Της «Αγίας Αικατερίνας» εδώ κι αλλού

01/07/2012 - 05:56
«ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑ», με εξίτηλη, σχεδόν σβησμέ­νη επιγραφή, σε χρυσό κάμπο-βάθος, θαυμάσια μεταβυζαντινή σιναΐτικη εικόνα, ζωγραφισμένη από άγνωστο αγιογράφο τον 17ο αιώνα, σε ξύλο, παρουσιάζεται στο εκκλησιαστικό Βυζαντινό Μου­σείο Μυτιλήνης.
«ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑ», με εξίτηλη, σχεδόν σβησμέ­νη επιγραφή, σε χρυσό κάμπο-βάθος, θαυμάσια μεταβυζαντινή σιναΐτικη εικόνα, ζωγραφισμένη από άγνωστο αγιογράφο τον 17ο αιώνα, σε ξύλο, με ύψος 36,5, πλάτος 28 και πάχος 2,5 εκατοστά, παρουσιάζεται στο εκκλησιαστικό Βυζαντινό Μου­σείο Μυτιλήνης, στον αυλόγυρο του ιερού ναού Αγίου Θεράποντα. Προέρχεται από τον ιερό ναό Αγίων Θεοδώρων Μυτιλήνης.

Την ιερή μνήμη της πολιούχου Σινά τιμάμε γιορτάζουμε στις 25 Νοέμβρη. Σύμφωνα με την εικονογραφία της, η πάνσοφος μεγαλομάρτυρας αγία Αικατερίνα εικονίζεται πριγκίπισσα να κάθεται σε ψηλό κάθισμα με μπρατσόλια-βραχίονες, ερεισίνωτο-ακουμπιστήρι-ράχη και υποπόδιο-ποδαρικό, βάση, πλούσια σκαλισμένο και χρυσοστολισμένο. Ο προπλασμός, πρώτο χρώμα, στο στρογγυλομακρουλό πρόσωπο, στο λαιμό και στα χέρια ανοιχτός κα­στανός με φώτα λεπτά αποδίδουνε τα χαρακτηριστικά της. Έντονα σκούρα τα γραψίματα στα φρύδια και στα μάτια τονίζουνε την προσωπικότητά της. Η έκφρασή της φανερώνει αυτοσυγκέντρωση και πνευματικότητα. Τα μαλλιά της συγυρισμένα, συμ­μαζεμένα, σκεπάζονται με σκούρο κεφαλομάντηλο-κεφαλόδεμα, «ξένε μου το μαντήλι σου, στείλε το να στο πλύνω» (δημοτικό τραγούδι). Το κεφάλι της στεφανωμένο με πολυκόρυφο στέμμα, διακοσμημένο πλούσια με διάλιθους, πολύτιμους λίθους, πύργους και μαργαριτάρια. Γύρω από το στεφανω­μένο κεφάλι της, στο βάθος, χρυσό φωτοστέφανο (στοιχείο αγιότητας), πλαισιώνεται με διπλό, λε­πτό χαραχτό περίγραμμα.
Ντυμένη αυτοκρατορικά, πριγκιπικά, φορά πλού­σιο ποδήρη κόκκινο χιτώνα, που φτάνει ως τους αστράγαλους, με χρυσό ανθικό-λουλουδένιο διάκο­σμο, διάλιθο λώρο-λουρίδα-ταινία χρυσοκεντημένη. Πάνω από τον χιτώνα φορά χρυσοστολισμένο μαν­δύα με χρυσό ανθικό-λουλουδένιο στόλισμα, χρυσοκεντημένους αετούς στις πλευρές και διάλιθες, με πολύτιμους λίθους, περικλήσεις, που κλείνουν παντού. Ομορφοπλουμισμένη και η τραχηλιά της. Ο μανδύας πορπώνεται στο στήθος με σταυρόσχημη χρυσή πόρπη-άγκράφα, κι ενώνει τις δύο άκρες με τη διακοσμητική καρφίτσα.
Το κεφάλι της γερμένο λίγο προς τ’ αριστερά. Το δεξί χέρι της στο στήθος, με κάπως ανοιχτά τα δάχτυλα, κάτω από την πόρπη, ενώ με το αριστερό βαστά κοκκινωπό σταυρό με μακριά την κάθετη κεραία, κλαδί φοινικιάς και τ’ ακουμπά στον καστανόχρωμο τροχό, όπου πάνω του μαρτύρησε.
