Το όνομά του ήταν μαστρο-Φίλιππας και έμεινε γνωστός σαν ένας από τους πιο αυθεντικούς και σπουδαίους ψαράδες. Φορούσε πάντα ένα άσπρο, ψάθινο καπέλο και από αυτό τον καταλάβαινε κανείς από μακριά.
Το όνομά του ήταν μαστρο-Φίλιππας και έμεινε γνωστός σαν ένας από τους πιο αυθεντικούς και σπουδαίους ψαράδες. Φορούσε πάντα ένα άσπρο, ψάθινο καπέλο και από αυτό τον καταλάβαινε κανείς από μακριά. Πάντα ψάρευε με καλάμι απίκο, είχε κοντά του μικρά κουβαδάκια και μέσα τους σε τάξη τα δολώματα, τις πετονιές, μια πετσέτα για τα χέρια, λίγο νερό. Ακίνητος για ώρες πολλές στην ίδια στάση, έκανε τους πάντες να θαυμάζουν για το πόσο ατάραχος και προσηλωμένος ήταν στο ψάρεμα. Οι κουβέντες του ήταν λίγες, αν και ποτέ δε σε έκανε να νιώθεις ακάλεστος ή ανεπιθύμητος. Όσοι τον συναντούσαν ήθελαν να ανταλλάξουν μαζί του λίγες λέξεις, να του κλέψουν κανένα μυστικό ψαρέματος. Εκείνος ποτέ δεν αρνήθηκε την παρέα του, πότε δεν έδειχνε να ενοχλείται, και πάντα με ένα χαμόγελο κάτω από το άσπρο του μουστάκι έλεγε την «καλημέρα», τη συμβουλή, το αστείο. Πότε δεν έχω ακούσει τη φωνή του να υψώνεται πάνω από μια ένταση, ό,τι και να έλεγε. Στα τελευταία του, όταν τον ρώτησα για τη μόλυνση και για το πόσο έχουν λιγοστέψει τα ψάρια στο Αιγαίο, εκείνος απάντησε, «είναι δύσκολο να σκοτώσεις τη θάλασσα. Ακόμα δεν πέθανε. Απλά έχει κλειστεί στον εαυτό της γιατί την ενοχλούμε.».
Καθώς ο μαστρο-Φίλιππας ήταν παππούς του καλύτερού μου φίλου, είχα την τύχη να τον ζήσω από κοντά. Πριν ξεκινήσει το ψάρεμά του, έπρεπε να καθαρίσει την ακτή, ή έστω το μέρος όπου θα καθόταν. Μας έβαζε να τον βοηθήσουμε και μετά στο γυρισμό ρίχναμε τα σκουπίδια σε κάποιον κάδο. Μια μέρα ο φίλος μου γκρίνιαξε, «παππού ανάγκη είναι να μαζεύουμε σκουπίδια πρωί-πρωί;». Ο μαστρο-Φίλιππας απάντησε «ναι, είναι ανάγκη να ξελαφρώσουμε τη θάλασσα από τα βάρη που τις ρίχνουμε κάθε μέρα. Εκείνη θα μας ξελαφρώσει την καρδιά καθώς ψαρεύουμε, να μην της κάνουμε και εμείς ένα καλό;». Ήμασταν πολύ μικροί για να καταλάβουμε, κάτι μέσα μας όμως είχε πιάσει το νόημα. Άλλη μια φορά πέσαμε πάνω σε κοπάδι μαγιάτικα. Ο μαστρο-Φίλιππας έλεγε πως για να πιάσεις πολλά ψάρια, πρέπει να αλλάζεις συχνά μέρος, μα πως, για να πιάσεις μεγάλο ψάρι, πρέπει να περάσεις όλο το ψάρεμά σου σε ένα μόνο μέρος. Εμείς όταν καταλάβαμε πως από κάτω μας είχε μαζευτεί κοπάδι, κάναμε σαν τους τρελούς. Πιάσαμε στα γρήγορα δυο μεγάλα ψαριά. Τρέχαμε πέρα - δώθε να δολώσουμε, μπερδεύαμε τις πετονιές μας, ρίχναμε όπως-όπως, είχαμε σαστίσει.
Βγάλαμε άλλα δυο μαγιάτικα, ο μαστρο-Φίλιππας ακίνητος λες και δεν είχε συμβεί τίποτα, βαστούσε το καλάμι του και κοιτούσε τα νερά. Ο φίλος μου από τη βιασύνη του έριξε την πετονιά του στη θάλασσα και φώναζε δυνατά τι άτυχος που ήταν. Εκείνη τη στιγμή το καλάμι του μαστρο-Φίλιππα λύγισε στα δυο. Θυμάμαι καλά το πόσο πάλεψε για βγάλει αυτό το μαγιάτικο. Ο ήρεμος μαστρο-Φίλιππας έσφιγγε τα δόντια και πάλευε. Έβγαλε ένα ψάρι απίστευτο. Πώς το άντεξε το ξύλινο καλάμι του τόσο βάρος; Ήταν μεγάλη η τέχνη του. Χωρίς να μιλήσει, πήρε το ψάρι, το ξαγκίστρωσε και με τα δυο του χέρια, τόσο βαρύ ήταν, το έριξε πάλι μέσα στη θάλασσα. Εμείς οι μικροί είχαμε μείνει άφωνοι. Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό; Εμείς θα είχαμε πάρει τουλάχιστον μια φωτογραφία με τέτοιο ψάρι, την οποία θα τη δείχναμε σε γνωστούς και αγνώστους! Ποτέ δε μας εξήγησε γιατί το έκανε, μα κάτι μέσα μας πάλι έμεινε, κάτι γλυκό και όμορφο. Ο μαστρο-Φίλιππας μόλις πέταξε το ψάρι στη θάλασσα, μάζεψε τα πράγματά του και μας είπε να πηγαίνουμε. Το άλλο πρωί ήταν πάλι στη γνωστή του θέση.