Κρεμασμένος στα χείλια της μαμάς, περίμενα ν’ αρχινίξει το παραμύθι.
Για το Χριστό που καβάλα στο ταπεινό γαϊδουράκι, έμπαινε στα Ιεροσόλυμα και με στρωμένους βάγια τους δρόμους, τον υποδέχονταν σα βασιλιά, για τη Μαρία τη Μαγδαληνή, που ποτέ δεν κατάλαβα πώς μια γυναίκα του δρόμου, κατάφερε να αγιάσει, κι εμένα μου κρύβανε το τυρί και το κρέας μη φάω, γιατί νήστευα, κι ήτανε, λέει, αμαρτία.
- Η Μαγδαληνή, Γιωργάκη, δεν ήταν πόρνη στη ψυχή, μα οι συνθήκες την οδήγησαν στη πορνεία. Και μετάνιωσε πικρά! Ζήτησε συχώρεση, κι άλλαξε τη ζωή της. Κατάλαβες;
Δε πολυκαταλάβαινα, μα μου άρεσε να τα ακούω.
Και για τον Ιούδα, που πήρε τα τριάντα αργύρια και πρόδωσε το δάσκαλο του.
- Τι κέρδισε; Να· πήγε και κρεμάστηκε, μου έλεγε.
Μα σαν ήτανε τα Δώδεκα Ευαγγέλια, πάντα νυσταγμένος γύριζα στο σπίτι μας. Κι έβλεπα στον ύπνο μου να σταυρώνουν και το δικό μου πατέρα, κι ας μην τον είχα κοντά μου, κι έβρισκα το προσκεφάλι μου βρεγμένο και τη μαμά να με σπρώχνει, για να με βεβαιώσει πως ήταν ένας κακός εφιάλτης.
Και γύριζε το παραμύθι τούτο τ’ αληθινό προς την άλλη μέρα.
- Ο επιτάφιος ο ανθοστόλιστος, μου έλεγε, είναι ο τάφος Του.
Μα πάλι μπερδευόμουνα, αν έπρεπε να κλαίω ή να χαίρομαι. Γιατί, όλη τη μέρα πήγαινα να θαυμάσω τα κορίτσια, που με χάρη τον στολίζανε. Μοσχομύριζε. Λουλούδια και μύρα.
Πώς να λυπηθώ, αφού το ‘λεγε καθαρά η μαμά;
- Τρεις μέρες έμεινε στον τάφο, κι όσο κι αν τον είχανε σφραγισμένο με ένα τεράστιο βράχο μπροστά, όσο κι αν καθόντουσαν οπλισμένοι σαν αστακοί οι φρουροί, μην τον κλέψουνε, ήρθε η ώρα, σκίστηκε το καταπέτασμα του ουρανού και μια λάμψη τύφλωσε όλους. Κι ο Χριστός μας, αναστήθηκε!
Το Μεγάλο Σάββατο, μεσάνυχτα. Γι’ αυτό με έβαζε το μεσημέρι να κοιμηθώ, να αντέξω το βράδυ. Μα εγώ, φανταζόμουνα ολοσκότεινη την εκκλησιά και θεόρατο τον παπά Μιχάλη με μια αναμμένη λαμπάδα στην Ωραία Πύλη, και ν’ απλώνονται οι μικρές φλογίτσες, να ξεχειλά όλη η οικουμένη από Άγιο Φως, στρατιές, μυριάδες οι άσπρες λαμπάδες να τρεμοπαίζουν, και τα βαρελότα, οι καμπάνες, να σμίγουν με τις φωνές ψαλτάδων και πιστών. Και δίπλα, ο Ιούδας κρεμασμένος να καίγεται! Να τσουγκρίζουμε τα κόκκινα αυγά, να φιλιόμαστε και να σκορπάμε παντού αγάπη, ευχές και γέλια.
Κι ήθελα να παραστήσω το μεγάλο, να μείνω στην εκκλησιά μετά το «Χριστός Ανέστη», από πείσμα που μου έλεγε «θα νυστάξεις». Τσίτες έβανα στα ματόκλαδα ώσπου νάρθει η όμορφη στιγμή, να φωνάξει ο παπάς «Χριστός Ανέστη» και μια πνοή εμείς, «Αληθώς Ανέστη ο Κύριος», που με έκανε να νοιώθω μεγάλος, κι ακόμα πιο μεγάλος σαν κοινωνούσα ξημερώματα κοντά.
Στιγμές μεγάλες φίλοι μου, που μας ακολουθούν ακόμα, τις ξαναζούμε, και μας θρέφουν.
Σα στη χιλιόχρονη εκκλησιά της Σιμωνόπετρας, στο Άγιο Όρος, σκοτεινά, μοναχά τα καντήλια στο τέμπλο αναμμένα και στο ψαλτήρι ένα μικρό φως σε χωνί κλεισμένο, ίσα να βλέπουν ωχροί κι αδυνατισμένοι, οι γενειοφόροι ψαλτάδες, να γιομίζει κάθε γωνιά με γνήσιους ύμνους βυζαντινούς, που γλυκοτρυπούσαν τα κύτταρά μας, ώρες οχτώ· ολάκερες· κατανυχτικές!
Κι υστερνά, πέντε το πρωί, στην πασχαλιάτικη «Τράπεζα», γερόντοι, νιοι, καλογέροι τρεμάμενοι, και λαϊκοί, χαρούμενοι όλοι, γελαστοί, με το όραμα της Ανάστασης στα μάτια και τις καρδιές μας, και τον αιωνόβιο Ηγούμενο ορθό, με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, ανάμεσα θεόπνευστα αναστάσιμα τροπάρια που, εκστασιασμένοι, ψέλναμε όλοι, να βροντοφωνάζει:
- Αυτές είναι χαρές!
Ανέστη, ο Χριστός, αδελφοί μου!
Γιώργος Καμβυσέλλης
Giorgiok1936@yahoo.gr