Μπροστά από τον τροχό σε βάση, χρυσή αστρονομική σφαίρα, φανερώνει πώς σπούδασε επιστήμες. Από την άλλη μεριά, δεξιά της, χάμω σκόρπια βιβλία, κι αναλόγιο χρυσοστολισμένο με δυο ανθρώ­πινες φιγούρες σε χρυσογραφίες. Πάνω στο αναλό­γιο μεγάλο βιβλίο με τα φύλλα του ανοιχτά. Σφαίρα και βιβλία φανερώνουνε την πολυμάθεια, την πολυγνωσία, τη σοφία της.
Ο εικονογραφικός τύπος της αγίας, με το πλούσιο πριγκιπικό ντύσιμο, οδηγεί σε παλαιολόγεια πρότυπα (Θ. Παπαζώτος, «Βυζαντινές εικόνες της Βέροιας», Αθήνα 1995). Η εικόνα πλαισιώνεται από πλατιά κόκκινη ταινία.

Ο βίος της
Σύμφωνα με το συναξάρι της (βιογραφία) η αγία Αικατερίνα είχε γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια το 294 μ.Χ. από αριστοκρατική ειδωλολατρική, οικο­γένεια κι ονομάστηκε Δωροθέα. Σπούδασε Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς στις εθνικές σχολές της εποχής, φιλοσοφία, ρητορική, ποίηση, μουσική, φυσική, μαθηματικά, αστρονομία και ιατρική. Η άφταστη σωματική ομορφιά της, η εκπληκτική της μόρφωση, η αριστοκρατική της καταγωγή και η αρετή που τη στόλιζαν, την κάνανε περιζήτητη νύφη. Εκείνη όμως αρνιότανε κάθε παρόμοια πρόταση, έως ότου κάποιος ευσεβής ασκητής μοναχός της γνώρισε τον αληθινό Νυμφίο για τις ψυχές, τον Ιησού Χριστό. Βαφτίστηκε κι ονομάστηκε Αικατερίνα, που σημαίνει Στεφανία ή Πολυστεφανία, πολύκλαδο στεφάνι. Με παράκληση της Παναγίας, σε όραμα, ο Χριστός πέρασε στο δάχτυλο, στο δεξί χέρι της Αικατερίνας δαχτυλίδι πνευματικής ένωσης και αρραβώνα, σα σημείο στην ουράνια βασι­λεία. Γι’ αυτό, όταν με τη συχωρεμένη μάνα μου Έλλη πήγαμε στο Σινά και προσκυνήσαμε τ’ άγιο λείψανό της, ο πολύ αγαπητός και σεβάσμιος φί­λος αρχιεπίσκοπος και ηγούμενος Σινά, Φαράν και Ραϊθώ Δαμιανός, μας προσέφερε ασημένιο δαχτυλίδι.
Στους διωγμούς του φανατικού αντιχριστιανού αυτοκράτορα της Ρώμης Μαξιμίνου, στις αρχές τον 4ο αιώνα, ομολόγησε την πίστη της στο Χριστό και δημόσια τον κατηγόρησε για τις θυσίες του στα είδωλα. Αυτός διέταξε πενήντα ρήτορες και σοφούς της Αιγύπτου να την μεταπείσουνε και να τα βγάλουνε πέρα μαζί της. Αντίθετα αυτοί πείστηκαν, από τα ρητά των αρχαίων Ελλήνων φιλο­σόφων, τα σχετικά με τον αληθινό Θεό, που θύμισε σ’ αυτούς η αγία και πιστέψανε στο Χριστό. Ο Μαξιμίνος θεώρησε αυτό μεγάλη προσβολή του και τους καταδίκασε σε θάνατο με φωτιά. Την Αικατερίνα διέταξε να μαστιγώσουνε και να φυλακίσουνε. Βασανίστηκε σκληρά, αλλά αντί να λυγίσει έμεινε ατρόμητη και σταθερή στη χριστιανική της πίστη. Μέσα από τη φυλακή, πολλούς που την επισκέφτονταν τους οδηγούσε στο Χριστό. Ανάμεσά τους η ίδια η γυναίκα του Μαξιμίνου Φαυστίνα, ο συνοδός της αξιωματικός Πορφύριος, διακόσιοι στρατιώ­τες κι άλλα μέλη από την αριστοκρατία. Ο Μαξιμίνος λύσσαξε. Διέταξε να τη βασανίσουνε με τροχό, όπου με ξυράφια σκίζανε τις σάρκες. Και ξανά δε λύγισε, με γενναιότητα υπέφερε το τρομερό βασανιστήρι. Με θαυμαστό τρόπο καταστράφηκε ο τροχός και βρέθηκε λεύτερη. Τότε ο αυτοκράτορας με κα­κία διέταξε να την αποκεφαλίσουνε. Κι έτσι η Αικατερίνα έγειρε το τίμιο κεφάλι της κάτω από το σπαθί του δήμιου. Μετά τον αποκεφαλισμό της, Άγ­γελοι παραλάβανε το σώμα της και το μεταφέρανε στην κορυφή, στο ψηλότερο βουνό, στη χερσόνησο Σινά, που έχει σήμερα τ’ όνομά της.
