Σημαδιακό και ξεχωριστό αντίγραφο τοιχογραφίας από το περίφημο και παραμελημένο μοναστήρι της Περιβολής από τη Δεύτερη Παρουσία βρίσκεται στο γραφείο του καθηγητή Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και νευρολόγου Άγγελου Κατακουζηνού
Σημαδιακό και ξεχωριστό αντίγραφο τοιχογραφίας από το περίφημο και παραμελημένο μοναστήρι της Περιβολής, κοντά στην Άντισσα, από τη Δεύτερη Παρουσία, όπου εικονίζεται «Η Θάλασσα αποδίδουσα τους νεκρούς», βρίσκεται στο γραφείο του καθηγητή Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και νευρολόγου Άγγελου Κατακουζηνού, που σαν ιδρυτή και πρόεδρό της τιμά η Ελληνοαμερικανική Ένωση, με την έκθεση «Τα χαρακτικά του Ιδρύματος Άγγελου και Λητώς Κατακουζηνού», στην Γκαλερί Χατζηκυριάκος - Γκίκας (Μασσαλίας 22, Κολωνάκι, Αθήνα).
Η Θάλασσα στην τοιχογραφία ιστορείται σα γυναίκα με στέμμα στο κεφάλι, καθισμένη πάνω σε θαλασσινό κήτος-τέρας, να βγάζει από το στόμα του ένα ανθρώπινο κεφάλι. Η Θάλασσα βαστά τρικάταρτο πλεούμενο, γύρω της διάφορα ψάρια, χταπόδι και άγγελοι σαλπίζοντες, που ο Κατακουζηνός την είχε στο γραφείο του σαν Παναγιά Γοργόνα.
Η έκθεση περιλαμβάνει 27 χαρακτικά έργα από τους Πάμπλο Πικάσο, Μαρκ Σαγκάλ, Νίκο Χατζηκυριάκο - Γκίκα, Σπύρο Βασιλείου, Γιάννη Τσαρούχη, Μιχάλη Τόμπρο, Γιώργο Γουναρόπουλο, Θάλεια Φλωρά - Καραβία, παλιούς χάρτες, επιζωγραφισμένες χαλκογραφίες με λαογραφικά θέματα. Τα έργα της συλλογής είναι κυρίως δώρα των καλλιτεχνών στο ζευγάρι Κατακουζηνού, που το σπίτι τους απετέλεσε διάσημο καλλιτεχνικό σαλόνι της γενιάς του 1930. Οι καλλιτέχνες συνδέονταν φιλικά με το ζευγάρι Κατακουζηνού, που για μισό αιώνα περίπου υπήρξε από τα πιο δραστήρια ζευγάρια της αθηναϊκής κοινωνίας στο χώρο των τεχνών και των γραμμάτων. Τα έργα της έκθεσης εκτός από την καλλιτεχνική τους αξία, ξεχωρίζουν και ως αδιάψευστες μαρτυρίες των σχέσεων που το ζευγάρι Κατακουζηνού είχε αναπτύξει με σημαντικούς καλλιτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους της εποχής.
