το σκηνικό είναι χρόνος.
Η ένωση του σκηνικού και της εικόνας σαν πεδίο ενέργειας περιμένει το σώμα, καθώς το έργο προέρχεται από τη δοκιμασία της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ένταση και οι απαιτήσεις του έργου περιορίζουν το υλικό. Το έργο περιμένει τον θεατή, που βιώνει το σκηνικό σαν ένα διάδρομο. Σ’ αυτή τη δουλειά ο Κουνέλλης αντιμετωπίζει το θέατρο σα σύνολο: η διαμόρφωση των χαρακτήρων των ηρώων προϋποθέτει ένα σκηνικό, όπου θα μπορούν να διοχετεύσουν ενέργεια. Κάθε κείμενο μεταφέρει ενέργεια και καλεί τους ηθοποιούς να την επιστρέψουν. Το σκηνικό δεν ακολουθεί το κείμενο.
«Προσπαθώ να διαμορφώσω μια θεατρική “διαίσθηση” που μπορεί να συλλάβει τις ιδιαιτερότητες μιας θεατρικής παράστασης ή μιας όπερας», λέγει ο Κουνέλλης. Στόχος είναι να «ελευθερωθεί» ο ηθοποιός από το ίδιο το κείμενο. Η κατάργηση κάθε υπάρχουσας εξάρτησης πραγματοποιείται τώρα. Αυτό που ο Κουνέλλης αναζητά στο θέατρο είναι το παρόν, η πραγματικότητα, η θεατρικότητα, η καθαρή ενέργεια.
Δυο χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1991, ο Χάινερ Μύλλερ παρουσίασε στο θέατρο του Βερολίνου μια τριλογία και συνεργάστηκε με τον Κουνέλλη. Το έργο παρουσιάστηκε την εποχή της ενοποίησης των δυο γερμανικών κρατών. Μια ένωση που έμοιαζε σαν μια «εκκαθάριση» της Ανατολικής Γερμανίας από τη Δύση. Ο Κουνέλλης δημιούργησε ένα κυκλικό άνοιγμα, με διάμετρο τρία μέτρα στη σκηνή. Από αυτό το άνοιγμα έβγαινε ένας μεταλλικός κύλινδρος, με διάμετρο 80 εκατοστά, σ’ ένα ύφος περίπου τέσσερα μέτρα. Ήταν γεμάτος με αίμα κι από μέσα του έβγαιναν ντουλάπια που σχημάτιζαν ένα ημικύκλιο απέναντι στο κοινό. Το παρελθόν αναδύθηκε. Ο Μύλλερ ήθελε ν’ αναφερθεί σ’ αυτό που έπρεπε να ξεχαστεί τώρα, μετά τη διάλυση της Ανατολικής Γερμανίας. Ξεχάστε, ξεχάστε και ξεχάστε. Ο Κουνέλλης έγραψε μνημονεύοντας τον Μύλλερ «η αρχή, ένα άνοιγμα στη σκηνή, που έβγαινε ένας μεταλλικός κύλινδρος, γεμάτος με αίμα σαν ένα πηγάδι με νερό, και τα ντουλάπια εις μνήμη και συνειδητοποίηση μιας εποχής που ζήσαμε. Αυτή η ανοιχτή πληγή θα γινόταν για μας ένα φανταστικό πηγάδι.».
Ο Μύλλερ σε μια συζήτηση για την παράσταση είπε ότι το σκηνικό του Κουνέλλη αληθινά έκανε το κοινό να «μεταφερθεί». Ήταν σχέδιο για θέατρο όπου το κοινό θα ήταν το περιβάλλον και όχι θέατρο όπου το κοινό θα ήταν καθισμένο απέναντι στη σκηνή. «Αυτό το άνοιγμα στη σκηνή θα μπορούσε να είναι ένα μάτι», σχολίασε ο Κουνέλλης. Όταν τοποθέτησε τα ντουλάπια από το άνοιγμα πάνω στη σκηνή, αμέσως είδε ότι ένα μάτι σχηματιζόταν από πάνω. Η ανάδυση από το άνοιγμα ήταν από το παρελθόν. Αυτή ήταν η θεατρική αντίληψη του Μύλλερ, και τότε κατάλαβε την Ελληνική Τραγωδία. Οι νεκροί αναδύονται για να μας δείξουν με την ιστορία τους, τα πράγματα που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε. Ο Κουνέλλης μετέτρεψε την ιταλική σκηνή του θεάτρου σ’ ένα εσωτερικό τοπίο κι έδωσε στο χώρο κάθετο κέντρο.
Ποιος είναι
Ο Γιάννης Κουνέλλης γεννήθηκε το 1936 στον Πειραιά από τους Αγιασώτες γονιούς του Γρηγόρη κι Ευαγγελία. Το 1956 πήγε στη Ρώμη, όπου σπούδασε ζωγραφική. Το 1960 έκανε την πρώτη ατομική του έκθεση στην γκαλερί «Ταρταρούγκα» στη Ρώμη. Η έκθεση αυτή ήταν η αρχή της μεγάλης εκθεσιακής, βιβλιογραφικής, διδακτικής και σκηνογραφικής δραστηριότητας του καλλιτέχνη. Το 1967 δημιουργεί την ιστορική «Καρβουνιέρα» του και το 1969 εκθέτει στη Ρώμη το έργο του «Χωρίς τίτλο», όπου παρουσίαζε ζωντανά άλογα, δεμένα από τους τοίχους σε προκαθορισμένες αποστάσεις μεταξύ τους. Από την εποχή αυτή ξεκινά ουσιαστικά και η σχέση του με τη «ζωντανή ζωγραφική», την εικόνα που μεταφέρεται κι εξελίσσεται στο χώρο. Θεωρείται διεθνώς ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες στη σύγχρονη τέχνη. Έχει συγγενείς στη Λέσβο.