Μετά από τρεις περίπου αιώνες η ύπαρξη του αγίου λειψάνου αποκαλύφτηκε με όνειρο στους μο­ναχούς της Μονής, που ήδη είχε χτίσει ο Ιουστι­νιανός το 529, στο Άγιο και Θεοβάδιστο Όρος Σινά. Το άγιο λείψανο τοποθετήθηκε στο ιερό Βήμα, στο καθολικό της μονής, μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα. Το μύρο, που ξεχύνεται από την άγια κάμαρα, είναι και σήμερα ένα συνεχές θαύμα. Η ευλάβεια στην Αικατερίνα διαδόθηκε στη δύση από τους Σταυροφόρους και τιμήθηκε σαν μεγάλη αγία. Έτσι, από τον 11ο αιώνα, η Μονή της Μεταμόρ­φωσης του Σωτήρα, όπως την είχε αφιερώσει ο Ιουστινιανός, γίνεται γνωστή και ως Μονή Αγίας Αικατερίνας, επειδή φυλάχτηκε το ιερό λείψανό της.

Η αγιογράφηση

Στη βυζαντινή αγιογράφηση, το συναξάρι της Αγίας Αικατερίνας, σύμφωνα με την «Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης», του Διονυσίου του εκ Φουρνά (Αγράφων, Πετρούπολη 1909), ζωγραφίζεται έτσι:
α) Η αγία διδάσκεται από τον πνευματικό: «Σπήλαιον και εν αυτώ εις μοναχός πνευματικός καθήμενος εις σκαμνί, έχων απλωμένα τα χέρια προς την αγίαν· και η αγία ισταμένη έμπροσθέν του θαυμάζει, και η μήτηρ αυτής πλησίον της.»
β) Η αγία, ως αβάφτιστη ακόμα, την αποστρέφε­ται ο Χριστός: «Σπίτι και εν αυτώ η αγία ισταμέ­νη ικετικώς, και έμπροσθέν της η Θεοτόκος φέρου­σα εν αγκάλαις ως βρέφος τον Κύριον, ο οποίος γυρίζει το πρόσωπόν του εις άλλο μέρος, ίνα μη ίδη αυτό η αγία.»
γ) Η αγία βαφτιζομένη από τον πνευματικό: «Σπήλαιον και εν αυτώ ο άνωθεν μοναχός βαπτίζων την αγίαν, και η μήτηρ της πλησίον βαστά λαμπάδα αναμμένην.»
δ) Η αγία παίρνει αρραβώνα από τον Κύριο: «Σπίτι και εν αυτώ η αγία ισταμένη, έχουσα απλωμένην την δεξιάν· και η Παναγία έμπροσθέν της ισταμένη με το ένα χέρι βαστά ως βρέφος τον Κύριον και με το άλλο το δεξιόν χέρι της αγίας· ο δε Κύριος με το ένα χέρι βάνει δακτυλίδι εις το μικρό δάκτυλον της δεξιάς της χειρός και με το άλλο βα­στά χαρτί λέγον· «Ιδού σήμερον λαμβάνω σε διά νύμφην μου άφθορον.»(αδιάφθορον, αγνή)
ε) Η αγία παρουσιάζεται στο βασιλιά: «Ναός και εν αυτώ είδωλα και έμπροσθέν των θυσιαστήρια έχοντα επάνω ζώα καιόμενα, και άνθρωποι (άλλοι σύρνουν πρόβατα και βώδια με σχοινία, άλλοι βα­στούν όρνεα, άλλοι θυσιάζουν) και ο βασιλεύς καθήμενος εις θρόνον, και πλησίον αυτού οι δορυφόροι του και η αγία έμπροσθέν του ελέγχουσα αυτόν.»
στ) Η αγία κουβεντιάζει με τους 50 ρήτορες: «Παλάτι και εν αυτώ ο βασιλεύς καθήμενος εις θρόνον και οι πενήντα ρήτορες καθήμενοι ένθεν και ένθεν, έχοντες μανδήλια τυλιγμένα εις τα κεφάλια των· και εις (γεροντότερος πάντων) ρήτωρ ιστάμενος έξωθεν του θρόνου του πλησίον του βα­σιλέως διαλέγεται με την αγίαν, δεικνύων αυτήν εις τους λοιπούς ρήτορας· και όλοι θαυμάζοντες (άλλοι κρατούντες τας γενειάδας των, άλλοι ομιλούντες αλλήλοις) δεικνύουσι την αγίαν.»
