Οι ειδήσεις, οι εξελίξεις και τα γεγονότα τρέχουν. Οι ανακοινώσεις, η αναστάτωση και η σύγχυση έπονται. Πώς να τα προλάβεις; Τρελαίνεσαι… Ζούμε, αναμφισβήτητα, ιστορικές στιγμές! Κι όσο κοντεύουμε σε κάποιο ξέφωτο, κάτι συμβαίνει την τελευταία στιγμή και όλα πάνε στράφι.
«Στα καλντερίμια συζητούν ως το πρωί οι γειτόνοι
μα σκοτεινιάζει ο καιρός και στις καρδιές νυχτώνει»…
Οι ειδήσεις, οι εξελίξεις και τα γεγονότα τρέχουν. Οι ανακοινώσεις, η αναστάτωση και η σύγχυση έπονται. Πώς να τα προλάβεις; Τρελαίνεσαι… Ζούμε, αναμφισβήτητα, ιστορικές στιγμές! Κι όσο κοντεύουμε σε κάποιο ξέφωτο, κάτι συμβαίνει την τελευταία στιγμή και όλα πάνε στράφι. Επομένως, πάλι απ’ την αρχή και… η αφετηρία όλο πιο πίσω. Ο νους μας δεν παύει να ψάχνει απεγνωσμένα τρόπους να κάνει υποφερτή την ανυπόφορη καθημερινότητα. Πέφτεις να κοιμηθείς το βράδυ άδειος. Ελπίζεις τουλάχιστον να δεις όνειρα, από εκείνα τα ωραία που πάντα ανακαλείς πριν απ’ τον ύπνο, κι αντί γι’ αυτά σε ξυπνάνε εφιάλτες τα χαράματα.
Το διεφθαρμένο σύστημα μας σκότωσε την προοπτική και την ελπίδα. Μας στραγγάλισε το χαμόγελο. Έφτασε την Ελλάδα στο απροχώρητο. Στην ταπείνωση. Σήμερα η πατρίδα μας στέκεται μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου με σκυμμένο το «κουρεμένο» της κεφάλι κι εμείς… «τι να καταλάβουμε οι φτωχοί»; Θέλουμε να ελπίζουμε, αλλά μόνο διαψεύσεις ελπίδων εισπράττουμε. Κι αν έχουν μείνει κάποιες, αλίμονο… τις δολοφονούν. Σε τούτη τη δυσανάγνωστη εποχή, όπου οι ουρανοί μας σκοτεινιάζουν όλο και πιο πολύ, έχουμε περισσότερο ανάγκη από ποτέ να διαφυλάξουμε μέσα μας εκείνο το όνειρο που ανελέητα καταπατείται. Χρειαζόμαστε την αληθινή ανθρώπινη αλληλεγγύη για να πάρουμε τις ουσιώδεις αποφάσεις για το όραμα που απουσιάζει και πρέπει επειγόντως να βρεθεί.
Γράφω σήμερα δίχως να ξέρω - μέχρι να δημοσιευτεί τούτο το άρθρο - τι άλλο μπορεί να προκύψει. Μάταια περιμένω, όπως ύστερα από κάθε καταιγίδα, να φανεί στον ορίζοντα ένα ουράνιο τόξο, ν’ αναγεννήσει την ελπίδα. Μα πίσω απ’ το γκρίζο σύννεφο βλέπω να κρύβεται ο ήλιος, ο ήλιος της μελαγχολίας, που αφού τον «μεθύσαμε»… τον χάσαμε, για να μείνει μέσα μας μια μόνιμη εσωτερική συννεφιά. Αυτή θέλουμε να σβήσουμε με το σβηστήρι της οργής μας.
Είναι και τα απάνθρωπα Μ.Μ.Ε. που δεν παύουν να ρίχνουν - όπως πάντα και ως συνήθως - λάδι στη φωτιά. Με την ίδια φτήνια και την ίδια υποτίμηση της νοημοσύνης μας μάς βομβαρδίζουν κάθε τόσο με τα χειρότερα. Θέλουμε να φωνάξουμε δυνατά, όπως εκείνος ο ποιητής που έλεγε: «Δεν θέλω άλλες ειδήσεις, δώσε μου μόνο μουσική… τραγούδα μου τη λευτεριά, τραγούδα μου τα δάκρυα…»
Στην απέλπιδα προσπάθειά μου, θέλω να γράψω κι άλλα, μα… ξέχασα τις λέξεις. Τις λέξεις που ψάχνω για να γράψω. Έμειναν μόνο τα σημάδια τους πάνω στην οθόνη. Μόνο οι ήχοι που άφησαν στη φυγή τους. Χάθηκαν, σκόρπησαν. Ξεθάρρεψαν και πέταξαν ζητώντας να αναπνεύσουν ελεύθερα την αύρα που τους λείπει. Ψάχνουν να γεμίσουν με χρώματα, αισθήματα κι ανάσες για να επιστρέψουν έτοιμες και γεμάτες με «θέλω» και «μπορώ».
Έξω έπιασε να βρέχει σιγανά… μελαγχολικά. Κι εγώ νιώθω πως φτώχυνα, στέρεψα. Κάθισα στο γραφείο μου και μ’ ό,τι απόμεινε - περίσσευμα από σκόρπιες λέξεις και μισοτελειωμένες συλλαβές - προσπάθησα να συναρμολογήσω τη μελαγχολία μου… Τι να πεις, όμως, με σκόρπιες λέξεις και μισοτελειωμένες συλλαβές…