Φιλολογικό σαλόνι
Στο πέρασμα του χρόνου και με αποκορύφωση τη δεκαετία του ‘60, το σπίτι των Κατακουζηνών (Λεωφόρος Αμαλίας 4, Αθήνα), με θέα τον Εθνικό Κήπο και την Ακρόπολη, μετατράπηκε σ’ ένα από τα σημαντικότερα φιλολογικά σαλόνια της γενιάς του ‘30. Ποιητές, συγγραφείς, καλλιτέχνες κι επιστήμονες, που σημάδεψαν με τη σκέψη και το έργο τους τη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά και πολλοί επιφανείς Ευρωπαίοι κι Αμερικανοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι, γοητευμένοι από το ακτινοβόλο πνεύμα και τη λαμπερή ομορφιά του Άγγελου και της Λητώς, έγιναν διά βίου φίλοι τους και τους επισκέπτονταν συχνά για ν’ απολαύσουν την ατμόσφαιρα, τη θέα, την εκλεκτή παρέα και τη συναρπαστική κουβέντα. Στο στήσιμο του σπιτικού τους, οι Κατακουζηνοί επεδίωξαν να ενσωματώσουν όλους και όλα όσα αγαπούσαν, όσα αποτελούσαν πηγές έμπνευσης στην καθημερινότητα του πάντοτε γεμάτου και φιλόξενου προσωπικού χώρου τους. Πίνακες και χαρακτικά, γλυπτά και σπάνια έργα ή λογοτεχνικά βιβλία με ιδιόχειρες αφιερώσεις, πολύτιμες εικαστικές παρεμβάσεις (τα διαλεγμένα από τον Τσαρούχη γαλανά χρώματα στους τοίχους, οι ζωγραφισμένες συρόμενες πόρτες από τον Γκίκα, η ψηφιδωτή γοργόνα του Βασιλείου αποτελούν μερικές από τις χαρακτηριστικότερες), δεκάδες επιστολές και φωτογραφίες, χειροποίητα φορέματα χορού και ταπεινά αναμνηστικά, μαρτυρίες της κοινής ζωής της Λητώς και του Άγγελου, στόλιζαν κι ολοκλήρωναν το γεμάτο ζεστασιά καταφύγιό τους στο κέντρο της Αθήνας.
Σχεδόν όλη η γενιά του 30 πέρασε από το σπίτι Κατακουζηνών, ανάμεσά τους οι Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Ηλίας Βενέζης, Αντρέας Καραντώνης, Πέτρος Χάρης, Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Κώστας Δημαράς, Γιώργος Κατσίμπαλης, Αντρέας Εμπειρίκος, Στέλιος Ξεφλούδας.
Με τον Τεριάντ
Ξεχωριστές φιλικές σχέσεις είχε ο Άγγελος Κατακουζηνός με τον Τεριάντ, κι ενδιαφέρθηκε πολύ για τη δημιουργία των δυο Μουσείων, του Θεόφιλου και της Βιβλιοθήκης Στρατή Ελευθεριάδη - Τεριάντ.
Ο Άγγελος Κατακουζηνός είχε γεννηθεί το 1904 στη Λέσβο (Φτερούντα;), όπου περνούσε τις καλοκαιρινές διακοπές του. Τον υπόλοιπο χρόνο ζούσε στη Σμύρνη και στα μικρασιατικά παράλια με την οικογένειά του. Αποφοίτησε με έπαινο από την ξακουστή Ευαγγελική Σχολή στα 16 χρόνια του. Σε μια επίσκεψή του στο παρατημένο λεσβιακό μοναστήρι Περιβολής, μ’ ενδιαφέρουσες μεταβυζαντινές τοιχογραφίες, κοντά στην Άντισσα, όπου γεννήθηκε ο αξεπέραστος μουσικός και ποιητής στην αρχαιότητα Τέρπανδρος, ήθελε να θαυμάσει από κοντά μια τοιχογραφία που εικόνιζε τη Θάλασσα από τη Δεύτερη Παρουσία, σαν Παναγιά Γοργόνα. Τότε βρέθηκε σε μια σκηνή, που του σημάδιασε τη ζωή. Είδε ένα αλυσοδεμένο κορίτσι να παρακαλά για βοήθεια, καθώς υπέφερε από κάποια ψυχική διαταραχή χωρίς να μπορεί κάποιος να το βοηθήσει. Το γεγονός αυτό στάθηκε η αφορμή για να σπουδάσει την ψυχιατρική επιστήμη και ν’ αφιερωθεί σ’ όλη του τη ζωή στην ανακούφιση της ανθρώπινης ψυχής.