ζ) Οι άγιοι πενήντα ρήτορες πιστεύσαντες στον Χριστό με την αγία στη φωτιά πεθαίνουν: «Η αγία ισταμένη και οι ρήτορες προσκυνούντες αυτήν, και πλησίον πυρκαϊά μεγάλη και στρατιώται δένοντες τους ρήτορας ρίπτουν μεσ’ την φωτίαν.»
η) Η βασίλισσα προσκυνά την αγία στη φυλακή: «Φυλακή και η αγία έσω ισταμένη, και η βασίλισσα γονατιστή εις τους πόδας της· και πλησίον εις εκατόνταρχος με τους εκατόν στρατιώτας του, και εις το παράθυρον της φυλακής περιστερά καθημένη, έχουσα ψωμί εις το στόμα της.»
θ) Η αγία βαλλομένη στους τροχούς: «Τέσσαροι τροχοί εις μίαν περόνην περασμένοι, έχοντες τριγύρου ξιφάρια, και η αγία υποκάτωθεν αυτών απλω­μένη κατά γης, δεμένη χείρας και πόδας· και εις άγγελος πλησίον της ιστάμενος λύει αυτήν εκ των δεσμών· και εις τα πλάγια των τροχών πολλοί στρατιώται κατακομμένοι και θανατωμένοι, και ο βασιλεύς αντίκρυ καθήμενος εις θρόνον και η βασίλισσα εξερχομένη από μίαν θύραν του σπιτίου ονειδίζει αυτόν· και πολλοί άνθρωποι τριγύρου και ολίγο παρέκει πάλιν η βασίλισσα αποκεφαλιζομένη υπό δημίου, και άλλοι πολλοί στρατιώται αποκεφαλίζονται από άλλους δημίους, ως πιστεύσαντες εις τον Χριστόν.»
ι) Η απότομη της αγίας: «Η αγία γονατιστή και ο δήμιος επάνωθέν της με το ξίφος, και πλήθος πολύ άνδρες και γυναίκες κλαίοντες.»
(Έκρινα καλό να βάλω αυτή την ιστόρηση, απεικόνιση της αγίας από τον ιερομόναχο κι αγιογρά­φο Διονύσιο, που είναι απλή, λιτή, φτωχική, ποιητι­κή, χωρίς τίποτα το περιττό-φτιασίδι. «Οι τοιχογραφίες της παλαιάς εκκλησίας ιστορίζουν κι εδώ το έπος της χριστιανοσύνης», παρατηρεί ο Νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης).
Η Αγία Αικατερίνα ζωγραφίζεται στις εκκλησιές, στις υποθέσεις από τους ψαλμούς «Στο πάσα πνοή», μπροστά από τις μάρτυρες γυναίκες να λέγει: «Δόξα των παρθένων, νυμφίε ουράνιε» (νυμφίος-γαμπρός). Στις Θεομητορικές Εορτές στο «Επί σοι χαίρει», μπροστά από τις μάρτυρες να λέγει: Χαίρε, δόξα των παρθένων καν προπύργιον και τείχος.» Αριστερά στο ναό μέσα από τις πόρ­τες, ανάμεσα στις μεγαλομάρτυρες γυναίκες. Επί­σης, ανάμεσα στους Ανάργυρους και στους Αθλοφό­ρους (κατακτήτρια επάθλου, νικήτρια).


Ο Συριανός Κώδικας στη Μονή Σινά στα 400 μ.Χ.

Κι εδώ…
Στη Λέσβο, σε μεταβυζαντινές τοιχογραφίες, η Αγία Αικατερίνα ιστορείται στη Μονή Περιβολής. Εισόδια της Θεοτόκου, όπου στο νάρθηκα διαβάζου­με την επιγραφή «Η ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡ)ΙΝΑ» δίπλα στην Αναστασία τη Φαρμακολύτρια. Εικονίζεται με λεπτό αυγοειδές πρόσωπο, μάτια αμυγδαλωτά μικρά, στόμα μικρό, γενικά νεανικά χαρακτηριστικά. Τοιχογραφήθηκε μετά το 1550.
Στο παρεκκλήσι του νεκροταφείου της Μονής Υψηλού Αγίου Απόστολου κι Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, στο νότιο παράθυρο. Τοιχογραφήθηκε το 1684 από τον ζωγράφο Αντώνιο, από την Κρήτη.
Στον ιερό ναό Αγίας Τριάδας Αγιάσου, στο τέμ­πλο η Αγία Αικατερίνα σε ξύλο (1,15 Χ 0,75 εκατο­στά), με επιγραφή και χρονολογία «Αφιέρωμα του Συναφίου των ντουλκέρηδων 1821».
Στο ξωκκλήσι της αγίας Αικατερίνας, του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Αθανασίου, Μυτιλήνης, που είναι το αρχαιότερο. Η εικόνα σε ξύλο (1,06 Χ 0,73), προέρχεται από το τέμπλο του μητροπολιτικού ναού. Η αγία ζωγραφίστηκε πάνω σε παλιά εικόνα, καθώς φαίνεται από τα ίχνη της πρώτης που ξεχωρίζονται στο κάτω μέρος. Γύρω από την εικόνα υπάρχουν οχτώ σκηνές από το μαρτύρι της. Ζωγραφίστηκε στα 1760.
Στον ιερό ναό Αγίου Νικολάου, Επάνω Σκάλας Μυτιλήνης, στο βόρειο τοίχο, αγιογραφία της αγίας Αικατερίνας πάνω σε κερωμένο ύφασμα (μουσαμά, 1,30 Χ 1,00 εκατοστά), «δωρεά Αγγέλας Ν. Αθηνιώτου». (Ιακώβου Γ. Κλεομβρότου, Μητροπολίτου Μυτιλήνης «ΜΥΤΙLΕNΑ SΑCRΑ», Αθήνα 1970, Θεσσαλονίκη 1974, 1976).
Στην Ιερή Μητρόπολη Μυτιλήνης Ερεσού και Πλωμαρίου, αφιερωμένα στην Αγία Αικατερίνα, υπάρχουν τα εξής παρεκκλήσια: στην Ερεσό Αγίας Ειρήνης, Αγίου Κωνσταντίνου κι ελαιοτριβείου. Στην Κουλμπάρα Μυτιλήνης. Στο Νιοχώρι, νεκροταφείου πρώην ενοριακός. Ξωκκλήσια: Στην Παναγιά και Λάκο Αγιάσου, Νυχτάντα Ασώματου. Βρίσα. Θερμή. Τριγώνι Ίππειου. Πασπαλά Λάμπου Μυλών (δυο). Τσαμπουρνού Μόριας. Βατάσια Νιοχωρίου. Καμάρα Παππάδου. Στρογγυλού Αγίου Παύλου Πολιχνίτου. Σκόπελο. Αμαξωτό Σταυρού. Κολυμπάτερα Τρίγωνα. Υπαίθριο ξωκ­κλήσι, ερείπια με παλαιοχριστιανικά αρχιτεκτονι­κά κομμάτια. Ξωκκλήσι στον Πασπαλά Λάμπου Μυλών, πίσω από την κόγχη του ιερού βήματος υπάρχουν παλαιοχριστιανικά αρχιτεκτονικά κομμάτια. Στην ενορία Ζωοδόχου Πηγής Βρίσας, ξωκκλήσι Αγίας Αι­κατερίνας, χτίστηκε το 1957. Υπάρχουν σκόρπια πα­λαιοχριστιανικά αρχιτεκτονικά κομμάτια. Ο Σ. Χα­ριτωνίδης γράφει: «Εις βασιλικήν πιθανότατα ανή­κουν τοίχοι, ορατοί εισέτι, παρά την μεταξύ Βρί­σας και του ακρωτηρίου του Αγίου Φωκά εκκλησίαν της Αγίας Αικατερίνης. Οποσδήποτε τα λείψανα ταύτα συνδέονται προς εκτεταμένον οικισμόν της υστέρας αρχαιότητος». (Πρωτοπρεσβύτερου Γρηγορίου Α. Δουμούζη «Τόποι λατρείας και προσευχής», «Παλαιοχριστιανικοί και βυζαντινοί λατρευτικοί τόποι», Μυτιλήνη 2006, 2007).
Στην Ιερή Μητρόπολη Μηθύμνης, αφιερωμένα στην Αγία Αικατερίνα είναι: ναός στη Γυναικεία Μονή Μυρσινιώτισσας. Παρεκκλήσι στην Αγία Παρασκευή. Ξωκκλήσια στην Άντισσα, στην Πελόπη και στην Αρίσβη.

Και αλλού…

Σ’ όλη την Ελλάδα υπάρχουνε και λειτουργούνε δυο γυναικεία μοναστήρια, αφιερωμένα στην Αγία Αικατερίνα. Στην Αίγινα και στην Κάλυμνο.