Μετά βρέθηκε στη Γαλλία όπου σπούδασε Ιατρική στο Μονπελιέ. Ήταν τόσο δημοφιλής που εκλέχτηκε αντιπρόσωπος των Ελλήνων φοιτητών. Στη Γαλλία θεμελίωσε δυνατές φιλίες με άλλους φοιτητές, που έγιναν ηγετικές μορφές στην ελληνική πνευματική και καλλιτεχνική ζωή, η λεγόμενη «Γενιά του ‘30». Οι εμπειρίες του από αυτά τα χρόνια παρουσιάστηκαν αργότερα σε μια σειρά από ψυχογραφήματα, από τους παλιούς φίλους. Μετά από δέκα χρόνια στο εξωτερικό, αρνήθηκε προτάσεις να εργαστεί στη Γαλλία και στην Αμερική και γύρισε στην πατρίδα του. Λίγο αργότερα γνώρισε τη συγγραφέα Λητώ Πρωτόπαππα και την παντρεύτηκε το 1934. Αποδέχτηκε πρόσκληση να ιδρύσει μια από τις πρώτες ψυχιατρικές κλινικές στην Ελλάδα, στον «Ευαγγελισμό». Ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν τη ναρκοαναλυτική μέθοδο και σύντομα απέχτησε διεθνή φήμη και είχε πολλούς πελάτες από το Παρίσι και το Λονδίνο στο ιατρείο του στην Αθήνα, όπως το Γουίλλιαμ Φώλκνερ, το νομπελίστα Αλμπέρ Καμύ και τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Παρά το γεγονός ότι είχε εκλεγεί καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και της Λεγεώνας Τιμής, δεν απόλαυσε αντίστοιχη αναγνώριση της αξίας του στην Ελλάδα. Όταν έκανε αίτηση για έδρα διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απορρίφτηκε με το σκεπτικό ότι ήταν «υπερβολικά καλός ομιλητής, πειστικός και διαυγής, συνεπώς ικανός να αποπροσανατολίσει τους φοιτητές». Το 1979 δεν έγινε δεκτός ούτε στην Ακαδημία Αθηνών. Όμως, ο Κατακουζηνός δεν εγκατάλειψε την Ελλάδα, έμεινε πιστός στο όραμα που είχε διαμορφώσει σαν έφηβος στη Λέσβο. Ταιριάζει στη σχέση με την αγαπημένη του πατρίδα, η ρήση του Γ. Σεφέρη από το «Τετράδιο Γυμνασμάτων»: «Όπου και να πάω, η Ελλάδα με πληγώνει».
Η γυναίκα του Λητώ είχε πάρει μέρος στην αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής κι ακολούθησε μια ενεργή λογοτεχνική σταδιοδρομία. Το 1949 το έργο της «Φωτεινό Μονοπάτι» ήταν το πρώτο έργο από γυναίκα συγγραφέα που παίχτηκε, μ’ αξιόλογη επιτυχία, στο Εθνικό Θέατρο. Έβγαλε δυο νουβέλες, δυο συλλογές με σύντομες ιστορίες και μια εξιστόρηση της γνωριμίας της με τον Αλμπέρ Καμύ.
Ο Α. Κατακουζηνός έφυγε στις 28 Αυγούστου 1982. Είχε κερδίσει την αγάπη των ασθενών του και του ελληνικού λαού, με μικρή αναγνώριση του έργου του. Κάποιες στιγμές πέρασα από το σπίτι του (Λεωφόρος Αμαλίας 4, Αθήνα), όταν ήθελε ν’ ανακοινώσει κάτι πνευματικό-καλλιτεχνικό. Γοητευτικός, γελαστός, γλυκομίλητος, έδειχνε την πνευματικότητά του. Η πνευματική του κληρονομιά θα επιβιώσει και θα συνεχιστεί με το έργο του Ιδρύματος Άγγελου και Λητώς Κατακουζηνού.
Την έκθεση στην Αθήνα επιμελήθηκε η Ίριδα Κρητικού, ιστορικός Τέχνης.