Το βουνό της αγίας Αικατερίνας είναι το ψη­λότερο στη χερσόνησο του Σινά και φτάνει τα 2.646 μέτρα. Απέχει πέντε ώρες με τα πόδια από το μοναστήρι. Στην κορυφή υπάρχει παρεκκλήσι της αγίας. Ο τόπος όπου βρέθηκε το άγιο λείψανο είναι κάτω από την αγία τράπεζα.
Η αγία Κορυφή ή το όρος του Μωυσή ή Δεκάλο­γου έχει ύψος 2.240 μέτρα κι απέχει από το μο­ναστήρι δυο ώρες με τα πόδια. Είναι ο ιερός τό­πος όπου ο Μωυσής πήρε από το Θεό το Νόμο και κουβέντιασε μαζί Του. Ανέβηκα τα 3.750 πέτρινα σκαλοπάτια, φτιαγμένα στους βράχους από τους κα­λόγερους για να φτάσω στην κορυφή, όπου υπάρχει παρεκκλήσι της αγίας Τριάδας, χτισμένο με πέτρες μεγάλου και αρχαίου ναού, που είχε χτίσει ο Ιουστινιανός. Το κατέβασμα πολύ δύσκολο, απότομο πάνω από γκρεμούς.
Η ιστορική Μονή Σινά είναι ανεκτίμητος θησαυρός, από χριστιανικά μνημεία, που έχει ανυπολόγιστη αξία. Σύντομα σημειώνω τα πιο ενδιαφέροντα. Το τείχος της Μονής χτίστηκε από τον αρχιτέκτονα του Ιουστινιανού Στέφανο Αϊλίσιο, για να προστα­τεύει τους καλόγερους, που κατοικούσανε γύρω από τη φλεγόμενη Βάτο, από τις επιδρομές με βάρβαρους και ληστές. Μαζί χτίστηκε κι ο ναός. Θεμελιώθηκε το 542 μ.Χ. και τέλειωσε μετά από εννιά χρόνια. Το καθολικό είναι γρανιτένιο, σε ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής, με νάρθηκα. Οι εικόνες χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα κι εξής. Στο ιερό Βήμα υπάρχει το περίφημο «Μωσαϊκό» της Μεταμόρφωσης του Σω­τήρα. Το παρεκκλήσι της αγίας Βάτου. Περάσαμε να προσκυνήσουμε στον αγιώτατο τόπο με τη συχωρε­μένη μάνα μου Έλλη γυμνοπόδαροι. Είναι θρησκευτικό έθιμο, σ’ ανάμνηση της εντολής του Θεού στο Μωυσή: «Μην πλησιάσεις εδώ· λύσε τα υποδήματα από τα πόδια σου· γιατί ο τόπος όπου στέκεσαι είναι γη άγια» (Έξοδος γ΄, 5). Δίνω τη βιβλική περιγρα­φή για τη βάτο, σε μετάφρασή μου, να καταλάβει ο αναγνώστης: «Ο Μωυσής έβοσκε τα πρόβατα του Ιοθόρ, πεθερού του, ιερέα της Μαδιάμ· κι έφερε τα πρόβατα στο πίσω μέρος της ερήμου και ήρθε στο βουνό του Θεού, το Χωρήβ. Φάνηκε σ’ αυτόν άγγελος Κυρίου σε φλόγα φωτιάς μέσα από τη βάτο· και εί­δε και να, η βάτος καιγόταν από τη φωτιά και δεν κατακαιγότανε. Και είπε ο Μωυσής, “ας στρέψω κι ας παρατηρήσω το μέγα τούτο θέαμα, γιατί η βάτος δεν κατακαίγεται”. Και καθώς είδε ο Κύριος τον Μωυσή ότι γύρισε να παρατηρήσει, φώναξε σ’ αυτόν ο Θεός μέσα από τη βάτο και είπε, “Μωυσή, Μωυσή”. Αυτός είπε, “να, εγώ”. Και είπε “μην πλησιάσει εδώ· λύσε τα υποδήματα από τα πόδια σου· γιατί ο τόπος όπου στέκεσαι είναι γη άγια”. Και είπε σ’ αυτόν, “Εγώ είμαι ο Θεός του πατέρα σου, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ια­κώβ”. Έκρυψε το πρόσωπό του ο Μωυσής· γιατί φοβό­τανε να στρέψει το βλέμμα του στο Θεό.» (Έξοδος γ΄, 1-6). Το παρεκκλήσι είναι αφιερωμένο στον ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Η εικόνα του τιμώμενου προσώπου, αριστερά από την άγια Τράπεζα, είναι μοναδική και δείχνει τη Θεοτόκο με τον Χριστό στην αγκαλιά Της να κάθεται μέσα στη φλεγόμενη Βάτο, ενώ αριστερά ο Μωυσής προσκυνά γυμνοπόδαρος.
Η Τράπεζα για τους καλόγερους είναι από τα πιο ενδιαφέροντα κτήρια στο μοναστήρι. Μοιάζει με τετράπλευρο ναό. Στην κόγχη υπάρχει θαυμάσια τοιχογραφία στο 16ο αιώνα, που παριστά την επί­σκεψη του Χριστού στον Αβραάμ με μορφή τριών Αγγέλων, που είναι σύμβολο της Αγίας Τριάδας, «Και υψώσας τους οφθαλμούς αυτού, είδε· και ιδού, τρεις άνδρες ιστάμενοι έμπροσθεν αυτού· και ως είδεν, έδραμεν εις προϋπάντησιν αυτών από της θύρας της σκηνής, και προσεκύνησεν έως εδάφους». (Γένεσις ιη΄, 2). Πάνω εικονίζεται η Δεύτερη Πα­ρουσία. Το καμπαναριό χτίστηκε το 1871 από τον Τήνιο αρχιτέκτονα Ιάκωβο Βαρούτη. Έχει εννιά κα­μπάνες σε διάφορα μεγέθη, δώρο από τους Τσάρους της Ρωσίας, κι ένα τάλαντο, που σημαίνει τον εσπερινό και τον όρθρο τις καθημερινές. Οι καμπάνες τη Θεία Λειτουργία την Κυριακή και τις γιορτές. Στην Πινακοθήκη παρουσιάζονται 150 ξεχωριστές εικόνες από τη συλλογή 2.000 περίπου, από αυτές, ανεκτίμητης πνευματικής, ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας. Υπάρχουνε πολλές πολύ σπάνιες κι αρχαίες, κηρόχυτες εικόνες στον 6ο αιώνα. Η Βιβλιοθήκη είναι δεύτερη σε σπουδαιότητα στον κόσμο, μετά του Βατικανού, τόσο σε αριθμό, όσο και σε αξία από χειρόγραφα. Ο σπουδαιότερος θησαυρός σήμερα στη Βιβλιοθήκη είναι ο παλίμψηστος Συριακός κώδικας στα 400 μ.Χ. περίπου με δεύτερη γραφή στον 7ο ή 8ο αιώνα (παλίμψηστος, από το πάλιν ψάω-ξύνω, είναι πάπυρος ή περγαμηνή όπου το αρχικό κείμενο αποσβήστηκε για να γραφεί άλλο). Στο παρελθόν υπήρχε και ο Σιναϊτικός Κώδικας, το πιο πολύτιμο χειρόγραφο στον κόσμο, που περιέχει το ελληνικό κείμενο της Αγίας Γραφής, χρονολογούμενο από τα μέσα στον 4ο αιώνα. Κάποιος Γερμανός το ‘κλέψε και τ’ αγόρασε το Βρετανικό Μουσείο, όπου βρίσκεται σήμερα. Ο κήπος στο μοναστήρι απλώνεται σ’ ένα μακρύ τρίγωνο μέσα στην έρημο και είναι μια πραγματική όαση ανάμεσα στα γρανιτένια βουνά. Οι καλόγεροι ακούραστα φέρανε χώμα από μακριά και φυτέψανε καλλωπιστικά, οπωροφόρα δέντρα και λαχανικά. Στον κήπο βρίσκεται και το κοιμητήρι, όπου σε ξεχωριστό κουβούκλιο βρίσκεται ακέραιο, ντυμένο το μοναχικό σχήμα, το λείψανο του ερημίτη Στεφάνου Σιναΐτου, που έζησε τον 6ο αιώνα και θεωρείται τοπικός όσιος.
«Όταν ο Ιουστινιανός έχτισε τη Μονή έβαλε κοντά σ’ αυτή διακόσιες οικογένειες από τον Πόντο και την Αλεξάνδρεια για να υπερασπίζονται και να υπηρετούνε τους μοναχούς. Οι σημερινοί υπηρέ­τες στο μοναστήρι είναι απόγονοι από αυτές τις οικογένειες κι αποτελούνε μια από τις αραβικές φυλές με τους Βεδουίνους στο Σινά, τη φυλή Γκιμπαλία ή Γκιεμπελία (Ορεινοί). Θεωρούνε τους εαυ­τούς τους «Ρωμιούς» και καυχιώνται για την ονο­μασία αυτή, καθώς αναγνωρίζουνε την καταγωγή τους. Στο μοναστήρι έχουνε ξεχωριστά καθήκοντα και δικαιώματα. Είναι μουσουλμάνοι, κρατάνε μερικά κατάλοιπα από την παλιά χριστιανική πίστη τους. Έτσι, γιορτάζουνε τον προφήτη Μωυσή στην αγία Κορυφή και τιμούνε τον προφήτη Ααρών, τον άγιο Γεώργιο και την αγία Αικατερίνα. Το μοναστήρι είναι η ζωή τους. Φιλειρηνικοί, ευγενικοί, ολιγαρκείς, φιλόξενοι, παρά τη φτώχεια τους. Θεωρούν τη Μονή και τον Αρχιεπίσκοπο Σινά Δαμιανό ως την ανώτατη διοικητική και δικαστική αρχή στη φυλή τους κι είναι αφοσιωμένοι σ’ αυτή.
Τον Σεπτέμβρη 1973 συχωρέθηκε ο πρώην αρχι­επίσκοπος Σινά Γρηγόριος Β΄ από τη Σμύρνη. Τη θέση του πήρε, στις 23 Δεκέμβρη τον ίδιο χρόνο, ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος αγαπητός και σεβάσμιος φίλος Δαμιανός, μόλις στα 35 χρόνια του, πλατιά μορφωμένος. Στη Μονή Σινά μένει από το 1961. Σπού­δασε θεολογία και ιατρική, για να κάνει ιεραπο­στολή στη Νότιο Αφρική. Κατόπι αφοσιώθηκε στο Σινά. Οι Βεδουίνοι τον ονομάζουν «Αμπούνα ντοκτόρ» (Πάτερ γιατρέ), γιατί πηγαίνουν άρρωστοι στο μο­ναστήρι, ζητούνε βοήθεια και τους γιατρεύει. Το ίδιο γιάτρεψε και τη μάνα μου, όταν πήγαμε στο μοναστήρι, γιατί την πείραξε τ’ αυτοκίνητο καθώς βρισκόμαστε στην Ιορδανία, στον Κόλπο της Άκαμπα. Το μοναστήρι στέκει αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή, κοινοβιακό. Προσφέρει ό,τι μπορεί στους Βεδουίνους που είναι το «δεξί» χέρι στο μοναστήρι. Κουβα­λάνε τους προσκυνητές και τους επισκέπτες με τις γκαμήλες τους και χρησιμοποιούνται σε βοηθητικές εργασίες. Είναι 1.200 περίπου, ζούνε κατά νομάδες σε σκηνές, όπως οι Τσιγγάνοι, γύρω στο μοναστήρι. Η Μονή τους προσφέρει τσάι, ζάχαρη, καπνό, φακή, ψωμί, δουλειά, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κι αυτοί μ’ ενθουσιασμό φωνάζουνε τους καλόγερους «Γιουνάνοι» (Ίωνες - Έλληνες). Πηγαίνουνε στα «Ζουβάρ», στα πανηγύρια της Μονής, που γί­νονται δυο φορές το χρόνο, στην Αγία Αικατερίνα, 25 Νοέμβρη, και στον Προφήτη Μωυσή, τον θεόπτη, 4 Σεπτέμβρη. Πιστεύουν ακράδαντα στα θαύματα. Οι Βεδουίνες, ωραιότατες, τις είδα να σκαρφαλώνουνε σαν τ’ αγριοκάτσικα στα γρανιτένια βράχια, για να βοσκήσουνε τα κοπάδια τους αγριάγκαθα.
Ανάμεσα στα σπάνια μνημεία στη Μονή Σινά είναι η εικόνα «Η ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΥΔΕΥΟΜΕΝΗ ΥΠΟ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ», από τρίπτυχο σιναϊτικής τεχνο­τροπίας, ζωγραφισμένη στα 1612, και μια επίχρυση σαρκοφάγος (1,75 X 65 εκατοστά), δώρο Ρωσίδας πριγκίπισσας το 1860 στη μονή, που το σκέπασμά της αναπαριστά την Αγία Αικατερίνα. Δεν πιστεύω στα μάτια μου αυτά που είδα.
Ανάμεσα στους Αρχιεπίσκοπους Σινά σταθήκανε και δυο δικοί μας: Ιωαννίκιος Β΄ ο Λέσβιος (1718) και Πορφύριος Β΄ ο εκ Λήμνου (1904). Μακαριστοί.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey